Χθες τίμησα την παγκόσμια μέρα θεάτρου, πηγαίνοντας στον κινηματογράφο Ιντεάλ για να παρακολουθήσω την μεταφορά ενός θεατρικού έργου στην μεγάλη οθόνη. Αναφέρομαι στο γαλλικό "Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου" (Juste la Fin du Monde) το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο στο φεστιβάλ των Κανών.
Κι όντως σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ένιωθα πως παρακολουθούσα μία καλογυρισμένη θεατρική παράσταση. Η ομορφιά όμως αυτού του έργου που το κάνει ξεχωριστό, βρίσκεται στην ανάλυση που προσπαθεί να κάνει για τα βαθύτερα νοήματα των ανθρωπίνων σχέσεων. Πόσο μάλλον όταν αυτές οι σχέσεις είναι οικογενειακές.
Για την ιστορία, ένας νεαρός συγγραφέας αποφασίζει μετά από δώδεκα χρόνια να επιστρέψει στο πατρικό του, έτοιμος να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο λόγος της επίσκεψής του είναι να ανακοινώσει κάτι σημαντικό. Η συνάντηση όμως δεν εξελίσσεται όπως ο ίδιος θα ήθελε. Κάθε λεπτό που περνάει γίνεται όλο και πιο βασανιστική η παραμονή του σ' ένα αρρωστημένο οικογενειακό περιβάλλον. Η σιωπηρή όμως οργή του μετριάζεται από την νοσταλγία των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων.
Καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο σπίτι, συγκρούονται δύο κόσμοι. Ο ένας του συγγραφέα, πράος και ισορροπημένος μιας κι είχε απογαλακτιστεί νωρίς από ένα αρρωστημένο περιβάλλον, κι από την άλλη τα δύο του αδέλφια, ανώριμα και νευρικά επειδή έχουν παραμείνει κάτω από την επιρροή της μητέρας τους. Στο κάδρο περιλαμβάνεται και η σύζυγος του μεγάλου του αδελφού, η οποία έχει έναν παθητικό ρόλο, κρυμμένη (και φοβισμένη) κάτω από την σκιά του βίαιου άνδρα της.
Ο πρωταγωνιστής διατηρεί την αινιγματική του στάση από τη πρώτη στιγμή που διαπιστώνει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει στην οικογένειά του. Ο μόνος άνθρωπος που προσπαθεί να κερδίσει την εκτίμησή του, είναι η σύζυγος του αδελφού του, για την οποία ο πρωταγωνιστής νοιώθει περισσότερο οίκτο παρά συμπάθεια.
Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό ο συγγραφέας βρίσκει χρόνο να μιλήσει ξεχωριστά με τα δυο του αδέλφια. Με την αδελφή του παραμένει σιωπηλός ακούγοντας παράπονα για την ασφυκτική καθημερινότητα που ζει, την οποία όμως δεν θέλει να αλλάξει διότι έχει βολευτεί στην θαλπωρή της μητέρας. Από την άλλη, ο μεγάλος του αδελφός δεν θέλει να αποδεχτεί την μοναχική κι αξιοπρεπή πορεία που επέλεξε ο μικρότερος αδελφός του. Προσπαθεί να κρύψει τη ζήλια του αλλά όταν οι αντιστάσεις πέφτουν, γίνεται βίαιος για να καλύψει πίσω από φωνές και βρισιές τη δειλή και κενή του προσωπικότητα.
Υπάρχει όμως και η στιγμή που ο ήρωας κουβεντιάζει και με την μάνα του. Η αμηχανία που επικρατεί στην ατμόσφαιρα, την φέρνει σε δύσκολη θέση. Προσπαθεί να κρύψει την πίκρα και τον καταπατημένο της εγωισμό πίσω από στολίδια, μακιγιάζ και χαμόγελα. Όμως τα λόγια της φανερώνουν αγανάκτηση και θυμό, κάτι που επιβεβαιώνεται με μία υπέρτατη εγωιστική φράση "Δε σε καταλαβαίνω αλλά σε αγαπώ. Να ξέρεις πως σε αγαπώ. Κι αυτό δε θα μου το στερήσει κανείς". Η αρρωστημένη κι εγωιστική αγάπη που έχουν αρκετές φορές οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους, την οποία χρησιμοποιούν πολλές φορές για να τα γεμίσουν τύψεις κι ενοχές αλλά και για να τα κρατούν κάτω από τον έλεγχό τους.
Απέναντι σ' όλο αυτό το ψυχικό ξεγύμνωμα, ο συγγραφέας παραμένει σιωπηλός. Μία στάση που προκαλεί εκνευρισμό στους υπόλοιπους. Άλλοι το μεταφράζουν σνομπισμό κι άλλοι φόβο. Η αλήθεια είναι πως ο ήρωας κρατάει το στόμα του κλειστό διότι δώδεκα χρόνια έχτιζε ένα τείχος προστασίας κι η επιθυμία του είναι να το κρατήσει όρθιο από τις πολιορκητικές ερωτήσεις των δικών του προσώπων. Η στάση του όμως αυτή δεν ικανοποιεί τον εγωισμό της μητέρας του και των αδελφών του. Κι επειδή αισθάνονται πολύ μικροί απέναντί του και δυσκολεύονται να τον αντιμετωπίσουν, ξεσπούν μεταξύ τους. Παρακολουθώντας ο ήρωας το οικογενειακό σφαγείο που εξελίσσεται μπροστά του, διαπιστώνει πως η απόφαση που πήρε πριν από δώδεκα χρόνια ήταν σωτήρια.
Οι διάλογοι που αναπτύσσονται στην ταινία, μου δημιούργησαν ένα περίεργο βάρος στο στήθος το οποίο όλο και μεγάλωνε, προετοιμάζοντας με για την επερχόμενη έκρηξη του φινάλε. Όλοι όσοι έχουν ζήσει αντίστοιχες καταστάσεις κι έχουν πάψει να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, πιθανότατα να νιώσουν όλα όσα με έκαναν να βουλιάξω στο αναπαυτικό κάθισμα του κινηματογράφου.
Η επίτευξη αυτής της φορτισμένης συναισθηματικής κατάστασης έγινε με την συνδρομή των εκπληκτικών ερμηνειών κι από τους πέντε ηθοποιούς. Με μεγάλη ευκολία ο Βενσάλ Κασέλ έγινε μισητός, η Μαριόν Κοτιγιάρ αξιολύπητη, η Λέα Σεϋντου ανώριμη κι η Νάταλι Μπάι ασυμπάθιστη. Αντιθέτως ο πρωταγωνιστής κρατώντας αποστάσεις από τους δικούς του, γίνεται παράλληλα αινιγματικός κι απρόσιτος και με τους θεατές.
Ένα ακόμη εκπληκτικό στοιχείο της ταινίας ήταν η "επικοινωνία" των πρωταγωνιστών. Ο καθένας χρησιμοποιούσε με έναν απόλυτο εγωισμό τον δικό του τρόπο, μ' αποτέλεσμα να κυριαρχεί μία θορυβώδης ασυνεννοησία. Όμως υπήρχαν οι σιωπηλές στιγμές όπου ο σκηνοθέτης εστίαζε πάνω στα βλέμματα, ειδικά σ' αυτό του πρωταγωνιστή. Ήταν οι στιγμές που η μεγάλη οθόνη γέμιζε συναισθήματα, σκέψεις, κραυγές, νοσταλγικές εικόνες αλλά κι όνειρα για το μέλλον. Ήταν οι στιγμές που ως θεατής καρφωνόσουν στο βλέμμα των ηθοποιών κι εισχωρούσες στον κρυμμένο και φοβισμένο ψυχικό τους κόσμο.
Όμως οι προβληματισμοί της ταινίας δεν έμεναν μόνο εκεί. Ο σκηνοθέτης παρουσίασε με αρκετά έξυπνο τρόπο το γεγονός πως όσο πιο ανασφαλής είναι ένας άνθρωπος τόσο πιο θορυβώδης γίνεται. Η μία αδελφή δήλωνε το παρόν με φωνές κι ο μεγάλος αδελφός με βία. Αντιθέτως η παθητική σύζυγος το επεδίωκε με την λύπηση και η μάνα με τις χαζοχαρούμενες τάσεις της. Μόνο ο πρωταγωνιστής έμενε βουβός αν και μέσα του έβραζε. Αυτήν όμως την σιωπή, οι δικοί του την χαρακτήριζαν ως σημάδι δυστυχίας προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να κρύψουν την δική τους δυστυχισμένη και μίζερη κατάσταση.
Θα μπορούσα να γράφω γι' αρκετή ώρα, όλες τις σκέψεις που μου προκάλεσε το αριστούργημα του παιδιού-θαύματος Ξαβιέ Ντολάν. Ο νεαρός Καναδός σκηνοθέτης μου πρόσφερε μία ειλικρινέστατη και συνάμα σκληρή ταινία. Φάνηκε πως σκοπός του δεν ήταν να χαριστεί σε κανέναν. Αντιθέτως έδειχνε ξεκάθαρα πως τα σημερινά κοινωνικά αδιέξοδα κι η αύξηση άβουλων κι αδιάφορων ανθρώπων οφείλονται στην οικογένεια. Επίσης μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πως σε λίγα χρόνια θα επικρατήσει η δικιά μας γενιά, στην οποία δυστυχώς υπερτερούν ανεύθυνοι κι απαίδευτοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι στενόμυαλοι κι εγωιστές. Μέσα όμως στον επερχόμενο σκοταδισμό θα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι σε πείσμα των καιρών θα χτίζουν τη δικιά τους ουτοπία, έχοντας όμως χαράξει από νωρίς έναν μοναχικό δρόμο.
Δυστυχώς προβλέπω να επικρατεί ο φόβος του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος το πέρασε επιτυχώς με στίχους στα Μαλαματένια Λόγια "...πως το φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή".Έτσι κι αυτοί οι επερχόμενοι φωτισμένοι νέοι θα περιφέρονται αόρατοι και βουβοί σε έναν κόσμο υλιστικό, συμφεροντολογικό κι απαίδευτο.
Όσο για την ταινία, δεν θα τη χαρακτήριζα εύκολη και προσιτή για το ευρύ κοινό. Ίσως σε αρκετούς να φανεί φλύαρη και κουραστική.
Κατά τη δική μου άποψη, πιστεύω πως είναι η καλύτερη της χρονιάς (μέχρι στιγμής).
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου