Άργησα αλλά τελικά πρόλαβα κι είδα την τελευταία ταινία του Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ στις σκοτεινές αίθουσες της Αθήνας. Συγκεκριμένα, παρακολούθησα το "Χωρίς Αγάπη" στον πάντα ζεστό και φιλόξενο κινηματογράφο Παλάς στο Παγκράτι.
Η ταινία μπήκε διακριτικά και με ταπεινότητα στο αθηναϊκό κινηματογραφικό πρόγραμμα. Με τον ίδιο τρόπο προσπάθησε κι ο σκηνοθέτης να πιάσει ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα των ημερών μας, την μοναξιά. Πολλοί χαρακτήρισαν την ταινία αριστουργηματική αλλά η αλήθεια είναι πως για μένα σε αρκετά σημεία ο δημιουργός χάθηκε στην πορεία.
Ας το πάρουμε όμως από την αρχή. Η ιστορία μας πηγαίνει σε μία παγωμένη πόλη της Ρωσίας. Ένας πιτσιρικάς επιστρέφει από το σχολείο σπίτι του. Η αντικοινωνικότητά του είναι εμφανής. Αποφεύγει τις συναναστροφές με τα υπόλοιπα παιδιά και προτιμάει να περιπλανηθεί μόνος του στο πάρκο. Δείχνει να ευχαριστιέται με απλά πράγματα και να βρίσκει ουσία σε αντικείμενα που για άλλους είναι περιττά. Ένας γνήσιος ονειροπόλος που το βλέμμα του χάνεται στο παράθυρο του δωματίου του καθώς κοιτάει απ' έξω τα άλλα παιδιά που παίζουν. Όμως η τρυφερή ψυχή του πιτσιρικά είναι βαθιά πληγωμένη και σ' αυτό φταίνε οι δυο του γονείς που αποφασίζουν να χωρίσουν. Η πώληση του διαμερίσματος είναι ένα βίαιο κι απότομο ξερίζωμα από τα παιδικάτα του. Φυσικά αυτό είναι αδιάφορο σε δυο ενήλικους ανθρώπους που πλέον έχουν πάρει χωριστούς δρόμους και κοιτούν το δικό τους συμφέρον. Ο πατέρας έχει απορροφηθεί στη δουλειά του κι έχει προχωρήσει ήδη σε μία άλλη σχέση έχοντας αφήσει την νέα του σύντροφο έγκυο κι η μητέρα του έχει παραδοθεί στην αγκαλιά ενός αρκετά μεγαλύτερου σε ηλικία άνδρα.
Οι συχνοί καβγάδες του ζευγαριού θα σταθούν αφορμή στον μικρό για να εξαφανιστεί. Η αδιαφορία κι η ανευθυνότητα των γονιών γίνεται εντονότερη όταν το συνειδητοποιούν την δεύτερη μέρα κι αφού πρώτα δεχτούν κλήση από το σχολείο. Η ψευδής ηρεμία που αποζητούν στα νέα συντροφικά πρόσωπα εξαφανίζεται καθώς αρχίζουν έναν ανέλπιδο αγώνα για την εύρεση του γιου τους. Κι ενώ έχουμε συνηθίσει σε άλλες ταινίες, οι συμφορές αυτές να μετατρέπονται σε ευκαιρίες επανασύνδεσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση διογκώνει περισσότερο το χάσμα των πρωταγωνιστών.
Το θέμα που πιάνει ο Ρώσος δημιουργός είναι όντως ενδιαφέρον κι άκρως ευαίσθητο. Για μένα όμως δεν το χειρίστηκε σωστά καθώς μου άφησε περισσότερο την εντύπωση ενός κατηγορώ κι όχι κάποιων λύσεων ή ουσιωδών αναλύσεων. Για παράδειγμα, βρήκα υπερβολική την προβολή της μάνας που είναι εθισμένη στο κινητό της. Σε κάθε πλάνο την παρατηρούμε σκυμμένη πάνω από τη φωτεινή οθόνη. Στη κουζίνα, στο μετρό, στην αισθητικό της, ακόμα και στο ρομαντικό δείπνο με τον σύντροφό της όπου φωτογραφίζει το ποτό, το πιάτο και τον... σερβιτόρο που της γεμίζει το ποτήρι. Σε πολλά σημεία η υπερβολή άγγιζε λίγο την γελοιότητα ή εκτός κι αν ο Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ έχει την εντύπωση πως είμαστε κάπως ηλίθιοι στο να πιάσουμε με την πρώτη το νόημα.
Την ίδια στιγμή ο πατέρας πέρα από την εργασία, είναι κολλημένος με την τηλεόραση καθώς τον συναντάμε σε αρκετές στιγμές να παρακολουθεί τις εξελίξεις τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά. Εκεί ο δημιουργός όχι μόνο το χειρίστηκε σωστά αλλά καυτηρίασε τον τρόπο που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποβλακώνουν και προπαγανδίζουν την κοινή γνώμη. Αν θυμάμαι καλά δυο θέματα ακούγονται είναι το ουκρανικό και το... τέλος του κόσμου.
Τα δυο αυτά πρόσωπα προσπάθησαν να συνυπάρξουν σε μία κοινωνία άχρωμη και ψυχρή. Αποτέλεσμα ήταν η γέννηση ενός παιδιού. Από την μία ο άνδρας επεδίωκε να φτιάξει μία οικογένεια κι από την άλλη η γυναίκα προσπάθησε μ' αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει από τη δικιά της οικογένεια. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μία παταγώδης αποτυχία.
Η αναζήτηση των νέων συντρόφων παρουσιάζεται στο έργο ως μία πρόσκαιρη ουτοπική κατάσταση χαράς, έρωτα, πάθους κι αγάπης, η οποία σύντομα λαμβάνει τέλος μόλις κυριαρχήσει η μιζέρια της καθημερινότητας. Κι εδώ ο σκηνοθέτης το χειρίστηκε έξυπνα θέλοντας να δείξει πως η αντικατάσταση των συντρόφων δεν είναι λύση από τη στιγμή που το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Αυτό που με ενόχλησε στην ταινία είναι που δεν επεδίωξε να μας παρουσιάσει την ευαίσθητη ψυχή του μικρού. Εκεί κατά τη γνώμη μου υπήρχε η λύση του προβλήματος. Στην αγνή κι ανιδιοτελής ονειροπόληση ενός ευαίσθητου ανθρώπου. Γι' αυτό και το δωμάτιο του μικρού ήταν γεμάτο ζωγραφιές στους τοίχους σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χώρους και διαμερίσματα τα οποία έδειχναν κενά και ψυχρά. Δυστυχώς αυτό πέρασε επιδερμικά καθώς ο δημιουργός έδωσε έμφαση στη "σφαγή" των δύο συντρόφων.
Παρ' όλα αυτά στην ταινία περιγράφεται η χρεωκοπία των συναισθημάτων και των ηθών και παρουσιάζεται η αδιέξοδη κατάσταση των ανθρώπων που από μόνοι τους παγιδεύονται μέσα στις δικές τους ανασφάλειες. Επιβάλλονται στη κάθε σχέση με κτητικότητα και κρύβουν τις δικές τους ατέλειες με το να κατηγορούν τους άλλους. Το φινάλε της ιστορίας είναι άκρως πεσιμιστικό αλλά δυστυχώς απολύτως ρεαλιστικό. Οι σύγχρονες σχέσεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από αρρωστημένες καταστάσεις.
Επίσης ήταν εξαιρετικές οι ερμηνείες των ηθοποιών. Πέρα από τον μικρό που το πρόσωπό του είναι ήρεμο, φωτεινό και γεμάτο συναισθήματα, των υπολοίπων οι μορφές είναι σκοτεινές, πρόωρα γερασμένες, ψυχρές και κενές. Ένα χαρακτηριστικό που έχω παρατηρήσει και σε άλλες ταινίες του με άλλους ηθοποιούς, κάτι που δείχνει πως το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στην μαεστρία του σκηνοθέτη.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα τελευταίο στοιχείο της ταινίας το οποίο είναι η έλλειψη μουσικής. Αυτό δίνει περισσότερο ρεαλισμό στην εξέλιξη της ιστορίας κι αφήνει χώρο να εκραγεί το δραματικό φινάλε μέσα από τις κραυγές της μάνας και το γοερό κλάμα του πατέρα.
Η ταινία είναι καλή αλλά όχι εξαιρετική όπως την έχουν παρουσιάσει. Σίγουρα είναι αρκετά καλύτερη από το Λεβιάθαν αλλά απέχει πολύ από το εκπληκτικό ντεμπούτο του σκηνοθέτη.
Βαθμολογία: 6/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου