Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Πορτοφολάς (1959)



Κάποιες ταινίες σε τραβούν να τις δεις για την ιστορία τους κι άλλες για τα πρόσωπα που τις αποτελούν όπως σκηνοθέτες, ηθοποιοί κι άλλοι. Ο "Πορτοφολάς" είναι η πρώτη ταινία που κέντρισε το ενδιαφέρον μου από την αφίσα. Μία αφίσα που την θεωρώ ως ένα ξεχωριστό έργο τέχνης. Από την άλλη δεν είχα δει καμία ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν, οπότε αποφάσισα να ξεκινήσω τη ψηλάφηση της φιλμογραφίας του από το συγκεκριμένο έργο. Αυτό που διαπίστωσα είναι πως ο σκηνοθέτης έχοντας μια λιτή ιστορία ενός κατατρεγμένου πορτοφολά, την εξύψωσε σε μία ενδοσκοπική ψυχανάλυση ενός ανθρώπου που ενώ στη καθημερινότητα για τους γύρω του θεωρείται θύτης, στη δική του ζωή νιώθει πως είναι ένα ακόμη θύμα της κοινωνίας.
Η ιστορία αναφέρεται στον Μισέλ, έναν νεαρό άνδρα που ζει σε μία άθλια σοφίτα. Η σπασμένη πόρτα που δε κλειδώνει ποτέ, φανερώνει πως δεν έχει τίποτα αξίας μέσα στο αχούρι. Τίποτα αξίας για τον μέσο πολίτη καθώς ένας τοίχος του είναι γεμάτος βιβλία. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που φανερώνει το πνευματικό επίπεδο του συγκεκριμένου ανθρώπου. Στη πορεία διαπιστώνουμε πως ο Μισέλ έχει μια μητέρα την οποία αποφεύγει να δει. Αυτό φανερώνει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Όχι ότι έζησε φτωχά καθώς το σπίτι της μητέρας του μαρτυρά μια οικονομική άνεση. Η δυστυχία των παιδικών του χρόνων οφείλεται στις λάθος συμπεριφορές και στην άγαρμπη διαπαιδαγώγηση. Μία γονική στάση που έχει μετατρέψει μια μεγάλη στρατιά ανθρώπων σε άβουλα κι ευθυνόφοβα πλάσματα. Ίσως αυτή η περίοδος της ζωής του ήρωα να σηματοδότησε και την τωρινή αντικοινωνική του στάση. Μόνος του περιφέρεται στους δρόμους αποφεύγοντας την αγάπη δυο εναπομεινάντων προσώπων που νοιάζονται γι' αυτόν, ενός φίλου και μιας κοπέλας που φροντίζει τη μάνα του και είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του.  
Φοβούμενος να βρει μια δουλειά, ο Μισέλ αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της παρανομίας. Αυτό το διαπιστώνουμε από την πρώτη κιόλας σκηνή όπου ο ήρωας πηγαίνει στον ιππόδρομο για να κλέψει τους θεατές. Η απειρία του και το ενοχικό σύνδρομο που μετέπειτα τον κυριεύει, γίνονται κακοί σύμμαχοι που τον προδίδουν. Συλλαμβάνεται αλλά δε βρίσκονται ενοχοποιητικά στοιχεία πάνω του για να τον κατηγορήσουν. Η πρόσκαιρη αθώωσή του δίνει θάρρος και θράσος να συνεχίσει. Αποφασίζει να αξιοποιήσει το ταλέντο του πορτοφολά μέσα στους συρμούς του μετρό. Άλλες φορές με επιτυχία κι άλλες όχι. Εκπληκτική είναι η σκηνή που τον σταματάει ένας επιβάτης και του ζητάει ευγενικά το πορτοφόλι του πίσω. Τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν μοιάζουν αιώνες και στο βλέμμα του Μισέλ βλέπουμε την αξιοπρέπεια να πεθαίνει και να πέφτει νεκρή στα τάρταρα καθώς το βλέμμα του χαμηλώνει προς το δάπεδο ενώ με το χέρι του ψάχνει να βρει το κλεμμένο πορτοφόλι στη τσέπη. Παρ' όλο που ταπεινώνεται, επιμένει να συνεχίσει στην παρανομία. Ίσως διότι δε μπορεί να βρει απαντήσεις στα υπαρξιακά διλήμματα του σύγχρονου ανθρώπου. "Πιστεύεις στον Θεό;" ρωτάει κάποια στιγμή η Ζαν τον Μισέλ. "Τον είχα πιστέψει μόνο για τρία λεπτά" της απαντά εκείνος. 


Κάποια στιγμή κουράζεται και σκέφτεται να τα παρατήσει. Τότε συναντά έναν άλλο πορτοφολά, ο οποίος του ζητά συνεργασία και τον μυεί στον κόσμο της παρανομίας. Παράλληλα ο επιθεωρητής που τον είχε συλλάβει την πρώτη φορά προσπαθεί να τον προστατεύσει συναντώντας τον και κουβεντιάζοντας μαζί του σε διάφορες βραδινές συναντήσεις που έχουν σε μικρά μπουάτ του Παρισιού. Εκεί φαίνεται πως ο μοναδικός φίλος του Μισέλ που ακολουθεί σ' αυτές τις συναντήσεις, γνωρίζει τη σκοτεινή πλευρά του ήρωα. Το διαπιστώνουμε αυτό στη σκηνή που ο Μισέλ πιάνει το σακάκι του κι αυτός τον κοιτά ταραγμένος μήπως και του κλέψει το πορτοφόλι. Τα σιωπηλά τους βλέμματα λένε περισσότερα από μια σύντομη κουβέντα. Το ξαναβλέπουμε όταν απ' όλα τα βιβλία του Μισέλ, εκείνος διαλέγει το "Ο Βασιλιάς των Πορτοφολάδων" προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να ταρακουνήσει τον νεαρό. Σ' αυτές τις αντικρούσεις ο Μισέλ απαντά με φιλοσοφικό ύφος, φανερώνοντας για μία ακόμη φορά τον πνευματικό του πλούτο. "Πως θα κριθούμε; Υπάρχει κάποιος κώδικας;" αναρωτιέται όταν του μιλούν για τη θεία δίκη.
Έρχεται όμως η στιγμή που η αδυναμία του τον πνίγει. Νιώθοντας πως ο κλοιός στενεύει γύρω του αποφασίζει να το σκάσει. Από την αστυνομία, από την Ζαν που φανερώνει όλο και πιο πολύ τον έρωτά της, από την παρανομία του; Κανένα απ' αυτά τα ερωτήματα δεν απαντάτε ξεκάθαρα. Μετά από λίγα χρόνια ο Μισέλ επιστρέφει με το βάρος της αποτυχίας στο Παρίσι. Η Ζαν έχει γίνει μάνα από τον φίλο του Μισέλ, ο οποίος την έχει παρατήσει μόνη. Ο ήρωας αποφασίζει να βοηθήσει όσο μπορεί την κατάσταση με πιο έννομους τρόπους. Όμως το παρελθόν του εξακολουθεί να τον κυνηγά. Κι ενώ αισθάνεται την παγίδα που του στήνεται, τελικά πέφτει μέσα σ' αυτήν αδιάβαστος. 
Για ποιο λόγο όμως κάνει αυτό το μεγάλο λάθος; Ίσως επειδή θεωρεί πως η τέχνη του πορτοφολά, του προσφέρει ένα αίσθημα ελευθερίας κι έναν μοναδικό τρόπο έκφρασης σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι ασφυκτιούν και φθείρονται σε ανούσιες εργασίες. Οπότε αποφασίζει να θυσιαστεί γι' αυτήν την ιδέα; Ίσως επειδή ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του για λάθη του παρελθόντος που υπονομεύονται στους διαλόγους της ταινίας; 
Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά αφήνοντας τον θεατή να βρει μια απάντηση σ' αυτά. Αυτό όμως που δυσκολεύει στις απαντήσεις είναι πως ο Μισέλ θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μία υπεροψία που όχι μόνο δεν του βγήκε σε καλό αλλά τον οδήγησε στην μοναξιά.


Τελικά τι είναι αυτό που με κέρδισε στη συγκεκριμένη ταινία; 
Πρώτα απ' όλα η ιδιαίτερη ερμηνεία του ερασιτέχνη ηθοποιού που υποδύεται τον Μισέλ. Ήταν ιδιαίτερο το παίξιμό του στην ταινία. Δεν υπάρχει καμία εκδήλωση συναισθήματος καθ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας ακόμα και στη στιγμή που προσπαθεί να εκδηλώσει την αγάπη του στο πρόσωπο της μητέρας του όταν εκείνη πεθαίνει. Μία σύγχρονη συναισθηματική σφίγγα.  Το στήσιμό του, ο τρόπος που μιλούσε και οι κινήσεις του δείχνουν έναν άνθρωπο έξω από τα νερά του. Μια έξυπνη επιλογή από τον σκηνοθέτη, καθώς ήθελε να μας παρουσιάσει έναν άνθρωπο που ενώ ανήκει αλλού αναγκάζεται να βρεθεί σε λάθος στιγμή, σε λάθος κατάσταση και σε λάθος χρόνο. 
Έπειτα μαγεύτηκα από την υπέροχη μουσική και την απότομη εναλλαγή σιωπής και θορύβου, κάτι που κρατούσε το μυαλό μου σε εγρήγορση καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. 
Παράλληλα με εντυπωσίασε η εκπληκτική "χορογραφία" των πορτοφολάδων. Οι κινήσεις τους παρουσιάζονται σε αργές κινήσεις για να καταλάβουμε τον τρόπο που δρούσαν. Ο τρόπος που μεταφέρονται από χέρι σε χέρια τα πορτοφόλια, τα ρολόγια και τα χρήματα είναι εξαιρετικός. Μαγεύεσαι και κοιτάς σαστισμένος την οθόνη. 
Τέλος είναι η αξεπέραστη γοητεία της πανέμορφης Μαρίκα Γκριν. Από τις πιο γοητευτικές γυναίκες του γαλλικού κινηματογράφου. 
Η συγκεκριμένη ταινία ξεχωρίζει διότι ξεπηδάει από ένα πάντρεμα ιταλικού νεορεαλισμού, γαλλικής Nouvelle Vague κι αποσπασμάτων από την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα έργο που μπλέκει παράλληλα πολλές και διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές φιλοσοφίες, κάτι που φανερώνεται στο τέλος όπου η Ζαν λέει στον Μισέλ «τι παράξενο μονοπάτι ακολούθησα προκειμένου να σε βρω».
Ο "Πορτοφολάς" είναι ένα σπάνιο και δύσκολο αριστούργημα της 7ης Τέχνης που φαίνεται πως δίδαξε πολλούς μεταγενέστερους σκηνοθέτες. 

Βαθμολογία: 8/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου