Με την Έκλειψη ολοκλήρωσα την περίφημη τριλογία της αποξένωσης του Μικελάντζελο Αντονιόνι (οι άλλες δυο ταινίες είναι η Νύχτα και η Περιπέτεια) και μπορώ πλέον να πω με σιγουριά πως ο σπουδαίος Ιταλός δημιουργός είχε αντιληφθεί από εκείνα τα χρόνια την καταστροφική πορεία που είχαν πάρει οι ανθρώπινες σχέσεις, καθώς εισχωρούσαν όλο και πιο βαθιά σε ένα κόσμο ανταγωνισμού, τζίρου κι εγωιστικής έξαρσης. Οι πρόσκαιροι προβληματισμοί του έγιναν διαχρονικοί με την πάροδο των δεκαετιών, καθώς κανένα από τα ερωτήματά του δεν έχει απαντηθεί μέχρι σήμερα.
Η ιστορία μας ταξιδεύει στα προάστια της Ρώμης. Στα πρώτα λεπτά της ταινίας ζούμε το βασανιστικό πέρασμα του χρόνου καθώς ένα ζευγάρι αποδέχεται το τέλος της σχέσης του. Η νεαρή και γοητευτική σύντροφος προσπαθεί να δώσει ένα φινάλε στην ιστορία αλλά υπάρχει ένας δισταγμός που την δυσκολεύει να φύγει από το σπίτι. Χωρίς λόγο αποκτά ένα μελοδραματικό ύφος το οποίο δεν εξυπηρετεί την ίδια, καθώς δε ξέρει τι από τα δυο να επιλέξει, την ανασφάλεια και τον φόβο της μοναξιάς ή τη μιζέρια της στασιμότητας και την έλλειψη επικοινωνίας με τον σύντροφό της.
Μετά τον χωρισμό, η ίδια αναζητάει παρηγοριά στις φίλες της αλλά και στην μητέρα της, η οποία ξοδεύει όλο της τον χρόνο και την περιουσία στον τζόγο του χρηματιστηρίου. Έτσι από τους έρημους δρόμους των προαστίων της Ρώμης περνάμε στην πολύβουη αρένα του χρηματιστηρίου. Η αδιαφορία της μάνας θα κάνει την πρωταγωνίστρια περισσότερο ευάλωτη. Μέσα στην πολυκοσμία θα γνωρίσει έναν νεαρό χρηματιστή. Ο ναρκισσισμός του θα την γοητεύσει και θα τον βρει ως στήριγμα στην αντιμετώπιση της μοναξιάς. Όταν όμως έρθει η στιγμή της ωρίμανσης, τα δύο πρόσωπα θα διστάσουν απέναντι στο δίλημμα μιας χρόνιας στασιμότητας ή μιας πρόσκαιρης αλλά πολυπόθητης ελευθερίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Έκλειψη είναι η συνέχεια της Νύχτας. Η μία ταινία τελειώνει με έναν χωρισμό κι η άλλη ξεκινάει μ' αυτόν. Στη Νύχτα, το ένα ζευγάρι πνίγεται σε μία συντροφική μοναξιά ενώ στην Έκλειψη βιώνουμε την κραυγή της ατομικής μοναξιάς.
Η μοναξιά δηλώνεται με τους άδειους δρόμους της Αιώνιας Πόλης. Η ηρωίδα περιφέρεται άσκοπα, προσπαθώντας να καλύψει το κενό που της άφησε η προηγούμενη σχέση. Επιχειρεί μάλιστα να αναζητήσει τη σωτηρία της αλλού και γι' αυτόν τον λόγο δέχεται να πετάξει με μία φίλη της μέχρι την Βερόνα (εντυπωσιακό το πλάνο της μεγάλης πλατείας της πόλης με την εντυπωσιακή της αρένα). Η εσωτερική της κενότητα δημιουργεί μία νέκρωση όχι μόνο συναισθηματική αλλά και πνευματική, αφήνοντας σημάδια μίας επερχόμενης κρίσης πανικού. Μη ξεχνάμε πως ο επόμενος ρόλος της Μόνικα Βίτι ήταν στο αριστούργημα Κόκκινη Έρημος. Μ' αυτόν τον υπέροχο κι έξυπνο τρόπο συνδέονται οι εκπληκτικές ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι.
Τι είναι αυτό όμως που προκαλεί την αποστροφή των πρωταγωνιστών απέναντι στην ωρίμανση και την υπευθυνότητα; Στην αρχή της ταινίας απορούμε με την ηρωίδα που αποφασίζει να χωρίσει έναν άνδρα με αριστοκρατική παιδεία, ευγενικούς τρόπους κι αυθεντική γοητεία. Φυσικά ο ίδιος στην πορεία τσαλακώνει την αξιοπρέπειά του, αλλά δικαιολογείται από τη στιγμή που χάνει μία σύντροφο σαν την Μόνικα Βίτι. Ο σκηνοθέτης δεν μας δίνει κανένα επιπλέον στοιχείο πάνω στον χωρισμό του ζευγαριού. Οι απορίες του συντρόφου προσκρούουν στα αινιγματικά "δεν ξέρω" της γυναικείας φύσης.
Στη συνέχεια, η ηρωίδα αποφασίζει να ενδώσει στο φλερτ του νεαρού χρηματιστή. Κι ενώ περιμένουμε να ζήσουμε ένα κινηματογραφικό ειδύλλιο δύο πολύ όμορφων προσώπων (της Μόνικα Βίτι και του Αλέν Ντελόν), τελικά παρακολουθούμε μία κραυγή αποξένωσης, ανειλικρίνειας και σιωπής. Τα πρόσωπα αναζητούν ένα σωσίβιο στα αδιέξοδά τους χωρίς να θέλουν να καταλάβουν πως το πρόβλημα είναι οι ίδιοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, σπίτια και πόλεις αλλά τελικά οι μέρες τους να παραμένουν το ίδιο θλιβερές κι άδειες.
Τελικά τι είναι αυτό που αποζητά η ηρωίδα και για ποιο λόγο εγκλωβίζεται στα αδιέξοδά της; Η απάντηση δίνεται πλαγίως στην εξέλιξη της ιστορίας όταν μαθαίνουμε το παρελθόν της. Η απώλεια του πατέρα της όταν ήταν η ίδια μικρή κι η αδιαφορία της μάνας της, την μετέτρεψαν σε έναν άνθρωπο χωρίς στοργή και συναισθήματα.
Η επιτυχία της συγκεκριμένης ταινίας βασίζεται πέρα απ' όλα τα άλλα στο ότι ο Μικελάντζελο Αντονιόνι συμπεριέλαβε στο καστ δυο από τους ομορφότερους ανθρώπους εκείνης της εποχής και κατάφερε να γυρίσει μία άκρως αντιερωτική ιστορία, ενώ την ίδια στιγμή παρουσίαζε μία αξεπέραστη συλλογή συναισθηματικών εκφράσεων από τους πρωταγωνιστές του. Η μαεστρία του αυτή που την θαυμάσαμε και στις άλλες του ταινίες, αποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους κέρδισε την κινηματογραφική αθανασία.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης παίζει υπέροχα με τον ήχο και την σιωπή. Από τις βουβές στιγμές που κρύβουν ουσιώδεις κραυγές, μας μεταφέρει στο θορυβώδες χρηματιστήριο και στο μποτιλιάρισμα των δρόμων που καλύπτουν την κενότητα των στιγμών. Μου άρεσε πολύ το νυχτερινό πλάνο με την ηρωίδα να μαγεύεται από τον ήχο των παλλόμενων από τον άνεμο κονταριών σε μία άδεια κι άγνωστη πλατεία της Ρώμης.Η απογείωση όμως της ταινίας είναι τα τελευταία επτά λεπτά που γεμίζουν αστικές εικόνες, σιωπηλές συναθροίσεις ανθρώπων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, από το ψυχρό κλίμα των άδειων δρόμων και τον αόρατο αλλά μόνιμο κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, από τις οικοδομήσεις πάνω σε σαθρό έδαφος και μία φωτισμένη γωνία που περιμένει ένα σημαντικό ραντεβού. Ένα από τα εντυπωσιακότερα και πιο λυρικά φινάλε που έχω απολαύσει στον κινηματογράφο.
Γι' αυτό τον λόγο επέλεξα να κλείσω την ανάρτησή μου με ένα απόφθεγμα του Μικελάντζελο Αντονιόνι για τη συγκεκριμένη ταινία. Ο επονομαζόμενος προφήτης της αλλοτρίωσης και της ασυνεννοησίας είχε πει τότε πως «οι βιομηχανίες έχουν γδύσει τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου και σε λίγο θα του αφαιρέσουν κάθε συναίσθημα που θα γίνει είδος υπό εξαφάνιση».
Πόσο δίκιο είχε.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου