του Γιώργου Τσιάρα
Διαβάζοντας όλες αυτές τις μέρες διάφορα δήθεν ψυχοπονιάρικα γερμανικά και βρετανικά δημοσιεύματα (Handelsblatt, Welt, Economist κ.ά.), εν όψει της επικείμενης –και απολύτως πλασματικής– «εξόδου από τα Μνημόνια», για την απρόσμενα μεγάλη αντοχή του ελληνικού λαού στις κακουχίες, που όμως όλα ανεξαιρέτως κατέληγαν στην ανάγκη για «ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων» (διάβαζε: του ξεπουλήματος των τελευταίων δημόσιων «φιλέτων» και της πλήρους κατάργησης των εργασιακών κεκτημένων) και φυσικά σε κλασικές παραινέσεις τύπου «σκάσε και σκάβε», θυμήθηκα την «εκλογή του Χόμπσον».
Ο Τόμας Χόμπσον, που λέτε, ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου στάβλου με περίπου 40 άλογα στο Κέμπριτζ της εποχής των Τυδώρ, στα τέλη του 16ου αιώνα: όταν έμπαινες στον στάβλο του για να νοικιάσεις ένα άλογο, ο εν λόγω κύριος σου έδινε την επιλογή να διαλέξεις όποιο ζωντανό ήθελες, αρκεί να ήταν το πιο κοντινό στην κεντρική πόρτα – είτε σου άρεσε είτε όχι.
Η δικαιολογία του σταβλάρχη ήταν απλή: Αν όλοι οι πελάτες διάλεγαν τα καλύτερα άλογα, τότε αυτά πολύ γρήγορα θα «έσκαγαν» από την πολλή χρήση. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο πλήρης έλεγχος, το... κουμάντο στα άλογά του – αφού μόνον αυτός γνώριζε ποιο άλογο ήταν στον πρώτο θάλαμο κάθε στιγμή.
Κι έτσι έμεινε στα αγγλικά η έκφραση «Hobson’s choice»: μια δήθεν «ελεύθερη» εκλογή, όπου όμως το αποτέλεσμα είναι προαποφασισμένο – take it or leave it, που λένε και στο χωριό, κι όποιος δεν γουστάρει, πάει με τα πόδια... Με άλλα λόγια, η ψευδαίσθηση της επιλογής, είτε πρόκειται για τα άλογα και αργότερα τα αυτοκίνητα (με τυπικό παράδειγμα την περίφημη φράση του Χένρι Φορντ για το θρυλικό Model T: «Ο πελάτης μας μπορεί να το διαλέξει σε όποιο χρώμα θέλει, αρκεί να είναι μαύρο!») είτε πρόκειται για τη μοντέρνα αστική δημοκρατία μας και την «ελεύθερη εκλογή» των πολιτικών ηγετών μας, όπου μ’ έναν μαγικό τρόπο τα πρόσωπα αλλάζουν, αλλά οι κεντρικές –και βαθύτατα άνισες και άδικες– πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις παραμένουν ανέγγιχτες.
Ενας άλλος Βρετανός, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ήταν από τους πρώτους που συνέδεσε τα παροιμιώδη άλογα του Χόμπσον με τα ψευτοδιλήμματα της κάλπικης αστικής δημοκρατίας, τονίζοντας –ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα– ότι πραγματική δημοκρατία είναι μόνον «όταν η πλειοψηφία των πολιτών δεν υπόκειται στην εκλογή του Χόμπσον, όπου είτε ψηφίζεις το πρόσωπο που σου υποδεικνύουν οι τοπικοί άρχοντες είτε δεν ψηφίζεις καθόλου»...
Καμιά εξηνταριά χρόνια αργότερα, το 1922, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ένας διάσημος δημοσιογράφος και μέλος της αμερικανικής πολιτικής ελίτ, ο Γουόλτερ Λίπμαν, πρωτοπεριέγραψε στο περίφημο βιβλίο του «Public Opinion» την έννοια της «κατευθυνόμενης δημοκρατίας», της Guided democracy: μιας φαινομενικά και τυπικά δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπου ο κοσμάκης νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι, αλλά που –μέσα από την επιστημονική χρήση της προπαγάνδας και των μέσων μαζικής επικοινωνίας– λειτουργεί σαν ντε φάκτο δικτατορία της άρχουσας τάξης.
Αντεστραμμένος ολοκληρωτισμός
Σε αυτό το μνημειώδες έργο ταξικής κοινωνικής μηχανικής «πάτησε» και το τρομερό ανιψάκι του Φρόιντ, ο μεγαλοδιαφημιστής Εντουαρντ Μπερνέζ –του οποίου ο Λίπμαν υπήρξε μέντορας και στην αβάσταχτη κληρονομιά του οποίου είχα παλαιότερα αφιερώσει ένα ολόκληρο δρομο-λόγιο– για να γράψει την περίφημη «Προπαγάνδα» του: έναν ενδελεχή οδηγό για τη μαζική ψυχολογία και τις πρακτικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης, τα διδάγματα της οποίας εφαρμόζονται πιστά ώς τις μέρες μας, σε όλο τον κόσμο, είτε πρόκειται για καθαρά καταναλωτικές «ελεύθερες επιλογές» –τι αμάξι να αγοράσω;– είτε για πολιτικό μάρκετινγκ – ποιον υποψήφιο να ψηφίσω;
Αν και ο αγαπημένος μου όρος γι’ αυτό το παγκόσμιο πλέον φαινόμενο ανήκει στον σύγχρονο μοντέρνο πολιτικό επιστήμονα και φιλόσοφο Σέλντον Γουόλιν, που το 2003 έγραψε για το σημερινό πολιτικό σύστημα της Αμερικής πως είναι ένας Inverted totalitarianism – ένας «αντεστραμμένος ολοκληρωτισμός» που υπονομεύει εκ των έσω το Σύνταγμα αντικαθιστώντας το «συνταγματικό φαντασιακό» με το «φαντασιακό της ισχύος», στο όνομα της μάχης κατά του κομμουνισμού, της τρομοκρατίας ή κάποιου άλλου βολικού «εχθρού»...
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Γουόλιν, οι Κρις Χέτζις και Τζόε Σάκο εξήγησαν το 2012 ότι οι ΗΠΑ κυβερνιούνται πια από ένα πλέγμα διεφθαρμένων επιχειρήσεων που έχουν ανατρέψει στην πράξη τη δημοκρατία, ιδιωτικοποιώντας και ξεζουμίζοντας για το κέρδος τους κάθε φυσικό πόρο και χρησιμοποιώντας τον ακραίο καταναλωτισμό, τη λαϊκίστικη προπαγάνδα και την εξατομίκευση ως μοχλούς για την «οικειοθελή» παράδοση των ατομικών ελευθεριών από τους πολίτες.
Το μόνο που χρειάζεται, για να δουλέψει ο μηχανισμός της συστηματικής προπαγάνδας, είναι αυτό που ο Γουόλιν αποκαλεί «justifying mission» – μια κεντρική δικαιολογία. Κι αν στην Αμερική είναι ο μύθος της υπερδύναμης-«ηγέτιδος του ελεύθερου κόσμου», που εξάγει τη «δημοκρατία» της –δηλαδή την κυριαρχία των ελίτ της– με τα όπλα, στην Ελλάδα ο κεντρικός μύθος, αλλά και το βασικό προεκλογικό χαρτί όλων ανεξαιρέτως των κυβερνώντων της τελευταίας επταετίας είναι η «έξοδος από τα Μνημόνια» και η «ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας»...
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι μόνοι Ελληνες που έχουν πετύχει την έξοδο από τα Μνημόνια είναι το μισό εκατομμύριο συμπολίτες μας που έχουν ήδη μεταναστεύσει σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Τι κι αν το ΑΕΠ της «ισχυροτέρας των Βαλκανίων» έχει υποχωρήσει σχεδόν 25% σε λιγότερο από μία δεκαετία, σε μια εκστρατεία προαποφασισμένης μαζικής φτωχοποίησης εν καιρώ ειρήνης, πρωτοφανή στην παγκόσμια οικονομική ιστορία – την ώρα που η ηγεμονική Γερμανία πανηγυρίζει για το 16ο σερί τρίμηνο συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης;
Οι επίγονοι του Λίπμαν και του Μπερνέζ, τα τρισέγγονα του σταβλάρχη από το Κέμπριτζ, ετοιμάζουν κιόλας τις θημωνιές του φρέσκου σανού, για να μας βοηθήσουν να αποφασίσουμε σωστά στις επόμενες «ελεύθερες» εκλογές μας...
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου