του Κρίτων Ηλιόπουλου
Τα φρικτά βασανιστήρια, οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις επισκίασαν ευλόγως άλλες πλευρές της δικτατορίας στη Χιλή. Ελάχιστα είναι γνωστά για την ιδεολογική πλευρά της, την κουλτούρα, τις τέχνες της εποχής και την κληρονομιά της. 40 χρόνια μετά το πραξικόπημα και περίπου 25 μετά την αρχή μιας αργής και αναιμικής μεταπολίτευσης, διεθνώς είναι περισσότερο γνωστή η κουλτούρα της αντίστασης. Η Ιστορία κατέγραψε τις μορφές της λογοτεχνίας και της μουσικής που έφτασαν στο απόγειό τους το 1973, την τριετία της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας, με ηγέτη τον γιατρό Σαλβαδόρ Αλιέντε. Κανείς δεν θυμάται την κουλτούρα της δικτατορίας, τους συγγραφείς που υποστήριξαν τους στρατιωτικούς, τους τραγουδιστές παραδοσιακών και ελαφρών τραγουδιών στα Φεστιβάλ της χούντας. Στην ίδια τη Χιλή τα πράγματα μάλλον δεν είναι τόσο απλά. Εκεί η λήθη είναι υποσυνείδητη αλλά και συνειδητή, η διαμάχη για την ερμηνεία των γεγονότων ζωντανή και έντονη. Οι ένοχοι εγκλημάτων είναι επίσης ζωντανοί, όπως υπάρχουν και επιζώντες από την «κάθαρση» που διέπραξε η χούντα. Πριν 4-5 χρόνια ήταν σχεδόν απαγορευμένοι οι όροι «δικτατορία», «στρατιωτικό καθεστώς» και «στρατιωτικό πραξικόπημα» στα επίσημα μέσα ενημέρωσης, τα σχολικά βιβλία και κάθε κείμενο, αν δεν ήθελε να χαρακτηριστεί «εξτρεμιστικό». Ο χιλιανός συγγραφέας Ραμόν Δίας μου περιέγραψε πρόσφατα ότι πολλοί καθηγητές σε ιδιωτικά και θρησκευτικά σχολεία αποφεύγουν συστηματικά αναφορές σε «επίμαχα» ζητήματα, από τον φόβο είτε των διευθυντών είτε των γονιών. Κυριαρχούν οι περιφράσεις και οι ευφημισμοί, λόγου χάρη «τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου».
Ποια η σχέση της δικτατορίας του Πινοτσέτ με την ιδεολογία, τη σκέψη και τις καλές τέχνες; Καμία, θα απαντούσαμε. Ο όρος «apagón cultural» (πολιτιστικό μπλακ-άουτ ή απόλυτο σκοτάδι), αναφέρεται στο «κατέβασμα του διακόπτη» στην κουλτούρα μετά την 11η Σεπτέμβρη του 1973. Στους δρόμους στρατιώτες έκαιγαν τα απαγορευμένα βιβλία, σφράγιζαν βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους, όπως τον Quimantú. Η λογοκρισία ήταν αμείλικτη. Όσοι δημιουργοί πρόλαβαν έφυγαν από τη χώρα, πολλοί δολοφονήθηκαν, άλλοι έμειναν χρόνια φυλακή. Στη χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος έφευγε μετανάστης. Ο Αντόνιο Σκάρμετα, συγγραφέας του Ταχυδρόμου του Νερούδα, όταν τον ρώτησαν στη Γερμανία εάν στη Χιλή μπορούσε κάποιος να γράφει ελεύθερα απάντησε κάπως έτσι: «Φυσικά μπορείς. Επίσης, μπορείς να βρεθείς νεκρός την επόμενη μέρα». Η καταγγελία της δικτατορίας από την παγκόσμια διανόηση ήταν συντριπτική, όπως μαρτυρούν αμέτρητα έργα τέχνης. Η ταινία Βρέχει στο Σαντιάγο (1975) ήταν η πρώτη από πολλές, με συμμετοχή σπουδαίων όπως ο Άστορ Πιατσόλα, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και η Ανί Ζιραρντό. Αργότερα, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες θα γράψει την απίστευτη περιπέτεια του Μιγκέλ Λιτίν, του χιλιανού σκηνοθέτη με πατέρα Παλαιστίνιο και μητέρα την Ελληνίδα Κουκουμίδη, ο οποίος καταδιωκόμενος μπήκε παράνομα στη Χιλή και γύριζε ταινίες. Στη βαθιά παρανομία τυπώνονταν και κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι βιβλία που γράφονταν στο εξωτερικό, αλλά και μικρά έντυπα με ποιήματα και πεζά νεαρών που αντιστέκονταν στο καθεστώς.
Όμως η δικτατορία έτρεφε μια δική της κουλτούρα· υπήρξαν διανοούμενοι και καλλιτέχνες που τη στήριξαν και στους οποίους στηρίχτηκε. Ο εθνικισμός ήταν ο βασικός ιδεολογικός πυλώνας. Τα εγκλήματα δικαιολογούνταν στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, της πατρίδας και της οικογένειας. Ο αντίπαλος ήταν ο μαρξισμός. Έλεγε ο Χάιμε Γκουσμάν, βασικός διανοούμενος της χούντας: «Εφόσον εμείς είμαστε ανθρωπιστές και ο μαρξισμός είναι αντι-ανθρωπιστικός, διότι αρνείται τα ίδια τα θεμέλια της πνευματικής αξιοπρέπειας του ανθρώπου· εφόσον είμαστε εθνικιστές και ο μαρξισμός είναι αντι-εθνικιστικός, διότι αρνείται την αξία της πατρίδας γενικά και αντιτίθεται στην ουσία της εθνικής μας παράδοσης πιο ειδικά· εφόσον, τελικά, εμείς υιοθετούμε τις χριστιανικές αξίες που έχουν σφυρηλατήσει τον δυτικό πολιτισμό και ο μαρξισμός είναι αντι-χριστιανικός, διότι θεωρεί τη θρησκεία «όπιο των λαών» και φιλοδοξεί να καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλια κάθε αυθεντικής ηθικής, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οφείλουμε να είμαστε και να δηλώνουμε αντιμαρξιστές».
Πρόσφατα, με αφορμή το βιβλίο ενός χιλιανού δημοσιογράφου, έγινε γνωστή η βιβλιοθήκη του Πινοτσέτ που περιλάμβανε 55.000 τίτλους τεράστιας αξίας. Όπως τεκμηριώνει ο δημοσιογράφος, ο Πινοτσέτ είχε σοβαρά διανοητικά μειονεκτήματα, ενώ ποθούσε διακαώς να εμφανίζεται ως «διανοούμενος» και πλήρωνε αδρά γι’ αυτό (με κρατικά κονδύλια, φυσικά). Ήταν όμως μανιώδης συλλέκτης βιβλίων, ιδίως για τον Ναπολέοντα. Επίσης είχε μεγάλη συλλογή προτομών του Ναπολέοντα· εκτιμάται ότι τα βιβλία και οι προτομές έχουν αξία περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια. Παρότι «ο Γέρος ΔΕΝ διάβαζε ιστορίες αγάπης», όπως έχει ειπωθεί κατά παράφραση του τίτλου ενός διάσημου μυθιστορήματος του Σεπούλβεδα, βρέθηκαν λογοτέχνες και διανοούμενοι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τις «αξίες της εθνικής παράδοσης» και του χριστιανισμού. Η πιο σημαντική επιτυχία του καθεστώτος ήταν η επίσκεψη του Μπόρχες για να ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Σαντιάγο.
Ο Μπόρχες και ο «εξαιρετικός άνθρωπος».
Στις 21 Σεπτέμβρη 1976 πράκτορες της χούντας δολοφονούν στην Ουάσινγκτον τον υπουργό της κυβέρνησης Αλιέντε Ορλάντο Λετελιέ. Την ίδια μέρα ο Μπόρχες φτάνει στο Σαντιάγο. Σε μια ομιλία, για την οποία αργότερα μάλλον θα μετανιώσει, εγκωμιάζει το «Ξίφος» κατά της «Αναρχίας»: «[…] Ετούτη την εποχή της αναρχίας ξέρω ότι εδώ, ανάμεσα στην οροσειρά και τη θάλασσα, υπάρχει μια ισχυρή πατρίδα. Ο Λουγκόνες κήρυττε την ισχυρή πατρίδα όταν μιλούσε για την ώρα του ξίφους. Εγώ δηλώνω ότι προτιμώ το ξίφος, το καθαρό ξίφος, από τον λαθραίο δυναμίτη. Και το λέω γνωρίζοντας πολύ καλά, με ακρίβεια, τι λέω. Τώρα η δική μου χώρα αναδύεται από το βάλτο, νομίζω, ευτυχισμένη […]. Κι εδώ βγήκατε από αυτό το βάλτο. Η Χιλή […] είναι ταυτόχρονα μια μεγάλη πατρίδα και ένα δοξασμένο ξίφος». Ο στρατηγός Πινοτσέτ παρασημοφόρησε Μπόρχες με Μεγαλόσταυρο και ο Μπόρχες, στο τέλος της ιδιαίτερης συνάντησής τους, δήλωσε ότι ο στρατηγός ήταν «εξαιρετικός άνθρωπος».
Η τελευταία νύχτα στη Χιλή.
Όταν ο Πινοτσέτ κρατούνταν στο Λονδίνο για να δικαστεί, δύο χιλιανοί λογοτέχνες, ο Χόρχε Έντουαρτνς από το εσωτερικό και ο Λουίς Σεπούλβεδα από την εξορία, συγκρούστηκαν δημοσίως για το αν πρέπει να υπάρξει λήθη για την εθνική συμφιλίωση ή αποκάλυψη των εγκληματιών και των εγκλημάτων της δικτατορίας Τα κείμενά τους εκφράζουν τις δύο αντικρουόμενες τάσεις στη χιλιάνικη κοινωνία. Ενώ επικρατεί η πολιτική της εξουσίας για λήθη, η οποία ουσιαστικά συνεχίζει με άλλο τρόπο την κουλτούρα του πινοτσετισμού, με την πιο ευρεία έννοια, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νεολαίας ανακαλύπτουν τους συνεργάτες της χούντας και τους καταγγέλλουν, σε μια πρακτική που αποκαλείται «φούνα» (γιουχάισμα σε ελεύθερη απόδοση).
Στη σχεδόν ανύπαρκτη βιβλιογραφία για τη λογοτεχνία και τη διανόηση που στήριξε και στηρίχτηκε στη χούντα, ξεχωρίζει η «απόκρυφη» μυθιστορία του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο οποίος σε πολλά μυθιστορήματά του μιλάει για το φαινόμενο. Πιο χαρακτηριστική είναι η ιστορία του ιερέα Ουρούτια, στην Τελευταία νύχτα στη Χιλή, που διδάσκει μαρξισμό στον δικτάτορα στο λογοτεχνικό σαλόνι μιας κυρίας της αριστοκρατίας, ενώ στο υπόγειο ο σύζυγός της βασανίζει αριστερούς. Ο Ουρούτια «μοιάζει» καταπληκτικά με ένα διάσημο κριτικό λογοτεχνίας στη φιλοχουντική εφημερίδα Μερκούριο, μέλος του διαβόητου Opus Dei. Οι γνώστες επίσης αναγνωρίζουν τον βασανιστή του υπογείου και την κυρία της αριστοκρατίας, «αντίγραφα» του Μάικλ Τόουνλεϊ (πράκτορα που ομολόγησε τη συμμετοχή του σε βασανιστήρια και δολοφονίες) και της χιλιανής συζύγου του.
Στο 2666, ο Μπολάνιο γίνεται χείμαρρος εναντίον της «πρόζας του Πινοτσέτ», περιγράφοντας το φανταστικό βιβλίο ενός φανταστικού συγγραφέα Λόνκο Κιλαπάν: «Όλα πλαστά. Όλα ανύπαρκτα. Ο Κιλαπάν, […] κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένα nom de plume του Πινοτσέτ, να βγήκε από τις μεγάλες αϋπνίες του Πινοτσέτ ή από τα καρπερά του ξημερώματα, όταν ξυπνούσε στις έξι το πρωί ή στις πεντέμισι κι αφού έκανε μπάνιο και λίγη γυμναστική κλεινόταν στη βιβλιοθήκη του να ρίξει μια ματιά στη διεθνή κατακραυγή, να συλλογιστεί την κακή φήμη της Χιλής στο εξωτερικό. Όμως δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες. Η πρόζα του Κιλαπάν, αναμφιβόλως, θα μπορούσε να είναι του Πινοτσέτ. […]. Στη γραφή του Λόνκο Κιλαπάν όχι μόνο χωρούσαν όλα τα στιλ της Χιλής αλλά επίσης όλες οι πολιτικές τάσεις, από τους συντηρητικούς ως τους κομμουνιστές, από τους νέους φιλελεύθερους ως τους παλιούς επιζήσαντες του MIR. Ο Κιλαπάν ήταν η πολυτέλεια της ισπανικής γλώσσας που μιλιόταν και γραφόταν στη Χιλή, στη φρασεολογία του δεν εμφανιζόταν μονάχα η περγαμηνώδης μύτη του κληρικού Μολίνα, αλλά οι σφαγές του Πατρίσιο Λυντς, τα ατέλειωτα ναυάγια του Εσμεράλδα, η έρημος της Ατακάμα και οι αγελάδες που βόσκουν, οι υποτροφίες Γκουγκενχάιμ, οι σοσιαλιστές πολιτικοί που εγκωμιάζουν την οικονομική πολιτική της στρατιωτικής δικτατορίας, οι γωνιές όπου πουλούσαν τηγανίτες σοπαιπίγιας, το αναψυκτικό μότε κον ουεσίγιος, το φάντασμα του τείχους του Βερολίνου που κυμάτιζε πάνω στις ακίνητες κόκκινες σημαίες, οι οικογενειακοί ξυλοδαρμοί, οι πουτάνες με την καλή καρδιά, τα φτηνά σπίτια, όλα αυτά που στη Χιλή το έλεγαν μνησικακία και ο Αμαλφιτάνο το έλεγε τρέλα».
Ο Κρίτων Ηλιόπουλος είναι μεταφραστής από τα πορτογαλικά και τα ισπανικά.