του Θανάση Γιαλκέτση
Πριν από 50 χρόνια, τη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου του 1968, εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες από χώρες που ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (από την ΕΣΣΔ, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία) εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, για να καταστείλουν την «Ανοιξη της Πράγας».
Οι κομμουνιστές ηγέτες των χωρών αυτών φοβούνταν ότι το πολιτικό πείραμα εκδημοκρατισμού και οι μεταρρυθμίσεις που γίνονταν στην Τσεχοσλοβακία θα μπορούσαν να «μολύνουν» και τις δικές τους κοινωνίες, κλονίζοντας το μονοπώλιο της απόλυτης και αυταρχικής εξουσίας τους. Η απόπειρα οικοδόμησης ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» καταδικάστηκε ως «αντεπανάσταση» και η εισβολή ξένων στρατών στην Τσεχοσλοβακία βαφτίστηκε «αδελφική βοήθεια».
Η «Ανοιξη της Πράγας» αποτέλεσε την κορύφωση μιας μακράς διαδικασίας, η αφετηρία της οποίας τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στην Τσεχοσλοβακία, η «αποσταλινοποίηση» περιορίστηκε στην απελευθέρωση και αποκατάσταση των θυμάτων των σταλινικών δικών, χωρίς να συνοδευτεί από αλλαγή της σταλινικής ηγετικής ομάδας ή αμφισβήτηση του ολικού και ασφυκτικού ελέγχου που αυτή συνέχιζε να ασκεί στη δημόσια ζωή. Στη δεκαετία του 1960, η κριτική διανόηση άρχισε πρώτη να θέτει «ενοχλητικά» ερωτήματα στον δημόσιο διάλογο, να ερευνά το παρελθόν και να θίγει θέματα-ταμπού, ασκώντας διαρκή πίεση στην εξουσία.
Το 4ο Συνέδριο της Ενωσης συγγραφέων, που έγινε στην Πράγα τον Ιούνιο του 1967, μετατράπηκε σε ανοιχτή σύγκρουση των διανοουμένων με το καθεστώς Νοβότνι. Με τις ομιλίες τους, οι Μίλαν Κούντερα, Πάβελ Κόχουτ, Κάρελ Κόσικ, Αντονίν Λίεμ, Ιβάν Κλίμα, Βάτσλαβ Χάβελ και άλλοι, κατήγγειλαν το καθεστώς της προληπτικής λογοκρισίας και υπερασπίστηκαν τις αξίες της πνευματικής ελευθερίας.
Πιο τολμηρός και αιχμηρός απ’ όλους, ο Λούντβικ Βάκουλικ καυτηρίασε τον γενικευμένο κομφορμισμό και τη δουλοπρέπεια που επικρατούσαν στην τσεχοσλοβακική κοινωνία, επιτρέποντας την άνοδο στην κοινωνική και πολιτική ιεραρχία μόνον σε μέτρια και δουλικά πειθήνια πρόσωπα ή σε καιροσκόπους και τυχοδιώκτες χωρίς ηθικούς φραγμούς.
«Κατά βάθος», είπε ο Βάκουλικ, «μια χούφτα άνθρωποι θέλουν να αποφασίζουν για τα πάντα, για το τι πρέπει να κάνουμε, να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε… Δεν ταυτίζω αυτή την εξουσία με την έννοια σοσιαλισμός, όπως η ίδια θέλει να ταυτίζεται μαζί του. Και η τύχη τους δεν χρειάζεται να είναι ταυτόσημη».
Η αντίδραση της κομματικής ηγεσίας σε αυτήν την εξέγερση της κριτικής διανόησης εκδηλώθηκε αμέσως, με δημόσια καταδίκη του Συνεδρίου ως έκφρασης των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων και πρόκλησης οργανωμένης από τον ξένο ιμπεριαλισμό.
Η καταδίκη αυτή συνοδεύτηκε από διαγραφές, διοικητικά μέτρα και επίταση του λογοκριτικού ελέγχου. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, η ηγετική ομάδα του Αντονίν Νοβότνι βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ισχυρή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του ίδιου του κόμματος. Στις 5 Ιανουαρίου 1968, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος εξέλεξε νέο γενικό γραμματέα τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, που ανήκε στη μεταρρυθμιστική πτέρυγα του κόμματος. Τον Απρίλιο του 1968, εγκρίθηκε το νέο «Πρόγραμμα δράσης», που μπορεί να θεωρηθεί το μανιφέστο του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα μετριοπαθές κείμενο, που δήλωνε πίστη στον μαρξισμό-λενινισμό, στους δεσμούς ενότητας και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ενωση, στον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, εξέφραζε τη βούληση της νέας ηγεσίας να αποκαταστήσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία, που είχε καταπνιγεί στο παρελθόν. Και ο τρόπος με τον οποίο περιέγραφε τη λειτουργία του κόμματος, τον ρόλο του στην κοινωνία, τις αναγκαίες πολιτικο-θεσμικές αλλαγές, διέφερε ουσιαστικά από την προηγούμενη μορφή εξουσίας, από εκείνο δηλαδή τον ολικό, συγκεντρωτικό-γραφειοκρατικό έλεγχο, που απέβλεπε στην καθυπόταξη της κοινωνίας. Η πιο μεγάλη ρήξη με το παρελθόν ήταν η κατάργηση της λογοκρισίας και η απελευθέρωση της διανοητικής δραστηριότητας και της πνευματικής δημιουργίας από την κομματική κηδεμονία.
Η ελεύθερη πολιτική συζήτηση που άρχισε συνέβαλε στην αφύπνιση και την κινητοποίηση της κοινωνίας. Ενα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού υποστήριζε με ενθουσιασμό το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, ενώ ακούγονταν και φωνές που αμφισβητούσαν το πολιτικό μονοπώλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στις 27 Ιουνίου, δημοσιεύτηκε ένα μανιφέστο με τίτλο «Δυο χιλιάδες λέξεις», που το είχε συντάξει ο Λούντβικ Βάκουλικ. Αυτός ζητούσε να επανιδρυθούν πολιτικά κόμματα, να συγκροτηθούν επιτροπές πολιτών για να υπερασπιστούν τις μεταρρυθμίσεις και να αναλάβουν πρωτοβουλίες για έναν πιο ριζικό εκδημοκρατισμό, για αλλαγές έξω από τον έλεγχο του κόμματος.
Από τις ζωηρές συζητήσεις εκείνης της περιόδου ξεχωρίζει η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο γνωστούς μαρξιστές φιλοσόφους, τον Κάρελ Κόσικ και τον Ιβάν Σβίτακ.
Σε μια σειρά άρθρων του με τίτλο «Η τωρινή μας κρίση», ο Κόσικ, που ήταν μέλος της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος και θεωρητικός της νέας πορείας, αφού σημείωνε ότι επί Νοβότνι ο τσεχοσλοβακικός σοσιαλισμός είχε εκφυλιστεί σε ένα είδος «γραφειοκρατικής δικτατορίας», πρότεινε τη θεμελίωση ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού συστήματος, που θα δίνει κεντρικό ρόλο στους εργαζομένους, με τη δημιουργία οργάνων άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι τα εργατικά συμβούλια. Ο Σβίτακ, που είχε αποχωρήσει από το κόμμα στη δεκαετία του 1960, απάντησε στον Κόσικ σε άρθρο του με τίτλο «Η δική σας τωρινή κρίση».
Ο Σβίτακ τόνιζε ότι στην Τσεχοσλοβακία του 1968 είχε απλώς υιοθετηθεί ένα πρόγραμμα εσωτερικού εκδημοκρατισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο ωστόσο συνέχιζε να περιθωριοποιεί τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Χωρίς να αμφισβητεί τις καλές προθέσεις των μεταρρυθμιστών κομμουνιστών, ο σοσιαλιστής Σβίτακ θεωρούσε ότι το πιο σοβαρό ελάττωμα του προγράμματός τους ήταν το ότι συνέχιζε να αποκλείει την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων διαφορετικών από το Κομμουνιστικό, όχι κατ’ ανάγκην αντίθετων σε αυτό, αλλά τουλάχιστον αυτόνομων από αυτό. Η βίαιη συντριβή της «Ανοιξης της Πράγας», τον Αύγουστο του 1968, δεν έθεσε αμέσως τέρμα στις συζητήσεις και τις πολεμικές.
Τον Δεκέμβριο του 1968, ο Κούντερα δημοσίευσε ένα κείμενο, στο οποίο υποστήριζε ότι, παρά την ήττα, η «Ανοιξη της Πράγας» ήταν μια εμπειρία με οικουμενική σημασία, γιατί αντιπροσώπευε την πρώτη απόπειρα να συμφιλιωθεί ο σοσιαλισμός με τη δημοκρατία, να οικοδομηθεί μια κοινωνία νέου τύπου, ανώτερη από τα αντίπαλα συστήματα που υπήρχαν σε Ανατολή και Δύση.
Ο Χάβελ τού απάντησε, τον Φεβρουάριο του 1969, υποστηρίζοντας ότι οι μεγάλες κατακτήσεις της «Ανοιξης της Πράγας» (η κατάργηση της λογοκρισίας, ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.λπ.) δεν ήταν παρά η αποκατάσταση ελευθεριών που υπήρχαν τριάντα χρόνια νωρίτερα στην Τσεχοσλοβακία και που ίσχυαν σε όλες τις άλλες δημοκρατικές χώρες.
Στον νεαρό θεατρικό συγγραφέα, ο λόγος του Κούντερα φαινόταν σαν μια απόπειρα να παρουσιάσει μια καταστροφή σαν ηθική νίκη, σαν μια φυγή από τη σκληρή και δυσάρεστη πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ο Κούντερα εμπόδιζε τους συμπατριώτες του να εκτιμήσουν αντικειμενικά την κατάσταση και να υποβάλουν σε κριτική «τα ιδεολογικά τους δόγματα, τις προκαταλήψεις και τις αυταπάτες τους».
Στην πολεμική παρενέβη και ο Κόσικ, υποστηρίζοντας ότι η «Ανοιξη της Πράγας» δεν αποσκοπούσε σε μιαν απλή επιστροφή στην κανονικότητα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Η σημασία της για την παγκόσμια ιστορία προέκυπτε ακριβώς από τον φιλόδοξο στόχο της δημοκρατικής αναγέννησης του σοσιαλισμού.
Πηγή:
Εφημερίδα των Συντακτών