του Μικαέλ Λέβι
Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια μια εντυπωσιακή άνοδο της αντιδραστικής, αυταρχικής ή/και φασιστικής άκρας δεξιά σε όλο τον πλανήτη : ήδη κυβερνάει τις μισές χώρες του κόσμου. Ανάμεσα στα πιο γνωστά παραδείγματα : Τραμπ (ΗΠΑ), Μόντι (Ινδία), Όρμπαν (Ουγγαρία), Ερντογάν (Τουρκία), Νταές (Ισλαμικό κράτος), Σαλβίνι (Ιταλία), Ντουτέρτε (Φιλιππίνες) και τώρα και Μπολσονάρο (Βραζιλία). Αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου έχουμε κυβερνήσεις που πλησιάζουν προς αυτή την τάση, έστω και αν δεν κολλάνε ακριβώς στον ορισμό : Ρωσία (Πούτιν, Ισραήλ (Νετανιάχου), Ιαπωνία (Σίνζο Άμπε), Αυστρία, Πολωνία, Βιρμανία, Κολομβία, κλπ. Στην πραγματικότητα, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες είναι πολύ σχετική.
“Μετα-φασισμός” και όχι “λαϊκισμός”
Σε κάθε χώρα, αυτή η άκρα δεξιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά: σε πολλές περιπτώσεις (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ινδία, Βιρμανία) “ο εχθρός” -δηλαδή ο αποδιοπομπαίος τράγος- είναι οι μουσουλμάνοι και/ή οι μετανάστες. Σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες, είναι οι θρησκευτικές μειονότητες (χριστιανοί, εβραίοι, γιεζίντις). Σε ορισμένες περιπτώσεις, επικρατεί ο ξενόφοβος εθνικισμός και ο ρατσισμός, σε άλλες, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ή αλλιώς το μίσος για την αριστερά, το φεμινισμό, τους ομοφυλόφιλους. Παρά την ποικιλομορφία αυτήν, υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αν όχι και σε όλες: αυταρχισμός, ολοκληρωτικός εθνικισμός –“Deutschland über alles» στις τοπικές του ποικιλομορφίες: “America First”, “O Brasil acima de tudo”, κλπ.-, θρησκευτική ή εθνικοφυλλετική αδυναμία ανοχής, αστυνομική/στρατιωτική βία ως μόνη απάντηση στα κοινωνικά ζητήματα και στην εγκληματικότητα. Ο χαρακτηρισμός «φασιστική» ή «ημι-φασιστική» μπορεί να εφαρμοστεί σε ορισμένες, αλλά όχι σε όλες. Ο Έντζο Τραβέρσο χρησιμοποιεί τον όρο «μεταφασισμός», που μπορεί να είναι χρήσιμος, καθώς εντοπίζει ταυτόχρονα και μια συνέχεια και μια διαφορά.
Αντίθετα, ο όρος «λαϊκισμός», που χρησιμοποιείται από μερικούς πολιτολόγους, από τα μίντια και ακόμα και από μια μερίδα της αριστεράς, στερείται απολύτως της δυνατότητας να απεικονίσει το φαινόμενο αυτό και το μόνο που πετυχαίνει είναι να σπέρνει σύγχυση. Εάν στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών 1930 έως και 1960 ο όρος ανταποκρινόταν σε κάτι σχετικά συγκεκριμένο –στον βαργκισμό, στον περονισμό, κλπ.-, η χρήση του στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1960 και μετά είναι όλο και πιο θολή και ανακριβής.
Ο λαϊκισμός ορίζεται ως «μια πολιτική θέση που παίρνει το μέρος του λαού κατά των ελίτ», πράγμα που ισχύει για σχεδόν κάθε πολιτικό κόμμα ή κίνημα! Η ψευτο-έννοια αυτή, όταν εφαρμόζεται σε κόμματα της άκρας δεξιάς, οδηγεί -ηθελημένα ή αθέλητα- στο να τα νομιμοποιεί, να τα καθιστά αποδεκτά, αν όχι και συμπαθητικά (και ποιός δεν είναι υπέρ του λαού κατά των ελίτ;), αποφεύγοντας συστηματικά τις έννοιες που ενοχλούν: ρατσισμό, ξενοφοβία, φασισμό, άκρα δεξιά. Ο «λαϊκισμός» χρησιμοποιείται έτσι, ηθελημένα μυστικοποιητικά, από τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες, για να δημιουργούν αμάλγαμα ανάμεσα στην άκρα δεξιά και στη ριζοσπαστική αριστερά, που χαρακτηρίζονται ως «δεξιός λαϊκισμός» και ως «αριστερός λαϊκισμός», αφού αντιτίθενται στις φιλελεύθερες πολιτικές, στην «Ευρώπη», κλπ.
Υποθέσεις
Πώς να εξηγηθεί αυτή η θεαματική άνοδος της άκρας δεξιάς, με τη μορφή κυβερνήσεων, αλλά και πολιτικών κομμάτων που μπορεί ακόμα να μην κυβερνούν, αλλά διαθέτουν πλατιά εκλογική βάση και επηρεάζουν την πολιτική ζωή των χωρών τους (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, κλπ.); Είναι δύσκολο να προτείνουμε μια γενική εξήγηση για τόσο διαφορετικά φαινόμενα, που εκφράζουν τόσο ειδικευμένες αντιφάσεις σε κάθε χώρα ή περιοχή του κόσμου. Όμως, καθώς πρόκειται για πλανητική τάση, πρέπει τουλάχιστον να εξετάσουμε κάποιες υποθέσεις.
Μια “εξήγηση”, απορριπτέα, θα ήταν αυτή που αποδίδει στις μεταναστευτικές ροές, ιδιαίτερα προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, την άνοδο των ριζοσπαστικών δεξιών. Οι μετανάστες είναι ένα βολικό πρόσχημα, μια άϋλη ιδέα, χρήσιμη για τις ξενόφοβες και ρατσιστικές δυνάμεις, αλλά καθόλου η “αιτία” της επιτυχίας τους. Εξάλλου, η άκρα δεξιά ανθίζει και σε πολλές χώρες -Βραζιλία, Ινδία, Φιλιππίνες…- όπου δεν τίθεται ζήτημα μετανάστευσης.
Η πιο προφανής εξήγηση, και αναμφίβολα βαρύνουσα, είναι πως η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που είναι και μια διαδικασία βίαιης πολιτιστικής ομογενοποίησης, παράγει και αναπαράγει, σε παγκόσμια κλίμακα, μορφές ταυτοτικού πανικού (ο όρος είναι από τον Ντανιέλ Μπενσαΐντ), που οδηγεί σε εθνικιστικές και/ή θρησκευτικές εκδηλώσεις μη ανοχής και που ευνοεί και εθνοτικές και θρησκευτικές διενέξεις. Όσο περισσότερο τα έθνη χάνουν την οικονομική τους ισχύ τόσο περισσότερο διακηρύσσεται μια ύψιστη Δόξα στο Έθνος “πάνω απ’όλα”.
Μια άλλη εξήγηση θα ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση του καπιταλισμού, που προκαλεί, από το 2008, οικονομική ύφεση, ανεργία, κοινωνική περιθωριοποίηση. Ο παράγοντας αυτός υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντικός στο να καταστήσει δυνατή τη νίκη ενός Τραμπ ή ενός Μπολσονάρο, αλλά δεν έχει τόσο βάση στην Ευρώπη: σε πλούσιες χώρες, από αυτές που λιγότερο επλήγησαν από την κρίση, όπως η Αυστρία ή η Ελβετία, η άκρα δεξιά είναι πολύ ισχυρή, ενώ στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία, είναι η αριστερά και η κεντρο-αριστερά που έχουν την ηγεμονία και η άκρα δεξιά παραμένει περιθωριακή.
Οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται σε καπιταλιστικές κοινωνίες όπου ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί από τη δεκαετία του 1980, διαλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις και την αλληλεγγύη, βαθαίνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, τις αδικίες και τη συγκέντρωση του πλούτου. Χωρίς να ξεχνάμε την εξασθένιση της κομμουνιστικής αριστεράς μετά από την κατάρρευση του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού”, χωρίς άλλες δυνάμεις της αριστεράς, πιο ριζοσπαστικές, να καταφέρουν να καλύψουν αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Όλες αυτές οι εξηγήσεις είναι χρήσιμες, τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις, αλλά είναι ανεπαρκείς. Δεν έχουμε ακόμα μια σφαιρική ανάλυση για ένα φαινόμενο που είναι παγκόσμιο και που διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Πρόκειται άραγε για επιστροφή στη δεκαετία του 1930; Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται: μπορούμε να βρούμε ομοιότητες ή αναλογίες, αλλά τα σημερινά φαινόμενα είναι αρκετά διαφορετικά από υποδείγματα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα, δεν έχουμε -ακόμα- ολοκληρωτικά κράτη συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα προπολεμικά. Η κλασική μαρξιστική ανάλυση του φασισμού τον ορίζει ως την αντίδραση του μεγάλου κεφαλαίου, με τη στήριξη της μικροαστικής τάξης, απέναντι σε μια επαναστατική απειλή του εργατικού κινήματος. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε εάν η ερμηνεία αυτή αποδίδει σωστά την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, στη Γερμανία και στην Ισπανία κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει τόσο βάση στο σημερινό κόσμο, όπου δεν βλέπουμε, πουθενά, κάποια “επαναστατική απειλή”. Χωρίς να μιλήσουμε καν για το προφανές γεγονός ότι το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν εκφράζει μεγάλο ενθουσιασμό για τον “εθνικισμό” της άκρας δεξιάς -έστω και αν θα συμβιβαζόταν αν χρειαστεί…
Για το φαινόμενο Μπολσονάρο
Μερικά λόγια για το τελευταίο επεισόδιο αυτού του πλανητικού “φαιού κύματος”, δηλαδή για το φαινόμενο Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Αυτό μοιάζει να είναι το πιο κοντινό στην κλασική μορφή του φασισμού, μέσα από τη λατρεία της βίας και το ενδογενές του μίσος για την αριστερά και το εργατικό κίνημα, αλλά -και σε αντίθεση με διάφορα ευρωπαϊκά κόμματα, από το αυστριακό FPO ώς το γαλλικό FN (που τώρα έγινε RN = Εθνική Συσπείρωση)- δεν διαθέτει ρίζες σε φασιστικά κινήματα του παρελθόντος, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας την AIB (Δράση Βραζιλιανής Ενσωμάτωσης) του führer Πλίνιο Σαλγκάδο της δεκαετίας του 1930.
Και αντίθετα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, δεν έχει κάνει τον ρατσισμό κύρια σημαία του. Ασφαλώς και έκανε δηλώσεις ρατσιστικού τύπου, αλλά δεν ήταν καθόλου αυτός ο κεντρικός άξονας της καμπάνιας του. Από την άποψη αυτή, μοιάζει περισσότερο με τον ιταλικό φασισμό της δεκαετίας του 1920, πριν τη συμμαχία με τον Χίτλερ.
Εάν συγκρίνουμε τον Μπολσονάρο με την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, βλέπουμε πολλές σημαντικές διαφορές:
1. Η σημασία της θεματικής της “πάλης κατά της διαφθοράς”, που είναι μια παλιά θεματική της συντηρητικής δεξιάς στη Βραζιλία, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Ο Μπολσονάρο κατάφερε επίσης να χειραγωγήσει τη θεμιτή λαϊκή αγανάκτηση κατά των διεφθαρμένων πολιτικών. Η θεματική αυτή δεν είναι απούσα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, αλλά δεν κατέχει καθόλου την κεντρική θέση στα λόγια τους.
2. Το μίσος για την αριστερά, ή για την κεντρο-αριστερά (το βραζιλιάνικο PT -Εργατικό Κόμμα), ήταν μία από τις κύριες θεματικές κινητοποίησης του Μπολσονάρο. Αυτό το βρίσκουμε πολύ λιγότερο στην Ευρώπη, εκτός από τις φασίζουσες δυνάμεις στις τέως λαϊκές δημοκρατίες. Αλλά στην περίπτωση αυτή πρόκειται για έναν χειρισμό (διαβολοποίηση) που αναφέρεται σε πραγματική εμπειρία του παρελθόντος. Τίποτε το ανάλογο στη Βραζιλία: τα βίαια αντικομμουνιστικά λόγια του Μπολσονάρο δεν έχουν καμία σχέση με την τωρινή ή με παρελθούσα πραγματικότητα στη Βραζιλία. Είναι μάλιστα τόσο πιο εντυπωσιακό όσο ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και δεκαετίες, η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πλέον, και το PT προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό (με όποιον ενδεχόμενο ορισμό και να χρησιμοποιηθεί).
3. Αντίθετα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά που καταγγέλλει τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, στο όνομα του προστατευτισμού, του οικονομικού εθνικισμού, κατά της “χρηματοπιστωτικής διεθνούς”, ο Μποσλονάρο παρουσίασε ένα οικονομικό πρόγραμμα υπέρ-φιλελεύθερο: περισσότερη αγορά, άνοιγμα στους ξένους επενδυτές, ιδιωτικοποιήσεις και πλήρη ευθυγράμμιση με τις βορειο-αμερικάνικες πολιτικές. Αυτό εξηγεί προφανώς και τη μαζική προσκόλληση των κυρίαρχων τάξεων στην υποψηφιότητά του, όταν έγινε σαφές πόσο μικρή δημοφιλία είχε ο υποψήφιος της παραδοσιακής δεξιάς (Γκεράλντο Αλκμίν).
Αυτά που είναι κοινά ανάμεσα σε Τραμπ, σε Μπολσονάρο και σε ευρωπαϊκή άκρα δεξιά είναι τρεις θεματικές αντιδραστικής κοινωνικο-πολιτιστικής κινητοποίησης:
1. Ο αυταρχισμός, η προσήλωση σε ένα Ισχυρό Άνδρα, έναν Αρχηγό, ικανό να “επαναφέρει την τάξη”.
2. Η κατασταλτική ιδεολογία, η λατρεία της αστυνομικής βίας, η έκκληση για επαναφορά της θανατικής ποινής και η διάθεση να δοθούν όπλα στον πληθυσμό για να “αμυνθεί κατά των εγκληματιών”.
3. Η αφαίρεση κάθε ανοχής προς τις σεξουαλικές μειονότητες, ιδιαίτερα τους ανθρώπους LGBTI. Είναι μια θεματική κινητοποιήσεων, με ορισμένη επιτυχία, από αντιδραστικά θρησκευτικά στρώματα, είτε καθολικά (στη Γαλλία) είτε νεο-ευαγγελικά (Βραζιλία).
Τα τρία αυτά ζητήματα, μαζί με τον “πόλεμο κατά της διαφθοράς”, υπήρξαν καθοριστικά για τη νίκη του Μπολσονάρο, ιδιαίτερα μέσα από τη μαζική διάδοση fake news από τα κοινωνικά δίκτυα (μένει να εξηγηθεί το γιατί τόσοι άνθρωποι πίστεψαν τόσο χοντροκομμένα ψέματα). Ωστόσο, εξακολουθούμε να μη διαθέτουμε μια πειστική εξήγηση για την απίστευτη επιτυχία, σε μερικές μόνο εβδομάδες, της υποψηφιότητάς του, παρά τη βία, τη βαναυσότητα των εμφυλιοπολεμικών του λόγων, του μισογυνισμού του, της απουσίας προγράμματος και της ξετσίπωτης απολογίας του της στρατιωτικής δικτατορίας και των βασανιστηρίων.
Συνεπής αντιφασισμός
Πώς να αγωνιστούμε; Δυστυχώς, δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα για να καταπολεμήσουμε αυτό το νέο παγκόσμιο φαιό κύμα. Το κάλεσμα του Μπέρνι Σάντερς3 για ένα παγκόσμιο αντιφασιστικό Μέτωπο είναι μια εξαίρετη πρόταση. Πρέπει ταυτόχρονα να οικοδομήσουμε, και μέσα σε κάθε χώρα, πλατιούς συνασπισμούς για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Αλλά επίσης θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, παράγει και αναπαράγει διαρκώς φαινόμενα όπως ο φασισμός, τα πραξικοπήματα και τα αυταρχικά καθεστώτα. Η ρίζα αυτών των τάσεων είναι συστημική και η εναλλακτική πρέπει να είναι ριζική, δηλαδή αντισυστημική. Το 1938, ο Μαξ Χορκχάιμερ, ένας από τους κύριους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης για την Κριτική Θεωρία, έγραφε: “Εάν δεν θέλετε να μιλήσετε για τον καπιταλισμό, τότε δεν έχετε τίποτα να πείτε για το φασισμό”. Με άλλα λόγια, ο συνεπής αντιφασίστας είναι ένας αντικαπιταλιστής.
Michael Löwy
Inprecor 657/658, novembre/décembre 2018
Μετάφραση στα ελληνικά, από τα γαλλικά, ΤΠΤ.
1Μετάφραση ΤΠΤ από τα γαλλικά. Το πρωτότυπο δημοσιεύεται στο Inprecor 657/658, Νοέμβρη/Δεκέμβρη 2018.
2 Ο Michael Löwy είναι μέλος της 4ης Διεθνούς, κοινωνιολόγος και οικοσοσιαλιστής φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1938 στο Σάο Πάολο (Βραζιλία) και ζει στο Παρίσι από το 1969. Διευθυντής έρευνας (ομότιμος) στο CNRS και καθηγητής στην École des hautes études en sciences sociales, έχει συγγράψει πολλά βιβλία που έχουν δημοσιευτεί σε 19 γλώσσες, μεταξύ των οποίων: “Η θεωρία της επανάστασης στο νέο Μαρξ”, Παρίσι 1970, εκδ. Maspero, “Τοπία αλήθειας -εισαγωγή σε μια κριτική κοινωνιολογία της γνώσης”, Παρίσι 1975, εκδ. Anthropos, “Πατρίδες ή Πλανήτης; Εθνικισμοί και διεθνισμοί από τον Μαρξ ώς τις μέρες μας”, Λωζάννη 1997, εκδ.Editions Page 2, “Μπένιαμιν -προειδοποιήσεις πυρκαγιάς, ανάγνωση των θέσεων “για την έννοια της ιστορίας”, Παρίσι 2001, εκδ.Presses universitaires de France, “Ο Φραντς Κάφκα, ανυπότακτος ονειροπόλος”, Παρίσι 2004, εκδ.Stock, “Οικοσοσιαλισμός”, Παρίσι 2011, εκδ. Mille et une nuits, “Το σιδερένιο κλουβί: ο Μάξ Βέμπερ και ο βεμπεριανός μαρξισμός”, Παρίσι 2013, εκδ. Stock, συλλογή « Un ordre d’idées », « Επαναστατικές συγγένειες : τα κόκκινα και μαύρα άστρα μας » (σε συνεργασία με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό), Παρίσι 2014, εκδ. Mille et une nuits, « Το πλασματικό ιερό -κοινωνιολογία και θρησκεία : φιλολογικές προσεγγίσεις », Παρίσι 2017, εκδ. Éditions de l’éclat (μαζί με τον Ερουάν Ντιαντέιγ₎. [Σημείωση του Inprecor]
3Αναφορά στο λόγο του Μπέρνι Σάντερς, στις 9/10/2018, “Building A Global Democratic Movement To Counter Authoritarianism”. Ο λόγος αυτός μπορεί να βρεθεί στην σελίδα: https://www.sanders.senate.gov/newsroom/press-releases/sanders-speech-at...
Πηγή:
okdetpt.wordpress.com