Το περιοδικό «American Photo» ήταν το πρώτο που δέχτηκε να δημοσιεύσει αυτή την εικόνα στις ΗΠΑ
Πότε δικαιούμαστε να εκθέτουμε την εικόνα ενός νεκρού; Υπάρχουν όρια στην απεικόνιση της φρίκης και, αν ναι, ποιος θα αποφασίσει ποια είναι αυτά;
❝Δουλειά του δημοσιογράφου είναι να γίνεται μάρτυρας της Ιστορίας❞
Ρόμπερτ Φισκ
Φθινόπωρο του 2003. Σε μια εγκαταλειμμένη βάση του βρετανικού στρατού (εκεί όπου κάποτε εκπαιδεύονταν μέλη των ομάδων ανορθόδοξου πολέμου για αποστολές στη Βόρεια Ιρλανδία), ένας εκπαιδευτής μάς δείχνει σε βίντεο φρικιαστικές εικόνες με ξεκοιλιασμένα πτώματα στρατιωτών και αμάχων.
Ηταν ένα από τα πολλά σεμινάρια πολεμικών ανταποκριτών που παρακολουθήσαμε μαζί με συναδέλφους του BBC. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι ορισμένες από τις εικόνες, που στόχο είχαν να δοκιμάσουν τις αντοχές μας στη θέα διαμελισμένων πτωμάτων, προέρχονταν από την ταινία «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν».
Θυμήθηκα το περιστατικό μερικά χρόνια αργότερα, ακούγοντας τον βετεράνο πολεμικό ανταποκριτή Ρόμπερτ Φισκ να αναρωτιέται γιατί οι κοινωνίες της Δύσης επιτρέπουν να βλέπουμε ξεκοιλιασμένα πτώματα σε σκηνοθετημένες παραγωγές του Χόλιγουντ, αλλά φροντίζουν να μη φτάνουν σε εμάς πανομοιότυπες εικόνες από τα αληθινά πεδία των μαχών.
Η απάντηση που έδινε ο ίδιος θα μπορούσε να τερματίσει οριστικά κάθε συζήτηση για το δικαίωμα (ή την υποχρέωση) των μέσων ενημέρωσης να παρουσιάζουν φρικτές εικόνες καταστροφών: «Αν σας δείχναμε αυτά που πραγματικά βλέπουμε στις μάχες, δεν θα υπήρχε κανένας άνθρωπος που θα δεχόταν να ξαναγίνει πόλεμος – ποτέ και για καμία αιτία».
Μία από τις συνήθεις απαντήσεις που δίνονται σε αυτό το επιχείρημα στηρίζεται στη θεωρία του compassion fatigue (κόπωση συμπόνοιας), στο γεγονός δηλαδή ότι η συνεχής προβολή εικόνων φρίκης προκαλεί ένας είδος «ανοσίας» στον θεατή, ο οποίος αρxίζει να αντιμετωπίζει τη δυστυχία του άλλου σαν φυσιολογική κατάσταση.
Προκειμένου να ξεπεράσουν αυτή την κόπωση, αναφέρει η θεωρία, τα μέσα ενημέρωσης (ή ακόμη και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις) αυξάνουν συνεχώς τη σκληρότητα της προβαλλόμενης εικόνας καταλήγοντας σε ένα είδος «πορνογραφίας του πόνου».
Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα, επέμενε ο Ρόμπερτ Φισκ, υποστηρίζοντας πως το πτώμα ενός βρέφους ή μιας μητέρας παραμένει εξίσου φρικιαστικό όσες φορές και αν το δεις.
Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιείται κατά κόρον το τελευταίο διάστημα είναι ότι η εικόνα ενός πτώματος, ακόμη και αν αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, προσβάλλει τη μνήμη του νεκρού. Εδώ ο παραλογισμός μπαίνει αθόρυβα από το παράθυρο: Οι κοινωνίες που δεν σεβάστηκαν τη ζωή αυτών των ανθρώπων και τους μετέτρεψαν σε διαμελισμένα πτώματα εισβάλλοντας στις χώρες τους ή απαγορεύοντάς τους να ξεφύγουν από τον θάνατο ως πρόσφυγες μάς ζητούν να τους σεβαστούμε μόνο όταν είναι νεκροί. Πρόκειται ίσως για την πιο χυδαία μορφή μιας πολιτικά ορθής νεκροφιλίας.
Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση της εικόνας του θύματος εξαρτάται πολύ συχνότερα από πολιτικούς και λιγότερο από ανθρωπιστικούς παράγοντες. Οι κοινωνίες, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν κρύβουν τα θύματα αλλά αποφασίζουν μέσω διαφόρων μηχανισμών ποια θύματα θα προβάλλουν. Η εικονογραφία, λόγου χάριν, του Χριστού να αιμορραγεί με τα χέρια καρφωμένα στον σταυρό εισέρχεται χωρίς αντιστάσεις ακόμη και σε σχολικές αίθουσες.
Αντίθετα, οι φρικιαστικές εικόνες από τις μπουλντόζες που μάζευαν τα σκελετωμένα θύματα του Ολοκαυτώματος (εικόνα τόσο χρήσιμη για την ολοκληρωτική καταδίκη του φασισμού και του ναζισμού) ήταν σχετικά άγνωστες μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ευτυχώς, έγιναν ευρύτερα γνωστές τις επόμενες δεκαετίες, αν και συχνά συνδέθηκαν με αυτό που ο καθηγητής Νόρμαν Φίνκελστιν αποκαλεί «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» - την εκμετάλλευση δηλαδή των θυμάτων για πολιτικούς λόγους από το ισραηλινό λόμπι.
Ακόμη όμως και σε σύγχρονες καταστροφές και πολεμικές αναμετρήσεις, η προβολή των θυμάτων καθορίζεται πολύ συχνά από καθαρά πολιτικές και γεωπολιτικές ισορροπίες. Ενα παιδί Ισραηλινών που τραυματίστηκε από θραύσματα αυτοσχέδιας παλαιστινιακής ρουκέτας «δικαιούται» συνήθως πολύ περισσότερο χρόνο από τα εκατοντάδες παιδιά των Παλαιστινίων που πολτοποιούνται στις επιδρομές του πανίσχυρου ισραηλινού στρατού.
Ούτε είναι φυσικά τυχαίο ότι μια από τις θρυλικότερες φωτογραφίες του πρώτου πολέμου του Περσικού Κόλπου, με το απανθρακωμένο πτώμα ενός Ιρακινού, ήταν για χρόνια «απαγορευμένη» από τους αρχισυντάκτες και τους photo editors των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης. Η συγκεκριμένη φωτογραφία, μαζί με εικόνες από σκυλιά της ερήμου τα οποία έτρωγαν τα διαμελισμένα πτώματα γυναικών και παιδιών που πέθαναν στους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, διέλυε την εικόνα των «χειρουργικών επεμβάσεων» που προέβαλλε το αμερικανικό Πεντάγωνο στα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Προτεραιότητα λοιπόν δεν είναι να αναζητούμε τα επίπεδα της φρίκης που μπορεί να ανεχτεί μια κοινωνία, αλλά το ποιος ελέγχει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων διοχετεύεται η φρίκη και πώς τους χρησιμοποιεί για τους δικούς του πολιτικούς στόχους.
Ισως το γεγονός ότι οι πρώτες ηχηρές αντιδράσεις για τη δημοσίευση φωτογραφιών από πτώματα προσφύγων προήλθαν από νεοφιλελεύθερα τρολ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που θεωρούσαν ότι έτσι θίγεται η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα έπρεπε να μας λέει πολλά.
Info
Δείτε
Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν Από τις πιο αληθοφανείς απεικονίσεις του πολέμου και πρωτοπόρος ταινία στις τεχνικές κινηματογράφησης. Δυστυχώς αξιοθρήνητα φτωχή σε πολιτικό περιεχόμενο
From Beirut to Bosnia Ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Φισκ που λογοκρίθηκε, μετά την πρώτη του προβολή, από το Discovery ύστερα από παρεμβάσεις φιλο-ισραηλινών οργανώσεων
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου