της Βιβή Κεφάλα
Τον Δεκέμβριο του 2010 η τυνησιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι σταματάει την επιδότηση των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, πράγμα που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε ολόκληρη τη χώρα και συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία. Λίγες ημέρες αργότερα, η Τυνησία συγκλονίστηκε από την είδηση της αυτοπυρπόλησης του μικροπωλητή Μoχάμεντ Μπουαζίζι, θύμα της παγιωμένης αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Η συνέχεια είναι γνωστή: ο πρόεδρος της χώρας, Ζιν Αμπεντίν Μπεν Άλι, διέταξε το στρατό να πυροβολήσει εναντίον του πλήθους, ο στρατός αρνήθηκε, ο πρόεδρος πανικοβλήθηκε, εγκατέλειψε την χώρα και το καθεστώς κατέρρευσε.
Η τυνησιακή εξέγερση νίκησε και βρήκε μιμητές στην Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία, την Υεμένη, το Μπαχρέι και το Ομάν, οι λαοί των οποίων αντιμετώπιζαν τα ίδια δομικά προβλήματα: πολιτική καταστολή, διαφθορά, οικονομική υπανάπτυξη, κοινωνική υστέρηση και αποκλεισμό. Άλλοι «ισόβιοι ηγέτες», όπως ο πρόεδρος της Αιγύπτου και ο ηγέτης της Λιβύης ανατράπηκαν, η άποψη περί «αραβικής εξαίρεσης» καταρρίφθηκε και οι ελπίδες για είσοδο του αραβικού κόσμου στην εποχή της πολιτικής νεωτερικότητας και ανάπτυξης κυριάρχησαν.
Όμως, σύντομα, οι ελπίδες που γέννησαν οι αραβικές εξεγέρσεις εξανεμίστηκαν και σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής βρίσκεται βυθισμένη στο απόλυτο χάος, το οποίο διαχέεται στις γειτονικές περιοχές.
Η Αίγυπτος, που υπέστη το συνταγματικό πραξικόπημα του Ισλαμιστή προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος ανατράπηκε με ένα μετα-μοντέρνο στρατιωτικό πραξικόπημα, βιώνει μια βαθύτατη πολιτική πόλωση, διαιρεμένη καθώς είναι ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κοσμικούς. Την ίδια ώρα, κανένα από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας δεν έχει καν μπει σε τροχιά επίλυσης, ενώ ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες δρουν ανεξέλεγκτες στο Σινά.
Η Λιβύη βρίσκεται στο έλεος των διάφορων ένοπλων ομάδων και ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε μετά την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι και την άγρια δολοφονία του, καταστρέφει συστηματικά τη χώρα και απειλεί να την διασπάσει σε τρία κομμάτια.
Στη δίνη συγκρούσεων
Η Συρία, όπου το καθεστώς, από την αρχή της εξέγερσης, αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει την εξουσία, καταστρέφεται συστηματικά από τις ατέρμονες συγκρούσεις ανάμεσα στον κυβερνητικό στρατό (και τους συμμάχους του) και τις διάφορες εθνικές, θρησκευτικές, τρομοκρατικές, πολιτικές ένοπλες ομάδες, τις οποίες χρηματοδοτούν γειτονικές χώρες ελπίζοντας ότι θα έχουν αυξημένη επιρροή στην μετά- Άσαντ εποχή. Έτσι, η Συρία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο πολυδιάσπασης της σε κρατίδια και παράλληλα αποτελεί πεδίο αναμέτρησης ισχυρών χωρών, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Εν τω μεταξύ, εξαιτίας της δράσης του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε, η συριακή κρίση συνενώθηκε με την ιρακινή, διευρύνθηκε και μετατράπηκε σε μείζονα ασύμμετρη απειλή, από την οποία κινδυνεύουν όλα τα γειτονικά υποσυστήματα, στα οποία ήδη δρουν ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις.
Αντίστοιχη κατάσταση με αυτήν της Συρίας επικρατεί και στην Υεμένη, όπου μάχονται υποστηρικτές και αντίπαλοι του καθεστώτος, κοσμικές οργανώσεις, ένοπλες τρομοκρατικές ισλαμικές ομάδες όπως αυτή της Αλ Κάιντα της Χερσονήσου, το κίνημα των Χούθι κ.λπ. Η χώρα κινδυνεύει με διαμελισμό, λιγότερο από τρείς δεκαετίες μετά την επανένωση της, ενώ η χαώδης κατάσταση που επικρατεί θέτει σε άμεσο κίνδυνο την Σαουδική Αραβία, η οποία αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά με τη βοήθεια και άλλων αραβικών κρατών, όπως του Κατάρ και της Αιγύπτου. Στο Μπαχρέιν μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης που επέβαλε η Σαουδική Αραβία, η δυναστεία των Χαλίφα παραμένει στην εξουσία, ακολουθώντας την ίδια πολιτική αποκλεισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, δηλαδή των σιιτών.
Τέλος, η Τυνησία, η χώρα από όπου ξεκίνησαν όλα και που το 2014 φάνηκε να αποτελεί το επιτυχές παράδειγμα εκδημοκρατισμού, βρίσκεται σήμερα στη δίνη νέων διαμαρτυριών που συχνά καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ η ισλαμική τρομοκρατία είναι παρούσα, πλήττοντας όσο περισσότερο μπορεί τον τουρισμό, στον οποίο απέβλεπε η καχεκτική τυνησιακή οικονομία για την επιβίωση της.
Σύγκρουση πολιτισμών;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως πράγματι οι Άραβες -και εν γένει οι μουσουλμάνοι- δεν μπορούν να έχουν δημοκρατία; Μήπως στ’ αλήθεια η θρησκεία τους, αναπόδραστα, τους οδηγεί σε τέτοιες συμπεριφορές; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική.
Οι εσωτερικές συγκρούσεις, μετά τις εξεγέρσεις, ξέσπασαν σε κάθε χώρα επειδή κάθε ομάδα διεκδικούσε την εξουσία για λογαριασμό της και μόνο και συνεχίστηκαν επειδή γειτονικές χώρες στοιχημάτισαν σε αυτές τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαλότητες και τις χρηματοδότησαν, όπως επίσης έκαναν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα και σε μικρότερο βαθμό το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Όσο για την ισλαμική τρομοκρατία, η θρησκεία μετατράπηκε σε πολιτική ιδεολογία, που κερδίζει συνεχώς έδαφος, επειδή απέτυχε η εφαρμογή των δυτικών τύπου πολιτικών μοντέλων. Δεν πρόκειται για νίκη της ισλαμικής τρομοκρατίας αλλά για ήττα της Δύσης, η οποία επιμένει να εθελοτυφλεί στα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αραβικές χώρες, απεκδύεται των ευθυνών της -όπως η επί δεκαετίες στήριξη απολυταρχικών καθεστώτων προς ίδιον όφελος- μετονομάζοντας το πρόβλημα της ανάπτυξης των χωρών αυτών σε σύγκρουση πολιτισμών, και εν τέλει διαπράττει το ίδιο σφάλμα: χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της ισχύ για να λύσει πολιτικά προβλήματα, όπως το ζήτημα του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας.
Πολύπλοκο πρόβλημα
Στην περίπτωση του ΙΚΙΣ, χρειάστηκε η καταστροφή του Ιράκ, που συντελείται από το 1991, η οποία συνοδεύθηκε μετά την εισβολή του 2003 από τη ρεβανσιστική πολιτική των ιρακινών σιιτών εναντίον των χθεσινών δυναστών τους, δηλαδή των σουνιτών, ώστε η Αλ Κάιντα του Ιράκ (μετέπειτα ΙΚΙΣ) να καταλάβει εύκολα εδάφη, αφού οι ιρακινοί σουνίτες δεν έβρισκαν κανέναν λόγο να αντισταθούν. Στη συνέχεια, η διάλυση της Συρίας επέτρεψε στην Αλ Κάιντα του Ιράκ να κατακτήσει και συριακά εδάφη, εκμεταλλευόμενη και τη διαμάχη ΗΠΑ – Ρωσίας για την τύχη της Συρίας, υποστηριζόμενη από χώρες όπως η Τουρκία και επωφελούμενη από την ευρωπαϊκή αδράνεια. Η κατάσταση άλλαξε με τη ρωσική μόχλευση και τα τρομοκρατικά χτυπήματα του Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Του λοιπού, η κατάρρευση της εδαφικής κυριαρχίας των τρομοκρατών στην Συρία και το Ιράκ είναι θέμα χρόνου, όμως αυτό δεν επαρκεί για την επίλυση του πολύπλοκου αυτού προβλήματος. Στην πραγματικότητα, η στρατιωτική δράση Ρώσων, Αμερικανών και ευρωπαίων θα επιλύσει μόνο το άμεσο και ορατό σκέλος του προβλήματος, δηλαδή θα καταστρέψει την εδαφική κυριαρχία του ΙΚΙΣ. Δεν αντιμετωπίζονται όμως άλλα ακανθώδη προβλήματα, όπως το γεγονός ότι η απελευθέρωση των συρο-ιρακινών εδαφών από το ΙΚΙΣ θα δημιουργήσει παράλληλα μία «βόμβα διασποράς τρομοκρατών» στις γύρω χώρες, όπως συνέβη μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, το οποίο οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν στα χέρια των ισλαμιστών.
Ώθηση στην ανάπτυξη
Είναι σαφές ότι η κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική είναι περίπλοκη και τα προβλήματα είναι πολλά και δυσεπίλυτα: η πολιτική μετάβαση είναι δύσκολη γιατί τα πρόσωπα έφυγαν αλλά οι μηχανισμοί παραμένουν. Οι αλλαγές χρειάζονται χρόνο, αλλά χρόνος δεν υπάρχει γιατί οι ανάγκες της κοινωνίας είναι ασφυκτικές. Η οικονομική ανάπτυξη είναι απόλυτα αναγκαία και χρειάζονται κεφάλαια αλλά κεφάλαια δεν υπάρχουν, γιατί η τρομοκρατία καραδοκεί. Όμως, η τρομοκρατία θρέφεται από τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, τον αποκλεισμό και την αίσθηση των κοινωνιών πως ό,τι και να αλλάξει η κατάσταση δεν αλλάζει.
Αυτή η δραματική αλληλουχία αδιεξόδων θα μπορούσε να αρθεί εάν η Δύση αποφάσιζε να επενδύσει οικονομικά και πολιτικά σε αυτές τις χώρες, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη τους όχι για λόγους αλτρουϊσμού ή για την υπεράσπιση των αξιών της, αλλά γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι ασύμμετρες απειλές, που πλήττουν τις χώρες της περιφέρειας αλλά και την ίδια. Εν τέλει, είναι ο μόνος τρόπος για να υπερασπιστεί αποτελεσματικά και μακροπρόθεσμα τον εαυτό της.
Πηγή: Η Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου