Την ύπαρξη του αντιπολεμικού αριστουργήματος του Ζαν Ρενουάρ την έμαθα τελείως τυχαία όταν είχα διαβάσει πριν από χρόνια την πολυαγαπημένη "Μεγάλη Χίμαιρα" του Μ. Καραγάτση κι είχα ψάξει να βρω στοιχεία για το συγκεκριμένο βιβλίο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι να πάρω την απόφαση να την απολαύσω σε μια από τις καραντινάτες κινηματογραφικές μου βραδιές. Τελικά, η "Μεγάλη Χίμαιρα" ως ταινία δεν με εντυπωσίασε μόνο για το διαχρονικό δυναμισμό της και την συγκινητική ουμανιστική της ματιά αλλά και για την ιστορία που κουβαλάει ως έργο.
Η περιπέτειά της ταινίας ξεκίνησε όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους. Εκείνη τη περίοδο κυριαρχούσαν οι ναζί στη Γερμανία κι ο διαβόητος υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς, εξοργισμένος με το περιεχόμενο της ταινίας απαγόρευσε την προβολή της χαρακτηρίζοντας τον Ζαν Ρενουάρ ως υπ αριθμόν ένα κινηματογραφικό εχθρό της Γερμανίας. Η Γαλλία προσπαθώντας να κατευνάσει τις αντιδράσεις απαγόρευσε τις προβολές του έργου και στις δικές της αίθουσες. Στη συνέχεια, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία κατάσχεσαν όλα τα αρνητικά και τα αντίγραφα της ταινίας και τα μετέφεραν στο Βερολίνο. Έκτοτε για πολλά χρόνια πολλοί πίστευαν πως όλες οι κόπιες της ταινίας είχαν καταστραφεί το 1942 από ένα συμμαχικό βομβαρδισμό. Μετά τον πόλεμο, το Reichfilmarchive όπου φυλάγονταν τα κατασχεθέντα κινηματογραφικά έργα πέρασε στα χέρια των Ρώσων και πολλά από τα αρχεία που βρίσκονταν εκεί μεταφέρθηκαν στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώθηκε πως η ταινία είχε διασωθεί κι επέστρεψε στη Γαλλία το 1960. Όμως η περιπέτεια της δεν τελειώνει ούτε τότε καθώς ξεχάστηκε για τριάντα χρόνια σε έναν κινηματογράφο της Τουλούζη. Ανακαλύφθηκε ξανά τριάντα χρόνια μετά όταν μεταφέρθηκαν όλα τα κινηματογραφικά αρχεία της χώρας στη Γαλλική Ταινιοθήκη κι αφού έγινε επεξεργασία του υλικού, η "Μεγάλη Χίμαιρα προβλήθηκε ξανά στις σκοτεινές αίθουσες το 1999!
Όμως κι η δημιουργία της συγκεκριμένης ταινίας έχει τη δική της ιστορία, η οποία ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν δημιουργήθηκε στη Γαλλία η ιδέα του Λαϊκού Μετώπου (Λ.Μ.), ενός συνασπισμού κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών με στόχο την απόκρουση του φασισμού αλλά και του επερχόμενου πολέμου. Το 1936 το Λ.Μ. κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές με τους κομμουνιστές να έχουν δεσμευτεί για μια ευρείας έκτασης στροφή πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα ενώ ο αρχηγός της κυβέρνησης Λεόν Μπλουμ διευκρίνισε ότι η κυβέρνηση θα δράσει μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας. Δυστυχώς όμως από τα τέλη του ’36 έγινε σαφές ότι τίποτα δε θα άλλαζε καθώς η κυβέρνηση του γαλλικού Λ.Μ. δε προσπάθησε καν να σώσει την κυβέρνηση του Λ.Μ. της Ισπανίας ούτε ανέτρεψε το όλο κλίμα που οδηγούσε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο προς το φασισμό αλλά και σε έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο. Μέσα σ' αυτό το ζοφερό κλίμα, ο Ζαν Ρενουάρ κινηματογραφεί τη συγκεκριμένη ταινία θέλοντας να στείλει μια κραυγή αγωνίας προς όλα τα ευρωπαϊκά έθνη που όδευαν προς την καταστροφή. Σήμερα η "αναστημένη" αυτή αντιπολεμική ταινία θεωρείται από τους κριτικούς και τους ιστορικούς του κινηματογράφου ως ένα από τα αριστουργήματα του γαλλικού σινεμά κι ως μια από τις μεγαλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ. Μάλιστα ο Όρσον Γουέλς είε αναφέρει ότι η μεγάλη Χίμαιρα ήταν η μία από τις δύο ταινίες που θα έπαιρνε μαζί του "πάνω στη κιβωτό".
Και μετά τον μακροσκελή πρόλογο της ταινίας, προχωρώ στην ενδιαφέρουσα πλοκή της. Η ιστορία ξεκινάει με τη συντριβή ενός αναγνωριστικού γαλλικού αεροσκάφους, το οποίο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εξέταζε μια τοποθεσία που οι Γάλλοι θεωρούσαν "θολή" από προηγούμενες αναγνωριστικές πτήσεις. Οι δυο Γάλλοι αεροπόροι, ο αριστοκράτης Λοχαγός Ντε Μποιλντιέ και ο υπολοχαγός Μαρεσάλ συλλαμβάνονται και κρατούνται από τις γερμανικές δυνάμεις. Εκεί γνωρίζονται με τον Γερμανό διοικητή κι αριστοκράτη Ριτμαίστερ φον Ραουφενστάιν κι αμέσως δημιουργείται μια σχέση σεβασμού κι αλληλοεκτίμησης μεταξύ των δύο αριστοκρατών εχθρών. Μέσα από τις συζητήσεις τους διαπιστώνουν πως έχουν κοινές γνωριμίες κάτι αποδεικνύει την οικειότητα που είχαν μεταξύ τους οι αριστοκρατικές τάξεις όλων των χωρών μιας και τους ενώνουν οι ίδιες τελετουργικές αβρότητες αλλά και το ίδιο επιτηδευμένα εξιδανικευμένο στιλ. Μάλιστα η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τους, γίνεται εμφανής όταν επιλέγουν να μιλάνε κάποιες στιγμές στα αγγλικά, αποδεικνύοντας κυρίως στους γύρω τους πως χειρίζονται άριστα μια τρίτη γλώσσα πέρα από τα γερμανικά και τα γαλλικά.
Στη συνέχεια, οι δυο Γάλλοι αεροπόροι μεταφέρονται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων πολέμου όπου εκεί συναντιούνται με άλλους Γάλλους, Άγγλους και Ρώσους. Στις συζητήσεις τους και στις εκμυστηρεύσεις τους θα γίνει φανερό πως παρόλο που βρίσκονται όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι, η ταξική τους διαφορά εξακολουθεί να υφίσταται. Ο Γάλλος αριστοκράτης επιθυμεί να είναι μόνος, αποφεύγοντας κουβέντες και φιλίες με τους υπόλοιπους συμπατριώτες του ενώ όταν μιλάει με κάποιον του απευθύνεται στον πληθυντικό ώστε να διατηρεί την ταξική απόσταση που τους χωρίζει ως προσωπικότητες. Μέσα σ' αυτόν τον σνομπισμό των αριστοκρατών, βρήκα εκπληκτική τη φράση ενός κρατούμενου που ανήκει στους νεόπλουτους αστούς, ο οποίος τους λέει εριστικά "εσείς κρατάτε τους τίτλους κι εμείς τα χωράφια". Στις συζητήσεις αυτές φανερώνονται κι οι λόγοι που ο καθένας συμμετέχει στον πόλεμο κι εκεί γίνεται κατανοητό πως ο όρος "πατρίδα" δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μάσκα που εξευγενίζει τη σημασία των πολέμων και κρύβει τα οικονομικά συμφέροντα που οδηγούν τους λαούς στα πεδία των μαχών. Παρ' όλα αυτά, ο εθνικός ύμνος γίνεται γι' αυτούς όπλο, όταν κατά τη διάρκεια μιας εξευτελιστικής παράστασης στην οποία οι αιχμάλωτοι ντυμένοι γυναίκες διασκεδάζουν τους Γερμανούς αξιωματικούς, μαθαίνεται πως οι Γάλλοι ανακατέλαβαν το οχυρό Ντουμόντ στη μάχη του Βερντέν. Ο Μαρεσάλ ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και διακόπτει την παράσταση ανακοινώνοντας το χαρμόσυνο γεγονός κι αμέσως όλοι οι Γάλλοι κρατούμενοι τραγουδούν αυθόρμητα την "La Marseillaise" προσφέροντας μια από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Με την επαναστατική του πράξη ο Μαρεσάλ βρίσκεται στην απομόνωση, όπου υποφέρει από την έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά κι από την πείνα. Επιστρέφοντας ξανά στο κελί του, μαθαίνει πως οι συμπατριώτες του σκάβουν μια σήραγγα διαφυγής κι αμέσως μπαίνει στο κόλπο μαζί με τον αριστοκράτη Ντε Μποιλντιέ. Ωστόσο, λίγο πριν ολοκληρωθεί το τούνελ, έρχεται απόφαση να μεταφέρονται όλοι οι κρατούμενοι σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ντε Μποιλντιέ κι ο Μαρεσάλ μετακινούνται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, καταλήγοντας τελικά στο Wintersborn, μια φυλακή ορεινού φρουρίου που την διοικεί ο γνώριμος Γερμανός αριστοκράτη Ριτμαίστερ φον Ραουφενστάιν, ο οποίος επανεμφανίζεται στην ταινία σοβαρά τραυματισμένος από μία μάχη που είχε πάρει μέρος.
Στο Wintersborn, πραγματοποιείται μια δεύτερη επανασύνδεση των δύο αριστοκρατών ενώ στην παρέα των αιχμαλώτων προστίθεται ένας Γαλλοεβραίος ο οποίος μοιράζεται γενναιόδωρα τα δέματα τροφίμων που λαμβάνει. Η φυλετική επιλογή του νέου προσώπου είναι ένα ισχυρό χαστούκι κατά του αντισημιτισμού που φούντωνε εκείνη την περίοδο στη ναζιστική Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Κάτω από τις νέες συνθήκες διαβίωσης και με νέα πρόσωπα στο ευρύχωρο κελί, ο Ντε Μποιλντιέ σκαρφίζεται ένα νέο σχέδιο διαφυγής, όχι για τον ίδιο καθώς χαίρει καλής συμπεριφοράς από τον Γερμανό αριστοκράτη διοικητή, αλλά για τον Μαρεσάλ και τον Ρόζενταλ (τον Γαλλοεβραίο). Παράλληλα αλλάζει η συμπεριφορά του απέναντι στους συμπατριώτες του, απαιτώντας από τον Γερμανό αξιωματικό να φέρεται με τον ίδιο σεβασμό και στους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Μάλιστα σε μια κουβέντα προσπαθεί να του εξηγήσει πως άνθρωποι σαν τον Μαρεσάλ είναι καλοί αξιωματικοί και στρατιώτες που οφείλει ο καθένας να τους σέβεται για να εισπράξει από τον Γερμανό αξιωματικό την περιφρονητική δήλωση πως η άποψή του αυτή είναι ένα ακόμη "κομψό δώρο της Γαλλικής Επανάστασης".
Μετά από ένα ξεσηκωμό των Ρώσων αιχμαλώτων που έλαβαν ένα απαράδεκτο κιβώτιο με εφόδια από τη βασίλισσά τους, μια πράξη που αποδεικνύει ότι οι άρχουσες τάξεις όλων των χωρών δεν νοιάζονται καθόλου για τους στρατιώτες που στέλνουν στο μέτωπο να σφαχτούν, ο Ντε Μποιλντιέ βάζει μπρος το σχέδιο για την απόδραση των δυο συντρόφων του. Ξεκινώντας λοιπόν μια αναταραχή στα κελιά με μουσικά όργανα και κατσαρόλες, τραγουδώντας το γνωστό σε όλους μας "Ήταν ένα μικρό καράβι", η φρουρά του κάστρου συγκεντρώνεται στον προαύλιο χρόνο καλώντας όλους τους αιχμαλώτους να παρουσιαστούν. Στη κλήση ονομάτων που ακολουθεί θα δουν πως ο Ντε Μποιλντιέ λείπει με τον ίδιο να εμφανίζεται μετά από λίγο στα τείχη του φρουρίου, αναγκάζοντας τους Γερμανούς φύλακες να τον κυνηγήσουν. Μέσα στην αναμπουμπούλα που έχει δημιουργηθεί στο φρούριο, ο Μαρεσάλ με τον Ρόζενταλ κρεμιούνται με ένα σκοινί από τις πολεμίστρες και φεύγουν. Κι ενώ οι δυο αιχμάλωτοι χάνονται στο σκοτάδι των γερμανικών δασών, ο Ντε Μποιλντιέ εγκλωβίζεται σε ένα αδιέξοδο των οχυρώσεων. Σ' εκείνη τη κρίσιμη στιγμή, ο Γερμανός αριστοκράτης τον εκλιπαρεί να παραδοθεί, επικαλούμενος την αριστοκρατική καταβολή που έχουν. Όμως ο Ντε Μποιλντιέ αρνείται μ' αποτέλεσμα να δεχτεί μια σφαίρα στο στομάχι από τον ίδιο τον Ραουφενστάιν. Εξαιρετική η σκηνή όπου ο Γάλλος αριστοκράτης κοιτάει το ρολόι του τη στιγμή που δέχεται τη σφαίρα στο στομάχι, σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να καταγράψει στη μνήμη του την ώρα του θανάτου του.
Ζώντας πια τις τελευταίες του στιγμές, ο Ντε Μποιλντιέ θρηνεί την ανούσια χρησιμότητά του στην κοινωνία ως αριστοκράτης. "Για τους άλλους ο θάνατος στον πόλεμο είναι τραγωδία αλλά για μας είναι μια διαφυγή" λέει στον Ραουφενστάιν ο οποίος νιώθει τύψεις που τον πυροβόλησε θανάσιμα. Θεωρώ πως τα λόγια του αυτά είναι ένας λιτός αλλά ουσιώδης επικήδειος στην αριστοκρατία που έσβησε με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Επιλέγοντας την αυτοθυσία αυτή, ο Γάλλος αριστοκράτης καταργεί την απόσταση που διατηρούσε με τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του και πραγματοποιεί το πρώτο βήμα συμφιλίωσης όλων των ανθρώπων που για αιώνες τους χώριζαν οι ταξικές διαφορές. Το κλειστοφοβικό κεφάλαιο της ζωής των αιχμαλώτων του οχυρού κλείνει με το κόψιμο του μοναδικού λουλουδιού που υπάρχει εκεί, ενός γερανιού μέσα σε μια γλάστρα που φρόντιζε ο Γερμανός αξιωματικός. Με την κίνηση αυτή ο Ραουφενστάιν προσπαθεί να αποδείξει πως πλέον δεν αξίζει την ύπαρξη καμίας ομορφιάς στο μέρος που ζει.
Η ιστορία συνεχίζεται με τους δυο δραπέτες, τον Μαρεσάλ και τον Ρόζενταλ οι οποίοι ταξιδεύουν σε όλη τη γερμανική ύπαιθρο, προσπαθώντας να φτάσουν στην Ελβετία. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Ρόζενταλ τραυματίζεται στο πόδι, επιβραδύνοντας τον Μαρεσάλ κάτι που τους φέρνει σε άμεσο κίνδυνο στο να εντοπιστούν από κάποια γερμανική περίπολο. Έτσι βρίσκουν καταφύγιο σε μια αγροικία μιας Γερμανιδας χήρας, της Έλσας, η οποία έχασε τον σύζυγό της στη μάχη του Βέρντεν και τα αδέλφια της, σε μάχες στις οποίες η Γερμανία είχε νικήσει. Η Έλσα αναφέρεται με ειρωνικό ύφος για τις νίκες αυτές καθώς η ίδια δε νιώθει κερδισμένη. Όταν τους ανακαλύπτει στο στάβλο της κι ενώ γνωρίζει πως είναι "εχθροί" ίσως και πιθανοί δολοφόνοι των ανθρώπων της, δέχεται με μεγάλη γενναιοδωρία να τους φιλοξενήσει αλλά και να τους καλύψει όταν περνάει μια γερμανική μονάδα έξω από το σπίτι της.
Κατά τη διάρκεια της διαμονής στους στο σπίτι της Έλσας, ο Μαρεσάλ την ερωτεύεται δημιουργώντας εντός του ένα δίλημμα μεταξύ τους συναισθήματος που φουντώνει μεταξύ τους αλλά και της αίσθησης του καθήκοντος που έχει για την έκβαση του πολέμου. Ο πόνος του αποχωρισμού μετριάζεται όταν ο Μαρεσάλ δίνει την υπόσχεση πως όταν λήξει ο πόλεμος, θα επιστρέψει για να ζήσει μαζί με την Έλσα και την κόρη της. Στην υπόσχεση αυτή βρήκα συνταρακτικό το σημείο που επισημαίνει πως "όταν ο πόλεμος τελειώσει κι εγώ ζω ακόμα θα ρθω να σας βρω".
Φτάνοντας οι δυο πρωταγωνιστές στα γερμανοελβετικά σύνορα, αναρωτιούνται σε ποια χώρα ανήκουν τα βουνά που αντικρίζουν στο βάθος. Εκεί ο Ρόζενταλ ξεστομίζει μια άκρως ουμανιστική κι αντιπολεμική φράση που το άκουσμά της εξακολουθεί να συγκινεί μέχρι σήμερα, "τα σύνορα είναι ανθρώπινο έργο σε αντίθεση με τη φύση που αδιαφορεί γι' αυτά". Τελικώς γίνονται αντιληπτοί από μια γερμανική περίπολο αλλά έχουν πια περάσει τα σύνορα. Οι Γερμανοί σταματούν αμέσως τους πυροβολισμούς θεωρώντας πως αυτό που κάνουν είναι αγγαρεία, κάτι το οποίο φανερώνεται στην τελευταία φράση που λέει ο Γερμανός στρατιώτης ανακουφισμένος στη σκέψη πως δε θα σκοτώσει. Το ίδιο ανακουφισμένες φαίνονται και οι φιγούρες των δυο Γάλλων, οι οποίες μισοβυθισμένες μέσα στο χιόνι βαδίζουν προς ένα μέλλον αβέβαιο. Ένα μέλλον που λίγα χρόνια μετά αποδείχτηκε αρεκτά ζοφερό.
Η ταινία είχε προγραμματιστεί να τελειώνει με μια σκηνή όπου ο Μαρεσάλ κι ο Ροζαντάλ θα έκλειναν ραντεβού την πρώτη παραμονή πρωτοχρονιάς μετά το τέλος του πολέμου στο εστιατόριο του Μαξίμ στο Παρίσι, με τον σκηνοθέτη να δείχνει ως τελευταίο πλάνο δυο άδειες θέσεις. Με την εικόνα αυτή θα επιβεβαιωνόταν η μεγάλη ψευδαίσθηση για την εδραίωση μιας κοινωνικοπολιτικής ισότητας για την οποία αγωνίζεται η ανθρωπότητα τους τελευταίους δυο αιώνες. Όσες μάχες κι αν γίνουν κι όσο αίμα κι αν χυθεί, οι ταξικές διαφορές μεταξύ αστών κι εργατών θα παραμείνουν μεγάλες.
Παράλληλα ο Ζαν Ρενουάρ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον μεγάλο πόλεμο που ερχόταν αλλά κανείς δεν τον έβλεπε. Άκρως ανατριχιαστικός ήταν ο ήχος των μποτών από τους νεαρούς Γερμανούς φαντάρους που έκαναν γυμνάσια μες στο στρατόπεδο. Ένας ήχος που στη πορεία έγινε εφιαλτικά γνώριμος στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σ' αυτήν την αντιπολεμική ατμόσφαιρα μπορώ να προσθέσω και τις μαυροφορεμένες γριούλες που στέκουν έξω από το στρατόπεδο και προσεύχονται για τους νεαρούς στρατιώτες. Πρόσωπα θλιμμένα που έχουν ήδη θρηνήσει νεκρούς από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και προετοιμάζονται σιωπηλά να υποδεχτούν τα νεκρά κορμιά της νέας γενιάς που θα μπει στον πόλεμο.
Ωστόσο το σπάνιο αυτό αριστούργημα του Ρενουάρ πέρα από αντιπολεμικό είναι και μια προσπάθεια να φανεί ο ταξικός διαχωρισμός που υπάρχει στις κοινωνίες. Πως οι άνθρωποι δε χωρίζονται μόνο γεωγραφικά ως έθνη αλλά και ταξικά ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Κατά κάποιον τον τρόπο μέσα από την ταινία διαπιστώνουμε πως οι δυο αριστοκράτες, ο Φον Ραουφενστάιν κι ο Μποελντιέ, παρόλο που ανήκουν σε δύο εχθρικά έθνη, συνειδητοποιούν πως είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν παρά αυτά που τους χωρίζουν. Βασικά συνειδητοποιούν πως ανήκουν σε μια πολυεθνική κοινωνική ομάδα που τους διαχωρίζει ακόμη κι από τους ίδιους τους τους συμπατριώτες.Ο Ζαν Ρενουάρ προσπαθεί να εξηγήσει πως οι εθνικοί διαχωρισμοί στην ουσία είναι φτιαχτοί μόνο και μόνο για να δημιουργούν τις κατάλληλες παρεξηγήσεις μεταξύ των λαών ώστε να οδηγούνται ξανά και ξανά σε συγκρούσεις κι ανελέητες ανθρωποθυσίες.
Η σκηνοθεσία του Ζαν Ρενουάρ είναι λιτή και ρέει τόσο όμορφα που δεν αφήνει καμία υπόνοια κοιλιάς. Ξεχωρίζει αμέσως για το πολύπλοκο σενάριο της, τους προσεγμένους της διαλόγους και το απρόβλεπτο χιούμορ. Επίσης η ταινία στηρίζεται στις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών. Απ' αυτούς ξεχωρίζουν ο Ζαν Γκαμπέν ως ο επαναστατικός Μαρεσάλ που εξυψώνει το γόητρο της εργατικής τάξης, ο σπουδαίος σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου Έριχ Φον Στρόχαϊμ στο ρόλο του Γερμανού αριστοκράτη Φον Ραουφενστάιν, ο Πιέρ Φρεσνάι με το εκλεπτυσμένο του ύφος στο ρόλο του Γάλλου αριστοκράτη αλλά κι ο Ζουλιαν Καρέτ με την απίστευτη ζωντάνια και το μελαγχολικό του χιούμορ ενώ σπαρακτική ήταν η ερμηνεία της Ντίτα Πάρλο η οποία αναγκάστηκε μετά την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας να εγκαταλείψει την ναζιστική Γερμανία. Αυτό όμως που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ακόμη πιο ξεχωριστή είναι που χαρακτηρίζεται με μεγάλη άνεση ως αντιπολεμικό αριστούργημα παρόλο που δεν υπάρχουν πολεμικές δράσεις ενώ οι πυροβολισμοί είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η "Μεγάλη Χίμαιρα" είναι μια βαθύτατα εσωτερική κραυγή που θέτει ένα διαχρονικό ερώτημα, θα καταφέρουμε ποτέ κι αν ναι κάτω από ποιες συνθήκες να γκρεμίσουμε τα δεσμά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε τάξεις, φύλο κι εθνικότητα ώστε να αναπτυχθούν οι πολυπόθητες ανθρώπινες σχέσεις όπου θα κυριαρχεί η ισότητα, η συντροφικότητα κι η αλληλεγγύη; Δυστυχώς η απάντηση δίνεται από τον τίτλο του συγκεκριμένου σπουδαίου ουμανιστικού κι αντιπολεμικού αριστουργήματος.
Βαθμολογία: 10/10