του Θανάση Γιαλκέτση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε τον περασμένο Ιούνιο ο γνωστός Ιταλός συγγραφέας Κλάουντιο Μάγκρις, στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων Milanesiana, που οργανώνει κάθε χρόνο ο δήμος του Μιλάνου.
Αν αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τη σύζυγό σου, λέει σε ένα διήγημά του ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, καταλήγεις να αμφιβάλλεις για τις Ιερές Γραφές. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ευφυολόγημα. Το έργο του μεγάλου συγγραφέα, που γνώρισα καλά -μία από τις μεγάλες συναντήσεις της ζωής μου-, είναι μια αναζήτηση της αλήθειας που διαπερνιέται από τη βαθιά αίσθηση της ίσως ανέφικτης γνώσης της, αλλά και του μυστηριώδους χαρακτήρα της. Πολλά από τα πρόσωπα των αφηγημάτων του Σίνγκερ είναι ερευνητές της αλήθειας - συχνά αποτυχημένοι, αλλά στην έσχατη στιγμή αυτής της αποτυχίας είναι, χωρίς να το γνωρίζουν, μπροστά στην αλήθεια.
Αυτήν την ειρωνική προτροπή να μην αμφιβάλλουμε, που διαψεύδεται από τόσους πρωταγωνιστές των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του, πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει αμφιβολία και αμφιβολία. Προφανώς ο Σίνγκερ δεν έχει καμία σχέση με την αλαζονική αξίωση να γνωρίζουμε και να κατέχουμε την αλήθεια, αξίωση που είναι η μητέρα τόσων δογματισμών, αλλά και μισαλλοδοξιών και διώξεων εκείνων που δεν συμμερίζονται ή αμφισβητούν αυτήν την αλήθεια. Ο Σίνγκερ όμως δεν έχει τίποτα κοινό και με τη ρητορική της αμφιβολίας, που στους καιρούς μας περισσότερο από κάθε άλλη φορά κυριαρχεί με τις πιο κοινότοπες, πομπώδεις και στερεότυπες μορφές της.
Η δημιουργική αμφιβολία δεν είναι στενόμυαλη και υπεροπτική αδιαφορία για την αλήθεια, αδιαφορία που στις μέρες μας φαίνεται υποχρεωτική για να θεωρούμαστε πολιτισμένοι, ανοιχτόμυαλοι, εναρμονισμένοι με το πνεύμα των καιρών.
Υπάρχει μια κοινότοπη εξύμνηση της αμφιβολίας ως σχετικισμού, που γίνεται αντιληπτός όχι ως αναγκαίο συστατικό στην αναζήτηση της αλήθειας και ως διόρθωση της αλαζονείας ότι την έχουμε βρει και την κατέχουμε, αλλά ως αδιαφορία: Εγώ είμαι αντισημίτης, εσύ δεν είσαι, καθένας από τους δυο μας έχει τη δική του γνώμη, που πρέπει να είναι εξίσου σεβαστή. Τρομερή και ανόητη διαστρέβλωση της ανεκτικότητας.
Στην παραβολή των τριών δαχτυλιδιών, που επαναλαμβάνει ο Λέσινγκ στο έργο του «Νάθαν ο σοφός» -ένα αριστούργημα του Διαφωτισμού, της ελευθερίας της συνείδησης και της αυθεντικής ανεκτικότητας-, γίνεται λόγος για τρία δαχτυλίδια που συμβολίζουν τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό.
Ενα από τα δαχτυλίδια είναι το αυθεντικό, το πρωτότυπο. Τα άλλα δύο -λέει η παραβολή- είναι τέλειες απομιμήσεις, που δεν μπορούν να διακριθούν από το αληθινό. Δεν είναι επομένως δυνατό να γνωρίζουμε ποια είναι η αλήθεια, την οποία μπορούμε να διαβλέψουμε μόνον έμμεσα, στην ανθρωπιά εκείνου που έχει στο δάχτυλό του το δαχτυλίδι. Εκείνος από τους τρεις που φαίνεται πιο ανθρώπινος, περισσότερο ικανός για αγάπη και κατανόηση προς τους άλλους, πιο ανοιχτός, αυτός είναι που έχει στο δάχτυλό του το αληθινό δαχτυλίδι. Η αδυναμία όμως να γνωρίσουμε την αλήθεια δεν σημαίνει ότι αυτή δεν υπάρχει.
Αυτή, λέει ο Λέσινγκ, ανήκει μόνο στον Θεό, ενώ το καθήκον του ανθρώπου είναι να την αναζητάει, να την προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Την αλήθεια δεν μπορούμε να την κοιτάξουμε απευθείας, επειδή είναι αβάσταχτη, εκτυφλωτική, όπως στο ευαγγελικό επεισόδιο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο Κάφκα, που τον βασάνιζε η ιδέα της αλήθειας και της αδυναμίας να τη συλλάβουμε, έλεγε ότι μόνον ο μορφασμός στο κατάπληκτο πρόσωπο που αποτραβιέται από τη θέα του είναι αληθινός.
Μόνο στην πολύχρωμη αντανάκλασή της, λέει ο Γκέτε στον «Φάουστ», κατέχουμε τη ζωή. Σε αυτή τη διαδρομή του νου και της καρδιάς, η αμφιβολία έχει έναν αναγκαίο και θεμελιώδη ρόλο. Οχι η στείρα και αλαζονική αυτοϊκανοποιημένη αμφιβολία ή εκείνη που χάνεται μέσα σε μια ψυχολογική αβεβαιότητα, αλλά η αμφιβολία ως αυτοκριτική συνειδητοποίηση των ορίων μας και των αβεβαιοτήτων μας. Με αυτήν την έννοια, η αμφιβολία είναι το άλας, η ουσία, η κινητήρια δύναμη κάθε έρευνας της σκέψης. Αν αμφιβάλλω, υποστηρίζει ο Καρτέσιος, σκέφτομαι, και αν σκέφτομαι υπάρχω.
Μέσα από τη συστηματική χρήση της αμφιβολίας φτάνουμε σε μια βέβαιη και αναμφισβήτητη πρόδηλη αλήθεια: Η αμφιβολία ως δρόμος προς την αλήθεια.
Η μεθοδική αμφιβολία -σύμφωνα με τον Καρτέσιο, αλλά ήδη και σύμφωνα με τον Αυγουστίνο- είναι μια πυξίδα του λόγου στο ταξίδι του προς την αλήθεια. Είναι επομένως το αντίθετο της απόλυτης αμφιβολίας, του ακραίου σκεπτικισμού που πρέσβευαν αρχαίοι και νεότεροι, ήδη από τον Πύρρωνα, που ήταν σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και από τους μαθητές του, για τους οποίους τα πράγματα είναι ανεξιχνίαστα και δεν μπορεί να διατυπωθεί κανένας ισχυρισμός γι’ αυτά, αλλά μόνον η αφασία, η σιωπή. Οδηγούνται έτσι στην αναστολή κάθε κρίσης και στην αταραξία, στην απαθή αδιαφορία που είναι η μοναδική ευτυχία· στο να είναι «χωρίς γνώμες», χωρίς κλίσεις, χωρίς ανησυχίες.
Η απόλυτη αμφιβολία των ακραίων σκεπτικιστών, ο πυρρωνισμός και άλλες ανάλογες σχολές αποκρούστηκαν ακριβώς από τους φιλοσόφους που υποστήριξαν και ακολούθησαν τη «μεθοδική αμφιβολία», θεωρώντας την αναγκαία για την αναζήτηση της αλήθειας, που με τη σειρά της είναι σταθμός περαιτέρω έρευνας μιας πληρέστερης αλήθειας. Κατά τον Καρτέσιο, η σκέψη κατέχει μια αφετηριακή βεβαιότητα απέναντι στον εαυτό της.
Η μεγάλη μπαρόκ λογοτεχνία μάς βοήθησε να κατανοήσουμε για πάντα ότι η ζωή είναι όνειρο και ότι πρέπει να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, αλλά το εγώ που αμφιβάλλει, που ονειρεύεται, που σκέφτεται, γνωρίζει με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρχει. Η αναζήτηση της αλήθειας προϋποθέτει ίσως την εγκατάλειψη κάθε αυθόρμητης βεβαιότητας και κάθε γνώσης που μας έχει μεταβιβαστεί, ιδίως κάθε προκατάληψης, αλλά στο τέλος της αυστηρής γνωστικής διαδικασίας η αλήθεια επιβάλλεται στη νόηση του ανθρώπου.
Η ανακάλυψη που κάνει ο άνθρωπος της ίδιας της ύπαρξής του, του εαυτού του ως όντος που αμφιβάλλει και σκέφτεται, κατορθώνει να φτάσει -σύμφωνα με τον Καρτέσιο- στην ιδέα του Θεού και στην απόδειξη της ύπαρξής του. Με αυτήν συνδέονται οι αποδείξεις των θεμελιωδών αληθειών των μαθηματικών γνώσεων. Οπως γνωρίζουμε, ο απόλυτος δυϊσμός του Καρτέσιου ανάμεσα σε res cogitans και res extensa και οι συνακόλουθες θεωρίες του για την ψυχή και το σώμα, τη βιολογία και τη φυσική, την ύλη και τη σκέψη, υποβλήθηκαν σε κριτική, για παράδειγμα από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς.
Ο Καρτέσιος όμως επιβεβαιώνει με έμφαση ότι καμία ανθρώπινη έννοια δεν μπορεί να ξεφύγει από την αμφιβολία, που είναι το αφετηριακό σημείο για να φτάσουμε σε κάθε περαιτέρω αλήθεια. Αιώνες αργότερα, ο Χούσερλ υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να αναστείλουμε την εγκυρότητα κάθε θεωρίας και κάθε κρίσης και προκατάληψης.
Ο Χούσερλ υποστηρίζει την αναστολή κάθε συμβατικότητας μέχρι το αισθητά προφανές, που μπορεί να συλληφθεί και να επιβεβαιωθεί μόνο με την καθαρή φαινομενολογική περιγραφή. Σύμφωνα με τον Χούσερλ, η νεότερη επιστήμη είχε καταπνίξει αυτή την αισθητή διαύγεια των πραγμάτων και της ζωής, που ήταν τόσο προσφιλής στον Γκέτε. […]
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου