Παρόλο που είμαι λάτρης της ευαίσθητης κι ανθρώπινης φύσης του ιρανικού κινηματογράφου, άργησα πολύ να δω κάποια ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι, κι ας έπεφτα συνεχώς πάνω σε πλάνα της πιο αναγνωρισμένης του ταινίας, του "Close-Up". Η θρυλική σκηνή με τη μοτοσυκλέτα αλλά και τα διθυραμβικά σχόλια που είχα διαβάσει για τα τελευταία λεπτά της ταινίας, μου είχαν προκαλέσει μια εμμονική επιθυμία γι' αυτήν την ταινία, αλλά για έναν αδιευκρίνιστο λόγο την ανέβαλα συνεχώς, σαν να αναζητούσα υποσυνείδητα την κατάλληλη στιγμή για να την δω. Κι όταν ήρθε τελικά η στιγμή αυτή, προτίμησα να ακολουθήσω την ίδια λογική που κάνω και με άλλες διάσημες ταινίες του παρελθόντος. Δε διάβασα την υπόθεση της ταινία, ούτε ανέτρεξα σε παλιότερες κριτικές της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να απολαύσω αυτό το μοναδικό κινηματογραφικό αριστούργημα αλλά να γίνω κομμάτι του ίδιου του έργου και να ζήσω την κάθε του στιγμή σαν να ήμουν παρών στα γεγονότα.
Η ιστορία μιλάει για έναν νεαρό απατεώνα, ο οποίος προσπάθησε να εξαπατήσει μια πλούσια κινηματογραφοφιλική οικογένεια, υποδυόμενος τον διάσημο Ιρανό σκηνοθέτη Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Το γεγονός αυτό, τράβηξε το ενδιαφέρον του Αμπάς Κιαροστάμι, ο οποίος επισκέφθηκε τον νεαρό στη φυλακή ζητώντας του να κινηματογραφήσει τη δίκη που θα ακολουθούσε. Από την πρώτη στιγμή γίνεται αντιληπτή η ευγένεια αλλά και η ταπεινότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο οποίος καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια τόσο της οικογένειας που τον μήνυσε, όσο και των σκηνοθετών Αμπάς Κιαροστάμι που τελικά αποφασίζει να κινηματογραφήσει τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ που δέχεται να πάρει μέρος στην ταινία αυτή, συγκινημένος από την καλοσύνη αλλά και την αγάπη που είχε ο νεαρός κατηγορούμενος για τον κινηματογράφο. Όπως γίνεται κατανοητό, ο άνθρωπος αυτός καταφέρνει να κερδίσει και τις δικές μας καρδιές.
Η ταινία ξεκινάει λίγο μουδιασμένα και μονότονα με το πρώτο πλάνο να είναι μέσα σε ένα ταξί που μεταφέρει ένα δημοσιογράφο και δυο αστυνομικούς. Ακολουθεί η αναμονή μιας σύλληψης κι έπειτα η προσπάθεια του σκηνοθέτη Κιαροστάμι να συλλέξει στοιχεία για το περίεργο αυτό συμβάν. Η μη δομημένη περιγραφή των γεγονότων κουράζει και δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τους λόγους που έχει θεωρηθεί η συγκεκριμένη ταινία ως αριστούργημα της έβδομης τέχνης. Όμως αυτή η αμηχανία κρατάει για λίγο καθώς η συναισθηματική έκρηξη της ιστορίας έρχεται αστραπιαία, καθηλώνοντας ως τους τίτλους τέλους και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Η πρώτη συναισθηματική φόρτιση έρχεται με την επίσκεψη του Κιαροστάμι στις φυλακές για να συναντηθεί με τον Χοσέιν Σαμπζιάν. Ο νεαρός απατεώνας (αν και θεωρώ άδικο τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό γι' αυτόν τον άνθρωπο) αμέσως αναγνωρίζει τον Ιρανό σκηνοθέτη και με μεγάλο ενθουσιασμό δέχεται να κινηματογραφηθεί η δίκη του. Μάλιστα ο ίδιος φτάνει στο σημείο να παροτρύνει τον σκηνοθέτη να ασχοληθεί με το ζήτημά του καθώς θεωρεί πως μ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να ακουστούν τα βάσανά του στους υπόλοιπους ανθρώπους.
Ακολουθεί η δίκη, όπου τα πλάνα της δίνουν την εντύπωση πως είναι γυρισμένα κατά τη διάρκεια της πραγματικής δικαστικής ακρόασης. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται ο Χοσέιν Σαμπζιάν κι από πίσω του είναι μαζεμένη η οικογένεια που πήγε να εξαπατήσει. Αρχικά το κλίμα είναι αρνητικό απέναντί του, κάτι που επιβεβαιώνεται όταν η οικογένεια αρνείται να αποσύρει τη μήνυση. Παρόλα αυτά, το βλέμμα αλλά κι η χροιά της φωνής του Χοσέιν φανερώνουν μια απίστευτη ψυχική ηρεμία. Ο ίδιος έχοντας αναγνωρίσει το παράπτωμά του, προσπαθεί απλώς να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν στην πράξη αυτή. Παράλληλα με τις περιγραφές τόσο των κατήγορων όσο και του κατηγορουμένου, προβάλλονται διάφορα πλάνα που μας παρουσιάζουν τα γεγονότα, όπου στις σκηνές συμμετέχουν τα πραγματικά πρόσωπα του συμβάντος. Μ' αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο, ο Αμπάς Κιαροστάμι, βοηθάει στη συμπλήρωση του παζλ της ιστορίας.
Τα λόγια του Χοσέιν Σαμπζιάν μαρτυρούν μια ευαίσθητη ψυχή ενός ταπεινού ανθρώπου που σε μια ανύποπτη στιγμή ένιωσε σημαντικός και πως έχει κάποια αξία. Ο ίδιος δεν είχε σκοπό να κλέψει ούτε να ασκήσει βία. Ζώντας όμως σε μια κατάσταση ανέχειας, κατάφερε να νιώσει ανθρώπινα όταν για μια στιγμή υποδύθηκε κάποιον άλλον. Κατά κάποιον τρόπο αυτό που επιθυμούσε ήταν η αναγνωρισιμότητα αλλά κι η αξιοπρέπεια που έχουν οι άνθρωποι των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και πρόσωπα καταξιωμένα. Η όμορφη συμπεριφορά της πλούσιας οικογένειας προς το πρόσωπό του ήταν γι' αυτόν εθιστική, κάτι που τον απέτρεπε να τους αποκαλύψει την αλήθεια ενώ παράλληλα δεν αρνήθηκε το ενδεχόμενο πως ίσως να υποδυόταν ξανά τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη και σε άλλους ανθρώπους. Ο Χοσέιν Σαμπζιάν αναγνωρίζει την αδυναμία του αυτή. Γι' αυτό κι ο λόγος του στο δικαστήριο δεν είναι μελοδραματικός. Ούτε ζητάει τη λύπηση κανενός.
Αντιθέτως, με τα λόγια του αυτά προσπαθεί να μας περάσει την εικόνα ενός αθέατου κόσμου, ο οποίος αποτελείται από μεροκαματιάρηδες, άνεργους, φτωχούς αλλά κι ανθρώπους αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων που δυσκολεύονται να αναδειχθούν και να ακουστούν. Όμως μέσα σ' αυτόν τον αθέατο κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπιά, η ευγένεια, η καλοσύνη και η ταπεινότητα. Στοιχεία που έχουν εξαφανιστεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ στις μέρες μας έχουν εκλείψει κι από τον δυτικό κόσμο ανεξαρτήτου κοινωνικής κι οικονομικής κατάστασης. Πρωταγωνιστής σ' όλη την ιστορία είναι η ζεστή φωνή του και το ειλικρινές του βλέμμα που μας καθηλώνουν ως το τέλος της ταινίας. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο είναι συγκινητική κι ο τρόπος που μιλάει για την τέχνη αυτή, δείχνει πως στο εδώλιο κάθεται ένας άνθρωπος με πλούσιο ψυχικό κόσμο, για τον οποίον ποτέ δε δόθηκε η ανάλογη προσοχή αλλά κι η δυνατότητα να αξιοποιηθεί. Κι αν δε συνέβαινε το γεγονός αυτό, ίσως να μη μαθαινόταν ποτέ.
Χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ο Χοσέιν Σαμπζιάν θα κερδίσει την εκτίμηση και τη συμπάθεια της οικογένειας που πήγε να εξαπατήσει, οι οποίοι λίγο πριν την ολοκλήρωση της δίκης θα αποσύρουν τη μήνυση που του 'χουν κάνει. Όμως το παράπτωμα του πρέπει να τιμωρηθεί, κάτι το οποίο γίνεται με μειωμένη ποινή. Η όλη υπόθεση μας φέρνει όλους σε ένα δίλημμα καθώς από την μια καταδικάζουμε την απατεωνιά του αλλά από την άλλη ακούγοντας τους πραγματικούς σκοπούς του κατηγορουμένου για την πράξη του αυτή, αναγνωρίζουμε την σπανιότητα του χαρακτήρα του, την ευγένειά του και το ήθος του. Μεμιάς γινόμαστε εμείς ένοχοι απέναντι του, καθώς εκείνος αντιπροσωπεύει έναν κόσμο που χρόνια τώρα απαξιούμε να ασχοληθούμε μαζί του.
Τα τελευταία λεπτά της ταινίας ξεπερνούν τα καθορισμένα όρια της κινηματογραφικής τέχνης καθώς φτάνουν στο σημείο να αποτυπώσουν ως έργο τέχνης ένα κομμάτι της πραγματικότητας, σπάραζοντας περαιτέρω την ήδη φορτισμένη συναισθηματική μας κατάσταση. Η κορύφωση έρχεται όταν ο συγκινημένος με την ιστορία του Χοσέιν Σαμπζιάν σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, συναντά τον νεαρό την μέρα της αποφυλάκισής του. Αναγνωρίζοντας ο Χοσέιν Σαμπζιάν το κινηματογραφικό του ίνδαλμα, και νιώθοντας τύψεις που χρησιμοποίησε το όνομά του για να εξαπατήσει μια οικογένεια, ξεσπάει σε αναφιλητά. Μεμιάς η σκηνή αυτή αποκτά μια πανανθρώπινη αξία που δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί γραπτώς. Το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι πως ως θεατές γινόμαστε μάρτυρες ενός θαύματος που μόνο η αυθεντική τέχνη μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ συγχωρεί τον νεαρό, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εξιλεωθεί για το παράπτωμά του.
Ακολουθεί η θρυλική σκηνή με τα δυο αυτά πρόσωπα πάνω στη μοτοσυκλέτα. Ο ενθουσιασμός του Χοσέιν Σαμπζιάν δε μπορεί να κρυφτεί, παρά το χαλασμένο μικρόφωνο που δεν επέτρεψε να καταγραφούν αυτά που λέει στο σκηνοθέτη κουνώντας με πάθος το χέρι του στον αέρα. Μ' αυτόν τον τόσο όμορφο κι ανθρώπινο τρόπο, πραγματοποιείται κι ένα όνειρό του που είχε εκμυστηρευτεί σε ένα από τα παιδιά της πλούσιας οικογένειας όταν υποδυόταν ακόμα πως είναι ο διάσημος σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Αυτό το μαθαίνουμε κατά τη διάρκεια της δίκης όπου ένας από τους γιούς της οικογένειας δηλώνει πως ο Χοσέιν Σαμπζιάν, του είχε πει πως ήθελε να γυρίσει μια ταινία όπου εκείνος ως σκηνοθέτης συνομιλεί με τον πρωταγωνιστή πάνω σε ένα μηχανάκι που περιφέρεται μες στην πόλη.
Το "Κοντινό Πλάνο" είναι ένα μοναδικό κινηματογραφικό θαύμα καθώς καταφέρνει να δέσει το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, χρησιμοποιώντας τα ίδια πρόσωπα που συμμετείχαν στο γεγονός αυτό. Είναι μια πράξη καλοσύνης κι ανθρωπιάς καθώς υλοποιεί το όνειρο μιας ρομαντικής ψυχής που δεν έπαψε να ονειρεύεται κάτω από τα ασφυκτικά βάρη της ανέχειας και της φτώχιας. Είναι ένα πάντρεμα της πραγματικής ζωής με την τέχνη. Ή για να το θέσω καλύτερα, είναι μια σπάνια στιγμή όπου η πραγματική ζωή μετατρέπεται σε έργο τέχνης.
Βαθμολογία: 9/10