Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας δάσκαλος ήθους


«Αν δεν ακούσω την εκτίμηση του Δεσπίνη για την «καταγωγή» και τη στιλιστική απόδοση των Καρυατίδων της Αμφίπολης, δεν μπορώ να πω τίποτα. Η ανασκαφική ομάδα της Αμφίπολης οφείλει να πάρει τη δική του γνώμη πριν τις χρονολογήσει», μας έλεγε προ ημερών γνωστή αρχαιολόγος. Δεν θα ήταν βέβαια η πρώτη φορά που θα κατέφευγαν στον κορυφαίο διεθνώς μελετητή της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής για μια έγκυρη άποψη.
Δεν θα τον έβρισκαν όμως όπως συνήθως στο τηλέφωνο, γιατί ο Γιώργος Δεσπίνης έφυγε αθόρυβα όπως ακριβώς έζησε, το Σάββατο το μεσημέρι, στα 78 του χρόνια. Η λέξη «απώλεια» στην περίπτωσή του έχει μεγάλο βάθος και περιεχόμενο, γιατί ήταν μοναδικός στη χρονολόγηση αρχαίων γλυπτών, στην αναγνώριση της ταυτότητας του καλλιτέχνη που τα έπλασε, όπως και στην ταύτιση θραυσμάτων τα οποία μπορούσαν να είναι το ένα εδώ και το άλλο στην άλλη άκρη του κόσμου. 
Νέστορας της Αρχαιολογίας, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ένας βραχύσωμος άνθρωπος με προσωπικότητα γίγαντα, ένας σπάνιος καλοσυνάτος δάσκαλος, πρόθυμος να βοηθήσει τους φοιτητές και να κατευθύνει τους νέους επιστήμονες, δυστυχώς δεν υπάρχει πια.
Γεννήθηκε το 1936 στην Τήνο, σπούδασε στην Αθήνα και σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Πριν από την εκλογή του ως καθηγητή στο ΑΠΘ εργάστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου μελέτησε τα μυστικά της κλασικής τέχνης. Ετσι, κατέστη ο πλέον ειδικός στην αρχαία ελληνική πλαστική και αρχιτεκτονική των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.

Κυκλαδίτικη αύρα

«Εγώ μίαν ηράσθην, την Αρχαιολογίαν» έλεγε στα νιάτα του στον Άγγελο Δεληβορριά «με το πονηρό και παιχνιδιάρικο χιούμορ του, πολύ πριν συναντήσει την Κατερίνα (σ.σ. σύζυγό του)». «Την ηράσθη με έναν τρόπο ιδιόμορφο, εντελώς δικό του. Παθιασμένα, θα έλεγα, και σωματικά...» σημείωνε ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη στον τιμητικό τόμο που εξέδωσε (το Μουσείο) για τον Γιώργο Δεσπίνη το 2010, επισημαίνοντας πως η πέτρα είχε γι' αυτόν ψυχή. Τον ενδιέφερε «η ποιότητα του μαρμάρου και η τεχνική της επεξεργασίας του, η πνοή της πέτρας, η άρθρωση και η μουσικότητα της φωνής της, το πώς ακούγεται ο λόγος της και τι μπορεί να φθάσει στα αυτιά μας από το εννοιολογικό του οπλοστάσιο». Έτσι εξηγείται, σύμφωνα με τον κ. Δεληβορριά «και ο αδελφικός δεσμός του με τον Στέλιο Τριάντη, έναν σπουδαίο γλύπτη, για τον οποίο τα αρχαία μάρμαρα ήταν ανθρώπινες ψυχές».
Ήταν βέβαια από το νησί των μαρμαράδων. «Εκεί διδάχθηκε σαν μητρική του γλώσσα τη γλώσσα της γλυπτικής με όλα τα ιδιώματα της εκφοράς του λεξιλογίου της και την ευφρόσυνη μελωδικότητα της κυκλαδίτικης αύρας».
«Όταν μιλάς για τον Δεσπίνη, ο αυτόματος συνειρμός είναι η κλασική γλυπτική, ο Αγοράκριτος, ο Παρθενώνας, η ικέτιδα Barberini» αναφέρει η καλή φίλη και συνάδελφός του Ισμήνη Τριάντη. «Τον απασχόλησαν Κούροι και Κόρες, επιτύμβιες στήλες και άλλα μεμονωμένα γλυπτά, καθώς και σύνολα γλυπτών, όπως το σύνολο των αρχαϊκών γλυπτών Ελευσίνας». Ανάμεσα στα έργα που μελέτησε είναι και το δυτικό αέτωμα του αρχαίου ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, η γνωστή σύνθεση με τον ταύρο που κατασπαράσσεται από λιοντάρι. Το αέτωμα ήταν σε κομμάτια στην αποθήκη του Μουσείου της Ακρόπολης. Ένα θραύσμα από το σκέλος του ταύρου που συγκολλήθηκε έδωσε την κίνηση του ταύρου που ουδείς είχε ώς τότε αντιληφθεί. Βλέποντας ένα μικρό γυμνό ανδρικό ιθυφαλλικό κορμό στο Εθνικό Μουσείο αναγνωρίζει ότι πρόκειται για αετωματική μορφή από το Θέατρο Διονύσου. Στο ίδιο αέτωμα αποδίδει και άλλη μορφή από την αποθήκη της βιβλιοθήκης Αδριανού. Και οι ταυτίσεις του δεν έχουν τέλος.
Κορυφαία επιστημονική συμβολή του, σύμφωνα με τον Αλ. Μάντη, ήταν η ανασύσταση του λατρευτικού αγάλματος της Νέμεσης, που ήταν στο ιερό της θεάς στον Ραμνούντα. Τότε, όντας σε ηλικία μόλις 34 ετών, «φώτισε τη σκοτεινή ώς τότε μορφή του καλλιτέχνη του, του αγαπημένου μαθητή του Φειδία Αγοράκριτου, αφήνοντας κυριολεκτικά άφωνη την ελληνική και διεθνή αρχαιολογική κοινότητα». Από το άγαλμα ήταν γνωστό ώς τότε μόνο ένα τμήμα από την κεφαλή της θεάς στο Βρετανικό Μουσείο. Σπαράγματα του κορμού ήταν ξεχασμένα στο Εθνικό Μουσείο και στην αποθήκη του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντα.
Σπουδαία υπήρξε και η ταύτιση μιας κολοσσικής κεφαλής αγάλματος από το Εθνικό Μουσείο με το λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, που βρισκόταν στο ομώνυμο ιερό κάτω από την Ακρόπολη. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι πως πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα έργα του Πραξιτέλη (εκτίθεται στο νέο Μουσείο Ακρόπολης), αν δεν είναι το μοναδικό αυθεντικό έργο του μεγάλου γλύπτη της αρχαιότητας. Όσα έργα αποδίδονται στον Πραξιτέλη σήμερα, είτε αποτελούν ρωμαϊκά αντίγραφα, ή είναι έργα του εργαστηρίου του.
Τέλος, πρόσφερε πολλά για τον επαναπατρισμό κλεμμένων έργων της αρχαιότητας. Θυμίζουμε ότι αναγνώρισε τη συνάφεια που είχαν μεταξύ τους ένα τμήμα επιτύμβιας στήλης του 4ου αιώνα π.Χ. από το Πόρτο Ράφτη (Μουσείο Βραυρώνας) με ένα άλλο τμήμα της ίδιας στήλης που είχε στη νεοϋορκέζικη συλλογή της η Σέλμπι Γουάιτ. Με τη συνταύτισή τους επετεύχθη ο επαναπατρισμός του αρχαίου και η απόδοσή του στο Μουσείο Βραυρώνας.
Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Γιώργου Δεσπίνη –με ένα πλήθος άρθρων σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά– συγκαταλέγονται, εκτός από τη διδακτορική του διατριβή Συμβολή στη μελέτη του έργου του Αγορακρίτου (1971), και ορισμένες μονογραφίες ιδιαίτερα σημαντικές στην αρχαιολογική επιστήμη, όπως τα Ακρόλιθα (1975) και τα Παρθενώνεια (1982). Τεράστια υπήρξε η συμβολή του ως συνεπιμελητή του Καταλόγου της έκθεσης Πραξιτέλης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (2007), της τρίτομης έκδοσης του Καταλόγου των Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του πρώτου τόμου του Καταλόγου των Αρχαϊκών Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (2014), τον οποίον πρόλαβε να δει τυπωμένο έναν περίπου μήνα πριν «φύγει» από τη ζωή. Καίρια ήταν η συμμετοχή του στις εκδόσεις-αφιερώματα του Μουσείου Μπενάκη: Αρχαία ελληνική γλυπτική στη μνήμη του φίλου και συνοδοιπόρου του γλύπτη Στέλιου Τριάντη (2002), Επιτύμβιον στη μνήμη του Γερμανού αρχαιολόγου Gerhard Neumann (2003) και Έπαινος αφιέρωμα στη συμβολή του φίλου του Ιταλού αρχαιολόγου Luigi Beschi στην αρχαιολογική επιστήμη (2011). Από τα τελευταία βιβλία–μονογραφίες του Γιώργου Δεσπίνη είναι τα Μεγαρικά (2010), το Άρτεμις Βραυρωνία (2010) και το Μικρές Μελέτες για Ανάγλυφα (2013), στο οποίο προχωρά σε συγκολλήσεις και συσχετισμούς θραυσμάτων αναγλύφων, πολλά από τα οποία προέρχονται από την ανασκαφή του Ασκληπιείου στη νότια πλευρά της Ακρόπολης.
Υπήρξε δάσκαλος πολλών αρχαιολόγων της νεότερης γενιάς αλλά κυρίως δάσκαλος ήθους για όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί του.

Πηγή: Ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου