«Λάσπηηηη!!», έσκουξε ο Μπάμπης, που έβλεπε τη σκάφη ανάμεσα στα σκέλια του να αδειάζει.
«Δεν ακούς ρε από μέσα; Φέρε λάσπη, γαμώ το κεφάλι σου το κλούβιο!» ωρυόταν, και οι φλέβες στο λαιμό του καργάριζαν να σπάσουν.
Σβούριξε το φραγκόφτυαρο καταγής και με το αριστερό χέρι πιάστηκε από τη χιαστή της σκαλωσιάς, με το δεξί κράδαινε το μουστρί, έτοιμος να το σφεντονίσει, γέρνοντας να κοιτάξει από τη μπαλκονόπορτα μέσα στην οικοδομή.
«Τώωωωρα…», αποκρίθηκε μια φωνή άφυλη, ένρινη, νωθρή, ναζιάρικη, παρακλητική.
«Βγόδωνε, βρε, παραμονιάτικο. Εδωνά θα βραδιαστούμε. Άντε, βρε μουρόχαυλε, και τον έχω δαγκάσει από το κρύο.»
«Τώωωωρα…», ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή, άτονη, αμέτοχη και εξασθενημένη.
Στο μπαλκόνι ξεμύτισε στραβοπατώντας, κάτισχνη, η φιγούρα του Λιγουδιού, θαμπή, πιτσιλισμένη πατόκορφα με τεφρούς λεκέδες τσιμέντου.
Στον ώμο κουβαλούσε με δυσκολία το ντενεκέ, που έσταζε ακόμα νερουλή λάσπη στα γκρίζα λιγδιασμένα μαλλιά του, στο κρόταφο, στο ζαρωμένο λαιμό και στο καρό μπαλωμένο πουκάμισο.
Στάθηκε κάτω από την σκαλωσιά, αδύναμος να τεντώσει τα χέρια να τον σηκώσει. Ο Μπάμπης φουρκίστηκε.
«Ου, να μου χαθείς, ξεφυσίδι!!! Πού σε βρήκα και σε πήρα; Κορμί άχρηστο. Πού είναι, ρε, τα κουράγια σου; Τα ’πινες εχτές; Τζερεμέ. Πάλι αριάνι η λάσπη, πανάθεμά σε. Δε σου ‘πα ρε, να βάλεις λίγη άμμο παραπάνω; Το χοντρό σουβά κάνω, πόσες φορές θα σου το πω; Το-χο-ντρό», συλλάβισε τη τελευταία φράση.
Αργά το μεσημέρι, ο Μπάμπης, με μούρη παντζάρι από το ξεροβόρι, κοντόχοντρος και στρογγυλός σαν τη μπετονιέρα του, κατέβηκε από τη σκαλωσιά κι έβαλε το χέρι στη τσέπη. Έσυρε από μέσα κάνα δυο στραπατσαρισμένα, κακοδιπλωμένα, καφετιά χιλιάρικα.
Το Λιγούδι άνοιξε την παλάμη και τα μάτια διάπλατα.
- Κανόνισε να γίνουνε πάλι ρακιά. Το ρεύμα ακόμα κομμένο, ρε; Στα σκοτεινά φέτος, ε;
- Αύριο πάλι μάστορη;
- Τι αύριο, ρε χέστη; Δεν ξέρεις τι ‘ναι αύριο;
- Τι είναι μάστορη;
- Χριστούγεννα ρε είναι, άκου «τι είναι». Η γυναίκα γύρισε;
Όταν το Λιγούδι άκουσε τη φλορέτα του μάστορα να γκαζώνει και να ξεμακραίνει, ξέπλενε ακόμα τα εργαλεία στο παγωμένο νερό του βαρελιού. Τέλειωσε, αναποδογύρισε το ντενεκέ κι έκατσε πάνω του να φουμάρει το τελευταίο τσιγάρο.
Ήξερε καλά να νυχιάζει ο Μπάμπης. Χέρι δε σήκωνε αλλά τα λόγια του δηλητήριο, καμτσικιές που του πληγώσανε τη ράχη. Τσούχτρα, δεν τον λέγανε άδικα. Και σκοτάδι και απουσία.
Μπορεί το Λιγούδι, το παρατσούκλι του ήτανε Σιλιγούδι αλλά το ψαλιδίσανε κι αυτό, να ήτανε ό,τι ήτανε μα είχε ακόμα φιλότιμο.
Σπίτι δεν γύρισε. Τι να κάνει; Όπως ήταν, με τα ρούχα της δουλειάς, πήγε να σεργιανίσει στην αγορά, να δει τον κόσμο που ψώνιζε απελπισμένος, μήπως και ξορκίσει τη θλίψη του. Μετά στην πλατεία, ξένος μέσα σε ξένους, άκουσε τη φιλαρμονική να παιανίζει χριστουγεννιάτικα. Αγόρασε ένα τσουρέκι, το έθεσε υπό μάλης ξεψωμίζοντας πότε-πότε μικρές μπουκίτσες που τις σάλιωνε και τις κατέβαζε σχεδόν αμάσητες, αφού δόντι δεν του είχε απομείνει. Το σούρουπο έβαλε πλώρη για το τσαρδάκι του. Στο δρόμο, διαβαίνοντας από το νεκροταφείο της ενορίας στάθηκε εμβρόντητος. Γιατί δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Εκεί, κολλητά στο οστεοφυλάκιο, στη χαμοκέλα που φύλαγε ο Γιάκωβος τα εργαλεία του, καβατζάριζε του κόσμου τα καλά. Πολλές φορές τον είδε να πατάει τον πλίθο και να χώνει το κλειδί κάτω από την κεραμίδα, όταν τελειώνανε την εκταφή. Λάδια θες που έφερναν για τα καντήλια, κρασάκι να ξεπλένει ο παπάς τα κόκαλα των αποδημησάντων, πρόσφορα ζυμωτά από αρτοκλασίες, μέχρι και κονιάκ τον είχε κεράσει μαζί με σοκολατάκι περισσευούμενο από πλούσιο μνημόσυνο.
Πήδηξε την μάντρα και βρέθηκε στο νεκροταφείο, σκιά μέσα στις σκιές των κυπαρισσιών που υψώνονταν πένθιμα στο συλλογισμένο ουρανό.
Στην κάμαρη πρώτα άναψε και τα πέντε καντήλια, θα τα επέστρεφε στην πρώτη ευκαιρία, δεν ήταν δα κανένας σελέμης. Άναψε μετά μπόλικα μισοκαμένα κεριά, από τη παράγκα κι αυτά, μπήγοντάς τα μέσα σε λαιμούς άδειων μπουκαλιών. Έφεξε ο κόσμος. «Αχ μωρέ Φιλίτσα» στέναξε. Σε ένα βαθύ πιάτο έκοψε χοντρές φέτες σταρένιο ψωμί περιχύνοντάς το με μπόλικο λάδι. Έβαλε κι αλάτι. Από το σάκο με τα κλοπιμαία να ‘σου κι ένα πεντόκαρτο κρασί, λίγο ξινισμένο, μα καθόλου δεν τον ένοιαξε. «Συχωρέσετέ μου κι ο Θεός συχωρέσει σας» σήκωσε το ποτήρι «και του χρόνου μαζί» ευχήθηκε σε μια αδειανή καρέκλα και το κατέβασε μονορούφι.
Εκείνο το βράδυ, πριν να ξεσπάσει η προαναγγελθείσα καταιγίδα, κεραυνός πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, μετατρέποντας κεντρικό υποσταθμό του δικτύου σε θλιβερά αποκαΐδια, καταποντίζοντας στο σκοτάδι τη νησιώτικη κωμόπολη, λίγες ώρες πριν το χάραμα.
Ηλίθιοι προβολείς που φώτιζαν ντουβάρια ναών λιγοθύμησαν, λαμπιόνια παγερά του θανάτου ξέχειλα από κακογουστιά του δημάρχου κάρωσαν, ξεψύχησαν έκπληκτες οι εορταστικές φωταψίες.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, τη νύχτα εκείνη που μας έζωσε το σκοτάδι, να αιωρηθούμε ψηλά, εκεί στον αιθέρα, θα βλέπαμε ανταριασμένο με άσπρες χαίτες το θαλασσινό μπουγάζι, που καταπίνει τόσους κατατρεγμένους αθώους από την αδιαφορία μας, να δέρνεται από την καταιγίδα και δίπλα να μαυρίζει και να πλέει μέσα σε καταχνιά ζοφερή και ανυπόφορη η μικρή μας πόλη.
Μόνο από το τσιμπλιασμένο παραθύρι του Λιγουδιού, που κοιμόταν βαθιά και ροχάλιζε μακάριος, αφού άδειασε το μπουκάλι, θα βλέπαμε να σταλάζουν φεγγερές, θαλπερές, κηλίδες φωτός, ίδια πολύτιμα δάκρυα πάνω σε μαύρο βελούδο.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, πράμα ασύγκριτα δυσκολότερο, να τρυπώσουμε στο όνειρό του, θα τον βλέπαμε να στέκεται στη πόρτα του φτωχόσπιτου, που άστραφτε τώρα σαν παλάτι ολόφωτο πίσω του, και την Φιλίτσα να ανεβαίνει βαριανασαίνοντας με τα χέρια στη μέση τα σκαλοπάτια κι ένα χαμόγελο, ναι, ένα χαμόγελο να αιωρείται κι εκείνο αβέβαιο, έτοιμο να ανθίσει, σα χειμωνιάτικη βιορέτα στα χείλη της.
Φωτογραφία ανάρτησης:Lee Miller
Henry Moore with his sculpture Mother and Child, Farleys Garden, East Sussex, 1953
Για πολλά χρόνια είχα συσχετίσει την Τουλούζη με τον διάσημο ζωγράφο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, παρόλο που η γενέτειρα πόλη του είναι η γειτονική Αλμπί. Κάθε φορά που έβλεπα κάποιον πίνακα του ζωγράφου μου ερχόταν συνειρμικά στο μυαλό η ροζ πόλη της Γαλλίας. Με αυτό το παιχνίδι του μυαλού, η Τουλούζη κατάφερε με τον καιρό να κερδίσει το ενδιαφέρον μου και να μπει στη λίστα των πόλεων που ήθελα να επισκεφθώ. Ένας στόχος που τελικά επετεύχθη το φθινόπωρο που μας πέρασε, συνδυάζοντάς την με το αριστοκρατικό Μπορντώ και το μεσαιωνικό Καρκασσόν.
Η Τουλούζη είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας, είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Midi-Pyrénées και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Η ποιότητα ζωής των κατοίκων της την κατατάσσουν στη δεύτερη θέση, κι όχι άδικα, καθώς ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη ομορφιά της, την ηρεμία των γειτονιών της, την έντονη ζωντάνια των φοιτητών της αλλά και για τη ξεχωριστή της αρχιτεκτονική που βασίζεται στην ιστορία και την οικονομική της άνθηση και στον πολιτισμό της. Επίσης, η Τουλούζη έχει όλα τα θετικά στοιχεία τόσο μιας επαρχιακής πόλης όσο κι ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Οπότε, μπορεί κανείς να συναντήσει μια ποικιλία μπιστρό και καφετεριών, πανεπιστημιακά ιδρύματα, μουσεία και γκαλερί δίπλα σε κλειστές αγορές και υπαίθρια παζάρια, γαλήνια πάρκα αλλά κι έναν πανέμορφο περίπατο κατά μήκος του ποταμού Γαρούνα.
Όμως αυτό που κάνει την Τουλούζη ξεχωριστή, είναι το κόκκινο τούβλο με το οποίο είναι χτισμένα όλα της τα κτίρια. Η ερυθρή του απόχρωση, προερχόμενη από τη λάσπη του ποταμού Γαρούνα που είναι πλούσια σε οξείδια του σιδήρου, προσέδωσε στην πόλη μια ιδιαίτερη γοητεία παρόλο που για πολλά χρόνια τα συγκεκριμένα ευτελή οικοδομικά υλικά προκαλούσαν ντροπή στους κατοίκους της πόλης. Όταν όμως ήρθε η οικονομική άνθηση κι άρχισε ο καλλωπισμός των κτιρίων της, οι κάτοικοι της Τουλούζης παρατήρησαν πως το χρώμα των τούβλων πρόσφερε μια ζεστή ροζ απόχρωση κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Η παρατήρηση αυτή ώθησε τις αρχές να διατηρήσουν και να αναδείξουν αυτό το χρώμα, χαρίζοντας στην Τουλούζη το προσωνύμιο της "Ροζ πόλης".
Η οικονομική άνθηση της πόλης παρουσιάστηκε κατά την περίοδο του 15ου κι 16ου αιώνα, όταν ξεκίνησε το εμπόριο του παστέλ. Το παστέλ (Isatis Tinctoria) είναι ένα μικροσκοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα, μετά από ειδική τεχνική επεξεργασία, βοηθούν στην παραγωγή μιας υψηλής σε ποιότητα ανεξίτηλης μπλε βαφής. Η ζήτησή του ήταν πολύ μεγάλη καθώς εκείνη την εποχή το μπλε χρώμα αποτελούσε σύμβολο αριστοκρατίας. Γι' αυτό το λόγο πολλές ευρωπαϊκές χώρες επεδίωξαν να καλλιεργήσουν το συγκεκριμένο φυτό, χωρίς όμως την προσδοκώμενη ποιότητα, αποδεικνύοντας πως το έδαφος και το κλίμα της Νοτίου Γαλλίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού. Η γεωλογική μοναδικότητα της περιοχής μεταξύ Τουλούζης, Αλμπί και Καρκασόν, την έκανε παγκοσμίως γνωστή ως το Χρυσό Τρίγωνο του Παστέλ. Όμως, οι κακές επενδύσεις κι η είσοδος στην αγορά ενός πιο φθηνού και ευκολότερα επεξεργασμένου χρώματος, του indigo, έφερε την οικονομική πτώση στο συγκεκριμένο παραγωγικό τομέα. Στις μέρες μας, η οικονομία της πόλης βασίζεται στην ευρωπαϊκή αεροδιαστημική βιομηχανία και στην κατασκευή αεροσκαφών. Μάλιστα, το αεροδρόμιο Blagnac είναι η έδρα παραγωγής και συναρμολόγησης των γιγαντιαίων Airbuses.
Πέρα όμως από την οικονομική της άνθηση και την ροζ απόχρωσή της, η Τουλούζη φημίζεται για να μοναδικά της μνημεία. Ορόσημο της είναι το Καπιτώλιο (La Capitole) που στέκεται στην καρδιά της Παλιά Συνοικία (Vieux Quartier). Το Καπιτώλιο κατασκευάστηκε τον 12ο αιώνα ως έδρα της τοπικής κυβέρνησης και σήμερα λειτουργεί ως δημαρχείο και θέατρο όπερας. Στο "Théâtre du Capitole de Toulouse" στεγάζονται μία εταιρεία όπερας και μία μπαλέτου, καθώς κι η συμφωνική ορχήστρα Orchester Νational du Capitole de Toulouse. Ο πρώτος χώρος παραστάσεων στήθηκε στο κτίριο το 1736 από τον Guillaume Cammas και μετά από μια περίοδο παραμέλησης, ανοικοδομήθηκε το 1818 η σημερινή του όψη. Έναν αιώνα αργότερα, το 1917, το θέατρο υπέστη ζημιές από πυρκαγιά, κι αναστηλώθηκε εκ νέου το 1923. Η πρόσοψη του κτιρίου εκσυγχρονίστηκε το 1996, ενώ το θέατρο ανακαινίστηκε και λειτούργησε και πάλι στην έναρξη της σαιζόν 2010-11. Η σημερινή χωρητικότητά του είναι 1156 θέσεις. Η επιβλητική του πρόσοψη με την πλούσια γλυπτή του διακόσμηση και τη ροζ απόχρωση, τραβάει αμέσως την προσοχή του επισκέπτη. Όμως η μεγαλοπρέπειά του είναι συγκεντρωμένη στις αριστοκρατικές του αίθουσες με τις υπέροχες τοιχογραφίες και μιας πλούσιας συλλογής έργων τέχνης, κάνοντας πολλούς να το χαρακτηρίζουν ως Μουσείο Τέχνης. Κι όχι άδικα.
Οι τοιχογραφίες, οι πίνακες αλλά και τα γλυπτά που βρίσκονται στις αίθουσες του Καπιτωλίου, παρουσιάζουν την ιστορία της πόλης. Μέσα από τις περιπλανήσεις μας μέσα στο κτίριο μάθαμε πως το 1323 ιδρύθηκε στην Τουλούζη ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά ιδρύματα, η Ακαδημία των Παιχνιδιών των Λουλουδιών (Academy of Floral Games), όπου μέσω αυτής επτά ντόπιοι τροβαδούροι διοργάνωσαν τον πρώτο διαγωνισμό ποίησης, ο οποίος διεξάγεται ετησίως μέχρι και σήμερα, όπου απονέμεται το βραβείο του καλύτερου ποιητή, το οποίο είναι που μια επιχρυσωμένη βιολέτα (το σύμβολο της πόλης). Μέσα απ' αυτή τη διοργάνωση ξεπήδησε ένας τοπικός θρύλος, για την Clémence Isaure, η οποία σήμερα θεωρείται μούσα και προστάτρια της ποίησης της Τουλούζης. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η βιολέτα, είναι το σύμβολο της πόλης. Τα μικρά μωβ άνθη, τα έφεραν οι Ιταλοί πριν από πολλούς αιώνες και συγχωνεύτηκαν με την τοπική ταυτότητα. Σήμερα η Τουλούζη θεωρείται η πρωτεύουσα της βιολέτας, παράγοντας από μέλι και σιρόπι βιολέτας, μέχρι μαρμελάδα, ζελέ, λικέρ, άρωμα, ακόμα και θυμίαμα με άρωμα και χρώμα από το πανέμορφο λουλούδι.
Από την Αίθουσα με τη Μεγάλη Σκάλα που μας ανέβασε στο πάνω όροφο, μπαίνουμε πρώτα στην "Αίθουσα των Γάμων" (Salle Gervais) όπου οι κάτοικοι της Τουλούζης πραγματοποιούν τους πολιτικούς τους γάμους. Γι' αυτό το λόγο, οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το χώρο, αναφέρονται στη δύναμη της Αγάπης. Σε τρεις απ' αυτές τις τοιχογραφίες παρουσιάζεται η Αγάπη στις ηλικίες των 20, των 40 και των 60 χρόνων. Στη συνέχεια ακολουθεί η "Αίθουσα του Henri-Martin" (Salle Henri-Martin), με μια συλλογή μεγάλων πινάκων που παρουσιάζουν το πέρασμα του χρόνου μέσα από τις τέσσερις εποχές του έτους. Τέλος, η Αίθουσα των Επιφανών (Salle Des Illustres) είναι το πιο εντυπωσιακό κι εμβληματικό δωμάτιο του Καπιτωλίου με 20 ζωγράφους και γλύπτες να προσπαθούν να υμνήσουν και να απαθανατίσουν στιγμές και μορφές του λαμπρού παρελθόντος της πόλης.
Πίσω από το Καπιτώλιο, ορθώνεται ο καλοδιατηρημένος πρώην Πύργος των αρχείων της πόλης, γνωστός σήμερα ως Donjon, στεφανωμένος με ένα καμπαναριό φλαμανδικής έμπνευσης. Υπήρξε ένα από τα κτίρια που αποκαταστάθηκαν από τον Viollet-le-Duc τον 19ο αιώνα κι από το 1948 λειτουργεί ως τουριστικό γραφείο της Τουλούζης. Από εκεί ξεκινάει κι η Παλιά Συνοικία με τα γραφικά μεσαιωνικά της σοκάκια και τα αρχοντικά της, τα οποία κατασκευάστηκαν από τους πλούσιους εμπόρους και τους ευγενείς της πόλης κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, οι οποίοι πλούτισαν με το εμπόριο του pastel.
Περπατώντας αμέριμνοι στις αριστοκρατικές γειτονιές θαυμάζοντας τα υπέροχα αρχοντικά που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, πέσαμε πάνω στο Ίδρυμα Μπέμπεργκ (Fondation Bemberg), το οποίο στεγάζεται στο πιο όμορφο αρχοντικό της Τουλούζης (το πρώην Hôtel d’Assézat). Το συγκεκριμένο ίδρυμα αποτελεί την καλύτερη γκαλερί τέχνης της Τουλούζης, καθώς διαθέτει μια διακεκριμένη ιδιωτική συλλογή αναγεννησιακών και ιμπρεσιονιστικών αριστουργημάτων που ανήκουν στη συλλογή του Αργεντίνου δισεκατομμυριούχου Georges Bemberg.
Ωστόσο η πόλη έχει τη φήμη πως διαθέτει περισσότερους από εκατό ναούς, οι οποίοι χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι τον 19ο αιώνα. Θεωρώ πως η φήμη αυτή επιβεβαιώνεται σε όποιον περπατήσει στις γειτονιές της, συναντώντας μια ποικιλία αρχιτεκτονικών στυλ, από τον ρωμανικό έως τον γοτθικό ρυθμό.
Πρώτα επισκεφθήκαμε τον καθεδρικό ναό της πόλης. Ο Cathédrale Saint-Étienne ξεκίνησε να χτίζεται από τον 5ο αιώνα αποκτώντας ένα συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών τάσεων, προσφέροντάς του μια όψη ασυνήθιστη κι εκλεκτική. Αυτό που κάνει τον συγκεκριμένο ναό ιδιαίτερο είναι πως συνδυάζει δυο γοτθικά στυλ, το νότιο που είναι συμπαγές και δυναμικό και το βόρειο γοτθικό στιλ που είναι κομψό και φωτεινό.
Στο ιστορικό κέντρο της πόλης βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι των Ιακωβίνων (Couvent des Jacobins), ένα εντυπωσιακό τούβλινο σύμπλεγμα που διαθέτει μια μοναδική στο είδος της εκκλησία. Το μνημείο ξεχωρίζει για τον αυστηρό εξωτερικό του ρυθμό που έρχεται σε αρμονική αντίθεση με το φωτεινό κι απαλό εσωτερικό του χώρο, όπου οι τοίχοι του είναι εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένοι με την τεχνική του trompe l’œil που μιμείται το μάρμαρο, καθώς αυτό θεωρείται υλικό πιο ευγενές από το τούβλο κι οι τοξωτοί του θόλοι δίνουν την αίσθηση πως αιωρούνται ανάλαφροι πάνω από τα κεφάλια μας. Το συγκεκριμένο μνημείο εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό καθώς το μοναστήρι, η παλιά τράπεζα, το παρεκκλήσι της Παναγίας και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίνου φιλοξενούν συναυλίες και εκθέσεις. Τέλος, στο συγκεκριμένο ναό βρίσκονται τα λείψανα του Δομινικανού μοναχού Θωμά Ακινάτη.
Η εκκλησία Saint Pierre des Cuisines, δίπλα στην πλατεία Saint-Pierre της Τουλούζης, αποτελεί την παλαιότερη εκκλησία στη νοτιοδυτική Γαλλία. Είναι χτισμένη στην θέση μιας παλιάς γαλλο-ρωμαϊκής νεκρόπολης του 4ου αιώνος και έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο από το 1977, οπότε και τέθηκε υπό την ευθύνη του Μουσείου Saint-Raymond της πόλης. Σήμερα στεγάζει αίθουσα 400 θέσεων για το περιφερειακό Ωδείο της Τουλούζης.
Επίσης, η Βασιλική της Notre Dame de la Daurade, στις όχθες του ποταμού Γαρούνα, εντυπωσιάζει με την επιβλητική της κλασσική πρόσοψη. Ο συγκεκριμένος ναός φιλοξενεί την Μαύρη Παρθένο, της οποίας τα φορέματα είναι σχεδιασμένα από τον Christian Lacroix, τον Jean-Charles de Castelbajac και άλλους κορυφαίους σχεδιαστές.
Το μνημείο όμως που λατρέψαμε και περάσαμε αρκετές στιγμές στα στέκια της γειτονιάς του, είναι η Bασιλική του Αγίου Σερνίνου (Basilique St Sernin) η οποία υπήρξε η εκκλησία της Μονής του Αγίου Σερνίνου (ή Αγίου Σατουρίν), από την οποία δυστυχώς δεν σώζεται κανένα άλλο κτίριο. Η επιβλητική εκκλησία χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης βασιλικής που είχε χτιστεί τον 4ο αιώνα, για να φυλάξει τα λείψανα του Αγίου Σερνίνου, του πρώτου επισκόπου της Τουλούζης. Ο ναός κατασκευάστηκε σε ρωμανικό ρυθμό μεταξύ 1080 και 1120 κι αποτελεί το μεγαλύτερο ρωμανικό μνημείο της Ευρώπης με μια πλούσια συλλογή ρωμανικών γλυπτών. Το 1998 συμπεριελήφθη στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς των διαδρομών του Santiago de Compostela, στη Γαλλία.
Από τον Άγιο Σερνίνο ξεκινάει η οδός Taur, η οδός του ταύρου, όπου μαρτύρησε ο πολιούχος της πόλης. Στο σημείο που το άψυχο σώμα του επισκόπου αποσπάστηκε από τον ταύρο που τον έσερνε στην πόλη, χτίστηκε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία Notre-Dame du Taur (Παναγία του Ταύρoυ), η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο από το 1840. Σήμερα, η οδός Taur είναι γεμάτη όμορφες κρεπερί κι ethnic κουζίνες κι έχει μια από τις πιο ιστορικές κινηματογραφικές αίθουσες όπου πραγματοποιούνται αρκετές εκδηλώσεις.
Από το ιστορικό κέντρο της Παλιάς Συνοικίας, κατηφορίσαμε προς τον Βοτανικό Κήπος, ο οποίος ιδρύθηκε το 1730 από την Επιστημονική Εταιρεία της Τουλούζης και το 1794 μετατράπηκε στο σημερινό "Κήπος των Φυτών", του οποίου ο αρχικός σκοπός ήταν να μπορούν οι φοιτητές ιατρικής να κάνουν χρήση των διαφόρων βοτάνων και φυτών. Ο εξωραϊσμός του πάρκου σχεδιάστηκε από τον L. Mondran και το 1808, με διάταγμα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο κήπος έγινε ιδιοκτησία της πόλης και άνοιξε για το κοινό. Σήμερα, είναι ένας δημόσιος κήπος με πάνω από εκατό είδη βοτάνων, μικρούς καταρράκτες, λιμνούλες και γλυπτά. Επίσης στο συγκεκριμένο πάρκο βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Δίπλα στους "Κήπους των Φυτών" βρίσκεται το Parc Grand Rhône, το οποίο περιλαμβάνει τους Βοτανικούς Κήπους και τους Βασιλικούς Κήπους. Το πάρκο σχεδιάστηκε τον 18ο αιώνα ως μέρος ενός σχεδίου βελτίωσης της πόλης, επιλέγοντας χαρακτηριστικά του αγγλικού σχεδιασμού τοπίου κι είναι διακοσμημένο με σοκάκια, πέτρινα γλυπτά και μικρά σιντριβάνια.
Ωστόσο, η πόλη περηφανεύεται και για έναν μικρό κήπο εμπνευσμένο από την κλασική ιαπωνική παράδοση, που βρίσκεται στο πάρκο Compagnes-Caffarelli. Ο κήπος διαμορφώθηκε το 1981 χάρη στην πρωτοβουλία του δημάρχου της Τουλούζης, Π. Μπόντι κι ο σχεδιασμός του βασίστηκε στους κήπους του Κιότο. Στο κέντρο του θεματικού πάρκου υπάρχει μια μικρή λιμνούλα με μια κόκκινη γέφυρα, η οποία οδηγεί σ' ένα κλασικό ιαπωνέζικο τεϊοποτείο. Εντός του κήπου υπάρχουν διάσπαρτες συμβολικές πέτρες που αντιπροσωπεύουν το ιερό όρος Φούτζι.
Ακολουθώντας το Κανάλι του Midi που έχει μετατραπεί σε περίπατο δίπλα στο νερό και κάτω από τα πυκνά και πανύψηλα πλατάνια, κατηφορίσαμε προς το πανεπιστήμιο της πόλης. Το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1229 από τον Raymond VII κι έκλεισε κατά τη Γαλλική Επανάσταση με τη λειτουργία του αποκαταστάθηκε το 1896.
Κοντά στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις βρίσκεται κι η πλατεία Saint-Pierre, η οποία σφύζει από ζωή με τα φοιτητικά της στέκια και το υπαίθριο μικρό της παζάρι. Από την πλατεία, κατεβαίνει ένα διάζωμα προς τις όχθες του ποταμού, στο οποίο συγκεντρώνεται κόσμος κάθε απόγευμα για να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα της πόλης, έχοντας φόντο τον τρούλο του Saint-Joseph de la Grave, του πλέον πολυφωτογραφημένου μνημείου της πόλης. Τις μέρες που μείναμε στην Τουλούζη, μας έκανε πολύ καλό καιρό, δίνοντάς μας την ευκαιρία να απολαύσουμε κι εμείς το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα.
Το παρεκκλήσιο του Saint-Joseph de la Grave που δεσπόζει στην αντίπερα όχθη, ανήκει στο νοσοκομειακό κτιριακό συγκρότημα του Hôpital De La Grave, και το όνομά του προέρχεται από την απεργία (greve), που πραγματοποιήθηκε κατά μήκος του Garonne. Το συγκεκριμένο νοσοκομείο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην πόλη με έκταση 60 στρεμμάτων και βρίσκεται στην περιοχή Saint-Cyprien. Υπήρξε επίσης και το κύριο Μαιευτήριο της Τουλούζης για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα πριν από τη δημιουργία του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Rangueil.
Στην αντίπερα όχθη και δίπλα στο "παριζιάνικο" Pont Neuf, βρίσκεται το Hôtel Dieu Saint Jacques, ένα παλιό νοσοκομείο που λειτουργούσε ήδη από τον 12ο αιώνα και θεωρούταν το μεγαλύτερο νοσοκομείο της πόλης μετά τις εκτεταμένες επεκτάσεις του 17ου και 18ου αιώνα. Το κτίριο καταχωρήθηκε ως ιστορικό μνημείο το 1986 και οι τελευταίοι ασθενείς απομακρύνθηκαν απ' αυτό το 1987. Έκτοτε εκεί στεγάζεται το Διοικητικό κέντρο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Τουλούζης, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεϊατρικής, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας σχετικά με τα επιθήλια δέρματος και το Musée d’Histoire de la Médecine (Mουσείο Φαρμακευτικής Ιστορίας).
Δίπλα στο Hôtel Dieu Saint Jacques ορθώνεται διακριτικά ο Πύργος του Νερού (Le Château d’eau), ο οποίος λειτουργούσε αρχικά για τη διανομή νερού στο κέντρο της πόλης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δεξαμενή αποθήκευσης. Από το 1974 και μετά, μετατράπηκε σε εκθεσιακό χώρο αφιερωμένο στη φωτογραφία.
Επιστρέφοντας στην Παλιά Συνοικία περνώντας από τη πέτρινη γέφυρα Pont Neuf, διακρίναμε στη κόγχη της ένα κόκκινο γλυπτό, το οποίο ξεχώριζε έντονα μέσα στο μπεζ ασβεστόλιθο της γέφυρας. Το συγκεκριμένο έργο είναι ενός ντόπιου καλλιτέχνη, του James Colomina, ο οποίος έχει εκφράσει την κοινωνική του ανησυχία και ευαισθησία δημιουργώντας γλυπτά βαμμένα με κόκκινο χρώμα, τοποθετώντας τα σε ξεχωριστά κάθε φορά μέρη μέσα στην πόλη ώστε να ενισχύσει με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει. Στην αρχή τα γλυπτά του προκαλούσαν αρνητικές αντιδράσεις, αλλά σταδιακά κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση και τη δημόσια αναγνώριση των συμπολιτών του. Ως ένδειξη αυτής της αναγνώρισης, του δόθηκε η άδεια να τοποθετήσει ένα από τα έργα του (“Το Παιδί με το Καπέλο με τα Αυτιά Γαϊδάρου”) στην πρώτη καμάρα της ιστορικής γέφυρας Pont Neuf. Στο συγκεκριμένο έργο, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει ένα παιδί που αναγκάστηκε να φορέσει καπέλο με αυτιά γαϊδουριού προς εξευτελισμό μετά την αποτυχία του στις σχολικές εξετάσεις. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να αγγίξει το πρόβλημα όλων εκείνων των ανθρώπων και των μειονοτήτων που έχουν στιγματιστεί ή απομονωθεί από την κοινωνία μας.
Η Τουλούζη για μένα δεν είναι μόνο ένας γλυκύτατος προορισμός για να επισκεφθεί κανείς, αλλά κι ένα εκπληκτικό μέρος για να ζήσει. Ήρεμη πόλη, με ανέμελους και χαμογελαστούς κατοίκους, ευγενικές συμπεριφορές, χαμόγελα στους δρόμους, ανθρώπινες αποστάσεις εντός πόλης και χαλαροί καθημερινοί ρυθμοί. Επίσης η πόλη έχει όμορφα στέκια με τους φανατικούς τους θαμώνες, γνωρίζοντας έναν απ' αυτούς και μια έντονη κινηματογραφοφιλική αύρα τόσο με το κινηματογραφικό φεστιβάλ της όσο και με τα κινηματογραφοφιλικά της στέκια και μαγαζιά. Με το να επισκέπτομαι πόλεις σαν την Τουλούζη, συνειδητοποιώ το πόσο λάθος επιλογή είναι το να ζει κανείς στην τσιμεντούπολη της Αθήνας με τους αγχωτικούς της ρυθμούς, τον απειροελάχιστο ελεύθερο χρόνο και την κακή ποιότητα ζωής. Γι' αυτό το λόγο, πιστεύω πως οι επισκέψεις μας σε αυτές τις όμορφες κι ανθρώπινες πόλεις, είναι μια πολύχρωμη απόδραση από τη γκρίζα καθημερινότητά μας. Για την περίπτωση της Τουλούζης, η απόδραση έχει χρώμα ροζ.
Το Μπορντώ υπήρξε γι' αρκετό καιρό μια πόλη της Γαλλίας που ήθελα διακαώς να επισκεφθώ. Από την μια, μου προκαλούσε ενδιαφέρον η τοποθεσία της στο νοτιοδυτικό άκρο της χώρας, όπου λειτούργησε ως σταυροδρόμι Ιβηρικής χερσονήσου κι Ευρώπης αλλά κι ως πύλη εξόδου της Γαλλίας προς τους ανοιχτούς ορίζοντες του Ατλαντικού ωκεανού, γεγονός που της δημιουργεί έναν ιδιαίτερο τόνο μοναδικότητας κι από την άλλη, η αιώνια παραγωγή κρασιού στα εύφορα εδάφη της, η οποία της προσδίδει ένα κύρος και μια διαχρονική κι αυθεντική αρχοντιά που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας, καθώς για πολλά χρόνια το Μπορντώ δεν υπήρξε τουριστικός προορισμός. Όμως οι καιροί άλλαξαν κι η "Ωραία Κοιμωμένη" ξύπνησε καταφέρνοντας να αποσπάσει με το σπαθί της, τον τίτλο της καλύτερης τουριστικής πόλης για το 2020, χάρη στην ιστορία της, τα αξιοθέατά της, τα μνημεία που βρίσκονται διάσπαρτα στην πόλη και τα μουσεία της, σε συνδυασμό με τα μεγάλα της πάρκα, τις καθαρές της συνοικίες της και τις εξαιρετικές της υπηρεσίες που παρέχει τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες της.
Το Μπορντώ είναι χτισμένο στις όχθες του ποταμού Γαρούνα, λίγο πριν την εκβολή του στον Ατλαντικό Ωκεανό και θεωρείται ως ένα από τα πολυπληθέστερα κέντρα της Γαλλίας και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της χώρας καθώς βρίσκεται μακριά από τα γαλλογερμανικά σύνορα, καθιστώντας την ασφαλές σημείο για τις κυβερνητικές υπηρεσίες όταν ξεσπούσαν πόλεμοι. Η ασφαλής τοποθεσία της, της άφησε ως παρακαταθήκη τα ναυπηγεία, τα χυτήρια, τις βιομηχανίες μεταλλουργίας αλλά και την καλλιέργεια κρασιού, κάνοντάς την ισχυρό οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο.
Η ιστορία του Μπορντώ ξεκινάει από τον 3ο αι. π.Χ., όταν εγκαταστάθηκε στην περιοχή η Κέλτικη φυλή των Burdigala, η οποία πήρε το όνομά της από έναν ποταμό που βρισκόταν νότια της πόλης. Το 60 π.Χ., η πόλη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων βιώνοντας μεγάλη άνθηση μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. Εκείνη την περίοδο υπήρξε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Ακουιτανίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσει αρκετούς διεκδικητές, οι οποίοι την κυρίευαν διαδοχικά. Έτσι, άρχισε η παρακμή της πόλης καθώς περνούσε από τα χέρια των Βανδάλων στους Βησιγότθους και στη συνέχεια στους Φράγκους. Επίσης η πόλη έζησε καταστροφικές επιδρομές από μουσουλμάνους και Βίκινγκς μέχρι που πέρασε στα χέρια των Άγγλων. Η πόλη τελικά κατέληξε στα χέρια των Γάλλων μετά την ήττα των Άγγλων στη μάχη του Καστιγιόν το 1453, ωθώντας τον Γάλλο βασιλιά Κάρολο Ζ΄ να χτίσει ως ένδειξη ηγεμονίας του στην περιοχή το "Chateau Trompette" (Kάστρο της αποφασιστικής νίκης) και το "Fort du Ha". Παράλληλα, το 1462 ιδρύθηκε τοπικό κοινοβούλιο ενώ τον 16ο αιώνα το εμπόριο της πόλης αναπτύχθηκε σημαντικά βασιζόμενο στην παραγωγή του κρασιού και στη διανομή ζάχαρης και σκλάβων από τις Δυτικές Ινδίες. Η πόλη ενώθηκε πλήρως με το Γαλλικό στέμμα το 1653 μετά την είσοδο στην πόλη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Στις μέρες μας, το Μπορντώ έχει το προσωνύμιο της «Πόλης της Τέχνης και της Ιστορίας», καθώς φιλοξενεί 362 ιστορικά μνημεία (μόνο το Παρίσι έχει περισσότερα στη Γαλλία) με μερικά κτίρια να χρονολογούνται από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Επίσης, ξεχωρίζει διότι είναι μία από τις πρώτες γαλλικές πόλεις, μετά το Νανσί, που αστικοποιήθηκε αποκτώντας μητροπολιτικά έργα μεγάλης κλίμακας, από την εποχή του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ', τον 18ο αιώνα. Τέλος, στην πόλη εξακολουθεί να υπάρχει μια από τις μεγαλύτερες αρχιτεκτονικές αστικές περιοχές του 18ου αιώνα στην Ευρώπη, καθιστώντας την περιζήτητη τόσο για τους επισκέπτες της όσο για τα κινηματογραφικά συνεργεία. Δεν είναι τυχαίο που γι' αυτήν την αριστοκρατική ατμόσφαιρα, ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε δηλώσει ενθουσιασμένος «Πάρτε τις Βερσαλλίες, προσθέστε την πόλη της Αμβέρσας και θα έχετε το Μπορντώ».
Όμως εμείς δε ξεκινήσαμε από το παλιό κομμάτι της πόλης αλλά από την πιο φουτουριστική πλευρά της περιμένοντας το λεωφορείο που θα μας πήγαινε στην Τουλούζη. Οπότε, οι πρώτες εικόνες που αποκομίσαμε από το Μπορντώ, προέρχονται από το MÉCA (Maison de l'Économie Créative et de la Culture en Aquitaine), τον νέο πολιτιστικό της κέντρο. Αμέσως μας τράβηξε την προσοχή το πρωτοποριακό αρχιτεκτονικό του ύφος, το οποίο του προσφέρει τη δυνατότητα για μια πληθώρα εκδηλώσεων αλλά και χώρων αναψυχής και διασκέδασης των επισκεπτών του. Όσην ώρα περιφερόμασταν κάτω από το στέγαστρό του, συναντήσαμε μια παρέα νέων να πίνουν μπύρες ατενίζοντας τον ποταμό Γαρούνα, δυο γονείς να κάνουν αμέριμνοι τη βόλτα τους μαζί με το παιδί τους, έναν νεαρό να κάνει κόλπα με το ποδήλατο στις ανισόπεδες επιφάνειες του κτιρίου κι έναν μοναχικό κύριο που τραβούσε πλάνα με την κάμερά του, αφήνοντάς μου μια υποψία πως βιντεοσκόπησε κι εμάς καθώς φωτογραφίζαμε με τη σειρά μας τις υπόλοιπες παρουσίες του χώρου.
Οι περιπλανήσεις μας στη γοητευτική πατρίδα του γαλλικού κρασιού ξεκίνησαν τρεις μέρες μετά την άφιξή μας στη Γαλλία κι έχοντας ήδη απολαύσει τις ομορφιές του Καρκασσόν και της Τουλούζης. Ως αφετηρία επιλέξαμε το λιμάνι και τη μποέμικη συνοικία του Bacalan. Η περιοχή αυτή σήμερα έχει μετατραπεί σε μία καλλιτεχνική γειτονιά πλούσια σε διάσπαρτα street art έργα όπως γκράφιτι και γλυπτά από ευτελή υλικά, προσφέροντάς της μια ξεχωριστή αύρα. Εκεί συναντήσαμε το "Bassins des Lumières", το μεγαλύτερο κέντρο ψηφιακής τέχνης στον κόσμο, το οποίο είναι εγκατεστημένο σε μια πρώην βάση υποβρυχίων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μνημείο των Ισπανών επαναστατών και το Μουσείο Θαλάσσιας Ιστορίας.
Στην περιοχή του Bacalan βρίσκεται και το "La Cite du Vin", το μεγαλύτερο και πιο φουτουριστικό μουσείο κρασιού σε ολόκληρο τον κόσμο. Το συγκεκριμένο μουσείο καταλαμβάνει μία έκταση 14.000 τ.μ. και αποτελεί ένα πανέμορφο αρχιτεκτονικό στολίδι που ξεχωρίζει για τις τολμηρές καμπύλες και το εντυπωσιακό του σχήμα. Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες Anouk Legendre και Nicolas Desmazieres, ο σχεδιασμός του βασίστηκε στην υγρή φύση του κρασιού και στη διαρκή κίνησή του κι ανήκει στη νέα γενιά μουσείων που προσκαλούν τους επισκέπτες σε μια διαδραστική περιπλάνηση των εκθεμάτων τους. Το συγκεκριμένο μουσείο μας ταξιδεύει στον κόσμο του κρασιού, της κουλτούρας που άνθισε μαζί του και την επιρροή του στους παγκόσμιους πολιτισμούς. Εντός του μουσείου υπάρχουν μια αίθουσα προβολών, ένα αμφιθέατρο, ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες όπου διοργανώνονται γευσιγνωσίες, διαλέξεις, προβολές και διάφορες πολιτιστικές δράσεις με πρωταγωνιστή το κρασί.
Κοντά στο "La Cite du Vin", βρίσκεται η Pont Jacques Chaban-Delmas, μια γέφυρα κάθετου ανελκυστήρα πάνω από τον ποταμό Γαρούνα. Η γέφυρα εγκαινιάστηκε στις 16 Μαρτίου 2013 από τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον δήμαρχο του Μπορντώ Αλέν Ζιπέ κι είναι η μεγαλύτερη γέφυρα με κάθετη ανύψωση στην Ευρώπη με κύριο άνοιγμα στα 110 μέτρα. Το όνομά της το πήρε προς τιμήν του Ζακ Σαμπάν-Ντελμάς, πρώην πρωθυπουργού της Γαλλίας και πρώην δημάρχου του Μπορντώ.
Περπατώντας κατά μήκος της "Port de la Lune" (Λιμάνι της Σελήνης) κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της Πόλης. Το "Port de la Lune" είναι το παλιό λιμάνι του Μπορντώ, το οποίο χρονολογείται από τον μεσαίωνα και πήρε το όνομά του από το σχήμα του ποταμού που διασχίζει σε εκείνο το σημείο την πόλη. Το 2007 περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO λόγω των εξαιρετικών και «καινοτόμων κλασικών και νεοκλασικών αρχιτεκτονικών τάσεων» αλλά και της εξέχουσας θέσης του Μπορντώ ως κέντρο της ιστορικής βιομηχανίας κρασιού και ως παγκόσμιο εμπορικό κέντρο για περισσότερα από 800 χρόνια. Ο χαρακτηρισμός αυτός το κατατάσσει στη μεγαλύτερη αστική περιοχή που έχει εγγραφεί από την UNESCO (από το 2021), καλύπτοντας περίπου το 40% της συνολικής έκτασης της πόλης. Επίσης, η UNESCO έχει επιβραβεύσει τον δήμο της πόλης για τις προσπάθειές του να αποκαταστήσει και να διακοσμήσει τις αποβάθρες και τις προσόψεις του ιστορικού κέντρου, συμπεριλαμβανομένων των Place de la Bourse, Miroir d'eau και Grand-Théâtre.
Στην περιπλάνησή μας κατά μήκος του ποταμού και κατευθυνόμενοι προς το ιστορικό κέντρο, συναντήσαμε πρώτα την καταπράσινη γειτονία Chartrons με την κομψή εκκλησία του Saint Louis και τους γεμάτους μπιστρό, παμπ και γκαλερί δρόμους της, η οποία μας οδήγησε κατευθείαν στην Place des Quinconces, η οποία είναι μια από τις μεγαλύτερες πλατείες πόλεων στην Ευρώπη. Κατασκευάστηκε το 1820 στην τοποθεσία του Château Trompette κι ο αρχικός της σκοπός ήταν να καταλύσει την εξέγερση που είχε σημειωθεί στην πόλη. Σήμερα φιλοξενεί μια υπέροχη και πλούσια υπαίθρια αγορά vintage επίπλων, αντικειμένων, ρούχων, δίσκων και βιβλίων. Περιπλανηθήκαμε στους πάγκους της και τις δυο μέρες που μείναμε στην πόλη, θαυμάζοντας την εντυπωσιακή τους πραμάτεια κάτω από τη σκιά του θεόρατου μνημείου των Γιρονδίνων.
Το Μνημείο των Γιροδίνων (Monument de Girondins) κατασκευάστηκε μεταξύ 1894 και 1902 στη μνήμη των Γιρονδίνων βουλευτών, που έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας. Οι Γιρονδίνοι ήταν σημαντική πολιτική ομάδα, που δημιουργήθηκε πριν από την Γαλλική Επανάσταση και έδρασε κατά τη διάρκειά της, όπου κι έφτασε στο απόγειο της δύναμής της. Στην κορυφή τη στήλης, η οποία έχει ύψος 54 μέτρα, στέκεται το χάλκινο άγαλμα της Ελευθερίας που σπάει τις αλυσίδες της, ενώ στη βάση του υπάρχουν δυο σιντριβάνια που κοσμούνται με συμπλέγματα αγαλμάτων. Οι μορφές που δείχνουν πως εκτοπίζονται από το υπόλοιπο σύμπλεγμα, απεικονίζουν τους εχθρούς της Δημοκρατίας κι είναι το Ψέμα, η Άγνοια κι η Ανηθικότητα.
Από την ανοιχτωσιά της πλατείας και την επιβλητική όψη του μνημείου των Γιρονδίνων περπατήσαμε προς την "Place de la Comedie", όπου εξακολουθεί να χτυπά η αριστοκρατική καρδιά του Μπορντώ. Εκεί βρίσκεται το εμβληματικό "Grand Théâtre", το μεγαλύτερο νεοκλασικό κτίριο στον κόσμο που κατασκευάστηκε μεταξύ 1773 και 1780, από τον αρχιτέκτονα Victor Louis, μετά από μια πυρκαγιά που κατέστρεψε το προηγούμενο θέατρο της πόλης το 1756. Η πρόσοψή του κοσμείται από δώδεκα κορινθιακού ρυθμού κίονες και ισάριθμα αγάλματα γυναικείων μορφών, που συμβολίζουν τις μούσες. Ακριβώς απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, ανοίγεται η συνοικία Quartier des Grands Hommes, η οποία έχει σχεδιαστεί από τον ίδιο αρχιτέκτονα, προσδίδοντας μια τελειότητα και μια αρμονία στο συγκεκριμένο κομμάτι της πόλης. Από τα κτίρια της συγκεκριμένης συνοικίας, εντυπωσιάστηκα με το Maison Gobineau, το οποίο χτίστηκε το 1786-1788, στην γωνία της Allées de Tourny, καθώς το σχήμα του θυμίζει πλώρη πλοίου που κατευθύνεται προς το Εθνικό Θέατρο. Περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της που είχαν ήδη στολιστεί για τις γιορτές, αναζητώντας το βιβλιοπωλείο Mollat, το μεγαλύτερο ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο της Γαλλίας και το πιο διάσημο μέσω instagram παγκοσμίως, το οποίο βρίσκεται στην οδό 15 Rue Vital Carles, ανάμεσα στο Χρυσό Τρίγωνο της πόλης και τον καθεδρικό. Αξίζει κανείς να το επισκεφθεί και να περιπλανηθεί στις μεγάλες του αίθουσες και στους φορτωμένους με βιβλία διαδρόμους του καθώς πέρα από κατάστημα βιβλίων, είναι κι ένα πρωτότυπος χώρος που διοργανώνονται αρκετά καλλιτεχνικά installations με μοναδικό θέμα το βιβλίο.
O δρόμος που βρίσκεται το βιβλιοπωλείο Mollat, μας οδήγησε στον Καθεδρικό ναό St. André, ο οποίος αποτελεί το πιο όμορφο θρησκευτικό μνημείο του Μπορντώ και ξεχωρίζει με το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό του ύφος, το οποίο δεν το έχω συναντήσει κάπου αλλού. Ο ναός αυτός υπέστη αρκετές καταστροφές από πυρκαγιές και χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκευση ζωοτροφών κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Σήμερα, το συγκεκριμένο πανέμορφο κτίσμα μας υποδέχεται με την ανακαινισμένη βασιλική του είσοδο στο βόρειο τοίχο του, η οποία αποτελεί την επιτομή της γαλλικής γοτθικής αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα. Ξέχωρα από τον καθεδρικό ναό στέκεται το εντυπωσιακό του καμπαναριό με τα 229 σκαλοπάτια, το ύψος του οποίου φθάνει τα 50 μέτρα. Το καμπαναριό κατασκευάστηκε το 1440 διότι ο αρχικός πύργος του 12ου αιώνα αποδείχθηκε ανεπαρκής για να στηρίξει την βαριά καμπάνα που προοριζόταν για τον καθεδρικό ναό. Το 1853 τοποθετήθηκε μια νέα τεράστια καμπάνα, το βάρος της οποίας είναι 11 τόνοι, κατατάσσοντάς την ως την τέταρτη μεγαλύτερη στη Γαλλία.
Αφού κάναμε μια βόλτα γύρω από τον καθεδρικό όπου βρίσκεται το Δημαρχείο και το Μουσείο Καλών Τεχνών της πόλης, κατηφορίσαμε στην οδό Saint Catherine, τον μεγαλύτερο σε μήκος εμπορικό δρόμο της Ευρώπης κι από εκεί εισχωρήσαμε στην παλιά αριστοκρατική συνοικία του Μπορντώ. Μες στα δαιδαλώδη σοκάκια της συναντήσαμε πολλά μπιστρό, καφέ κι εστιατόρια τα οποία βγάζανε τα τραπεζάκια τους έξω σε μικρές γραφικές πλατείες όπως η Place du Parlianment, η Place Camille Jullian με το ατμοσφαιρικό της "Cinema Utopia", η "Place du Palais" με την επιβλητική "Porte Cailhau" και τη γραφική οδό των Ασημοποιών (Rue de Argentiers) αλλά και στον προαύλιο χώρο του γοτθικού ναού του Saint-Pierre (15ος αι.).
Τα όρια της αριστοκρατικής πόλης καθορίζονται από τις παλιές επιβλητικές πύλες, οι οποίες εξακολουθούν να στέκουν όπως η "Porte de Bourgogne" (Πύλη της Βουργουνδίας), η οποία κατασκευάστηκε την περίοδο 1750 – 1755 και βρίσκεται στην πλατεία "Bir-Hakeim", με την μία όψη της να ατενίζει προς την γέφυρα "Pont de Pierre", η εντυπωσιακή "Porte Cailhau", η οποία κατασκευάστηκε το 1494 για να τιμήσει τη νίκη του Καρόλου VIII στη μάχη του Φορνόβο ντι Τάρο (Fornovo di Taro) της Ιταλίας κι έχει παραμένει από τότε σχεδόν αμετάβλητη και το "Grosse Cloche", ένα από τα παλαιότερα καμπαναριά της Γαλλίας. Η καμπάνα του χρονολογείται από το 1775, ζυγίζει 7,5 τόνους και χτυπάει 6 φορές το χρόνο, πάντα για σημαντικούς εορτασμούς, όπως η Ημέρα της Βαστίλης, καθώς και το μεσημέρι της πρώτης Κυριακής κάθε μήνα.
Μετά από πολύωρη περιπλάνηση στα γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης, βγήκαμε στην πανέμορφη "Place de la Bourse", ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό στολίδι του 18ου αιώνα, του οποίου η κατασκευή κράτησε είκοσι χρόνια κι είναι έργο του αρχιτέκτονα Ange-Jacques Gabriel. Τα κτίρια που πλαισιώνουν την πλατεία αποτελούνται από το "Hôtel des Fermes", που χτίστηκε από τον πατέρα του Gabriel, το "Hôtel de la Bourse", που χτίστηκε από τον ίδιο τον Gabriel και το απομονωμένο κεντρικό περίπτερο (1735-1755). Το αρχικό σχέδιο περιελάβανε ένα άγαλμα του βασιλιά Λουδοβίκου XV, το οποίο όμως γρήγορα αντικαταστάθηκε από άλλο του Ναπολέοντα, τη θέση του οποίου πήρε τελικά η Βρύση των Τριών Χαρίτων, το 1869. Απέναντι από την πλατεία βρίσκεται το εντυπωσιακό έργο του αρχιτέκτονα τοπίου Michel Corajoud, το "Miroir d’ Eau" (O Καθρέφτης του νερού), το οποίο είναι το μεγαλύτερο σε επιφάνεια παγκοσμίως υδάτινο κάτοπτρο. Δυστυχώς τις μέρες που βρεθήκαμε στο Μπορντώ ήταν χωρίς νερό, μ' αποτέλεσμα να χάσουμε τις νυκτερινές αντανακλάσεις των μεγάρων και τους αντικατοπτρισμούς του με τα χρώματα του ουρανού.
Από την "Place de Bourse" κατηφορίσαμε ως την "Pont de Pierre" που ενώνει τις δυο όχθες του ποταμού Γαρούνα. Η συγκεκριμένη γέφυρα κατασκευάστηκε από το 1819 μέχρι το 1822, μετά από παραγγελία του Ναπολέοντα Α' κι είναι η πρώτη γέφυρα που χτίστηκε στο Μπορντώ. Έχει μήκος 487 μέτρα και πατάει πάνω σε 16 πυλώνες σχηματίζοντας 17 καμάρες, όσα και τα γράμματα στο όνομα του εμπνευστή της, του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η γέφυρα σχεδιάστηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, υπό τις διαταγές του Ναπολέοντα Α', κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ισπανία, διότι τα στρατεύματά του έπρεπε να διασχίσουν γρήγορα τον ποταμό. Η αρχική γέφυρα ήταν ξύλινη λόγω έλλειψης πόρων κι επειδή η κατασκευή της ήταν πιο εύκολη και γρήγορα. Η σημερινή της μορφή πραγματοποιήθηκε αργότερα, κατά τη διάρκεια της παλινόρθωσης των Βουρβόνων, οπότε και δόθηκε στην κυκλοφορία. Σήμερα η γέφυρα χρησιμοποιείται μόνο από πεζούς, ποδηλάτες και τραμ.
Διασχίζοντας τη γέφυρα, βρεθήκαμε στην "Place Stalingrad" όπου στέκει το περίφημο Μπλε Λιοντάρι του Γάλλου καλλιτέχνη Xavier Veilhan. Το άγαλμα είναι κατασκευασμένο από υλικά όπως η πολυεστερική ρητίνη σε μεταλλικό πλαίσιο και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής του, καθώς το λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην επίτευξη των γεωμετρικά απαιτητικών πολυεδρικών επιφανειών του και σήμερα θεωρείται σήμα κατατεθέν τόσο της συγκεκριμένης πλατείας που ήταν υποβαθμισμένη για πολλά χρόνια όσο και της υπόλοιπης πόλης του Μπορντώ.
Για το κλείσιμο των περιπλανήσεών μας στην πόλη, άφησα την πολύχρωμη, πολυεθνική και πολυσύχναστη συνοικία που επιλέξαμε να μείνουμε. Η "Capucins - Victoire" φημίζεται για τα ethnic εστιατόρια που βρίσκονται διάσπαρτα γύρω από την "Basilica του Saint-Michel" ενώ οι στενοί της δρόμοι περιστοιχίζονται από μικρά κρεοπωλεία και αρτοποιεία, ενώ η "Place de la Victoire", στην οποία ολοκληρώνεται ο τεράστιος εμπορικός δρόμος της Saint Catherine, είναι μια φοιτητική περιοχή με δημοφιλή μεταμεσονύκτια μπαρ και θέατρα.
Η Βασιλική Σαιν-Μισέλ χτίστηκε από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα κι είναι χαρακτηριστικό οικοδόμημα του επιβλητικού φλογόμορφου γοτθικού ρυθμού. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η εκκλησία μετατράπηκε σε Ναό της Λογικής. Το κωδωνοστάσιο της χτίστηκε το 1472 και θεωρήθηκε ένα από τα τα πιο όμορφα στην Ευρώπη. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να το απολαύσουμε καθώς ήταν κρυμμένο πίσω από σκαλωσιές. Η Βασιλική του Σαιν-Μισέλ, μαζί με τον Καθεδρικό ναό Σαιντ-Αντρέ και τη Βασιλική Σαιν-Σερέν στην Τουλούζη, συμπεριλαμβάνονται από το 1998 στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως τμήμα των Διαδρομών του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στη Γαλλία.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση με την περίπτωση του Μπορντώ, είναι πως η πόλη κέρδισε ένα μεγάλο στοίχημα που είχε θέσει στον εαυτό της κι από "Ωραία Κοιμωμένη" όπως την χαρακτήριζαν τόσα χρόνια οι κάτοικοί της κι ο διεθνής τύπος, μεταμορφώθηκε και κατάφερε να κερδίσει τον τίτλο του «Ευρωπαϊκού Καλύτερου Προορισμού» για το 2015. Το επίτευγμα αυτό, το κατάφερε καθαρίζοντας τις προσόψεις των κτιρίων της από το μαύρο χρώμα της ρύπανσης, αναδεικνύοντας το εντυπωσιακό κιτρινόλευκο του ασβεστόλιθου με το οποίο είναι κατασκευασμένα τα κτίρια της πόλης. Σήμερα έχουν μείνει λίγες προσόψεις με μαύρη κρούστα για να θυμίζουν τη γκρίζα περίοδο του παρελθόντος. Στη συνέχεια, γκρεμίστηκαν οι πέτρινοι όγκοι των παλιών αποθηκών που απέκοπταν την οπτική επαφή της πόλης με τον ποταμό, αφήνοντας στη θέση τους μια τεράστια έκταση για περίπατο δίπλα στο Γαρούνα. Η τρίτη αλλαγή της πόλης ήταν η λύση της κυκλοφοριακής συμφόρησης που έκανε τα κεντρικά σημεία της πόλης να ασφυκτιούν. Το πρόβλημα αυτό διορθώθηκε με την εγκατάσταση ενός υψηλής τεχνολογίας συστήματος τραμ. Όλες οι παραπάνω καθοριστικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν το 1995 από τον δήμαρχο Alain Juppé.
Μακάρι η επιτυχής ανάδειξη του Μπορντώ κι η βελτίωση της ζωής των κατοίκων του, να γίνει ένα καλό παράδειγμα και για τις ελληνικές πόλεις που χρόνια τώρα στενάζουν από τις λάθος εκλογές δημάρχων, αναγκάζοντάς μας να ζούμε τις συνέπειες τόσο των δικών μας ανόητων επιλογών στα πρόσωπα που επιλέγουμε να μας διοικούν όσο και των δικών τους αβάσιμων και χωρίς μελέτη έργων που εφαρμόζουν και υλοποιούν, μειώνοντας χρόνο με το χρόνο την ποιότητα της δικής μας ζωής και πληγώνοντας όλο και περισσότερο τις ήδη παραμορφωμένες όψεις των πόλεών μας.
Το Καρκασσόν μας υποδέχτηκε με το γλυκό φως των φθινοπωρινών πρωινών που έχει αρχίσει και σπανίζει στην καθημερινότητά μας. Βγαίνοντας από τον σταθμό των τραίνων της πόλης, πέσαμε πάνω σε μια θεόρατη λευκή ρόδα, η οποία είχε στηθεί για τις φετινές χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις. Σε αντίθεση με το πανύψηλο εορταστικό αξεσουάρ της πόλης, το Κανάλι του Μιντί που βρισκόταν ακριβώς από κάτω, έδειχνε αρκετά μικρό και ταπεινό, παρόλο που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της νοτιοδυτικής Γαλλίας, καθώς συνέδεε τη Μεσόγειο θάλασσα και τον Ατλαντικό ωκεανό (κάτι που του χάρισε και την ονομασία Canal de las Doas Mars, δηλαδή το κανάλι των Δύο Θαλασσών).
Το Κανάλι του Μιντί είναι ένα δίκτυο υδάτινων οδών, το μήκος του οποίου αγγίζει τα 360 χιλιόμετρα. Το κανάλι αυτό σχηματίστηκε για να συνδέει τον ποταμό Γαρούνα με τη λιμνοθάλασσα του Τω που βρίσκεται στη Μεσόγειο. Τα αρχικά του σχέδια ήταν να φτάνει ως την Τουλούζη, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε ως τον Ατλαντικό ωκεανό, μετατρέποντάς το σε Κανάλι των Δυο Θαλασσών. Η αρχική του ονομασία ήταν το Βασιλικό Κανάλι του Λανγκεντόκ, αλλά το 1789 μετονομάστηκε σε Κανάλι του Μιντί από τους Γάλλους Επαναστάτες.
Η ιδέα κατασκευής αυτού του έργου προϋπήρχε για αιώνες, διότι θα επέφερε πολλά κέρδη και εξοικονόμηση χρόνου, καθώς οι έμποροι της ευρύτερης περιοχής θα μπορούσαν να παρακάμψουν τον κύκλο της Ιβηρικής χερσονήσου. Γι' αυτόν τον λόγο, πολλοί ηγέτες του παρελθόντος όπως ο Αύγουστος, ο Νέρωνας κι ο Καρλομάγνος είχαν οραματιστεί το συγκεκριμένο έργο, όμως απέφευγαν να το υλοποιήσουν λόγω των δυσκολιών που θα προέκυπταν, όπως φερειπείν η τροφοδοσία του καναλιού με νερό. Το όραμα αυτό άρχισε να αποκτά σάρκα κι οστά από το 1662 κι έπειτα, όταν ο μηχανικός κι εισπράκτορας φόρου άλατος στην περιοχή του Λανγκεντόκ, Πιέρ-Πωλ Ρικέ κατάφερε να πείσει τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΔ’ υποβάλλοντάς του ένα ολοκληρωμένο σχέδιο του καναλιού. Η έγκριση δόθηκε το 1666 αποδίδοντας στον Ρικέ την ευρεσιτεχνία, ο οποίος τελικά δεν κατάφερε να προλάβει την ιδέα του να ολοκληρώνεται, καθώς πέθανε το 1681, 13 ολόκληρα χρόνια πριν την αποπεράτωση των εργασιών.
Ωστόσο, στο Καρκασσόν προέκυψαν κάποια προβλήματα, αφού οι αρχές της πόλης αρνήθηκαν να καταβάλουν στον Ρικέ το ποσό των 100.000 λιβρών για να τροποποιήσει τον αρχικό σχεδιασμό του καναλιού, ώστε να μπορεί να διασχίζει την πόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το κανάλι να παρακάμψει την πόλη και το Καρκασσόν να παραμείνει χωρίς ποτάμιο λιμάνι. Όμως, το 1810 έγινε νέα χάραξη και διάνοιξη του καναλιού, το οποίο περνάει έκτοτε μέσα από την πόλη. Το Κανάλι του Μιντί παραμένει μέχρι τις μέρες μας ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα της σύγχρονης μηχανικής κι η UNESCO, αναγνωρίζοντας τη σημασία του ως έργου που έστρωσε το δρόμο προς τη Βιομηχανική Επανάσταση, το ανακήρυξε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς το 1996.
Από το Κανάλι του Μιντί ξεκινάει κι η πλούσια σε ιστορία κι ομορφιά πόλη του Καρκασσόν, μια πόλη 50.000 κατοίκων που περηφανεύεται για τις μεσαιωνικές τις οχυρώσεις, οι οποίες έχουν διατηρηθεί ανέπαφες μέχρι σήμερα. Το Καρκασσόν χωρίζεται σε δύο ζώνες, στην οχυρωμένη πολιτεία της Καρκασσόν (Cité de Carcassonne) και στην Κάτω πόλη (Ville Basse), η οποία βρίσκεται εκτός των παλιών οχυρώσεων. Από το 1996, η μεσαιωνική παλαιά πόλη χαρακτηρίστηκε Mνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO. Σύμφωνα με το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής, η πόλη της Καρκασσόν αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα μεσαιωνικής οχυρωμένης πόλης, της οποίας οι οχυρώσεις κατασκευάστηκαν επάνω σε τείχη της ύστατης αρχαιότητας. Ένα άλλο ξεχωριστό στοιχείο της πόλης είναι η εικασία πως ο Walt Disney εμπνεύστηκε από αυτό το μαγικό μέρος και το χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για τα θεματικά του πάρκα.
Η παλαιότερη εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή χρονολογείται από τον 6ο π.Χ. αιώνα, όταν ένα πρωτοϊστορικό οχυρό (oppidum) με την ονομασία “Oppidum de Carsac” κατασκευάστηκε στον βραχώδη λόφο που δέσποζε στην κοιλάδα του ποταμού Οντ (Aude), η οποία αποτελούσε σταυροδρόμι των αρχαίων διαδρομών που συνέδεαν τον Ατλαντικό Ωκεανό με την Μεσόγειο θάλασσα και την Ιβηρική χερσόνησο με την κεντρική Ευρώπη. Με την έλευση των Ρωμαίων ονομάστηκε “Carcaso Volcarum Tectosagum”, από την ονομασία της Κελτικής φυλής των Volcae-Tectosages, για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά σήμερα. Κατά τον 3ο και τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα κατασκευάστηκε το πρώτο τείχος, με μήκος περίπου 1.200 μ. Οι οχυρώσεις περιλάμβαναν διπλά τείχη και ένα φρούριο, το οποίο περιβαλλόταν επίσης από οχυρώσεις που εκτείνονταν σε συνολικό μήκος τριών χιλιομέτρων, ακολουθώντας τις παλαιότερες ρωμαϊκές.
Όταν αποχώρησαν οι Ρωμαίοι, η Carcaso μετονομάστηκε σε Carcasona και πέρασε στην κατοχή των Βησιγότθων, οι οποίοι κατέλαβαν την πόλη το 453 μ.Χ., υπό τον βασιλέα τους Θεοδώριχο τον Β’, ο οποίος ενίσχυσε τα οχυρωματικά της έργα.
Το 507 μ.Χ. οι Φράγκοι νίκησαν τον Βησιγότθο βασιλέα Αλάριχο τον Β’ με αποτέλεσμα η κυριαρχία των Βησιγότθων να περιοριστεί στην Ιβηρική χερσόνησο και την Επτάπολη (Septimanie). Αυτό είχε ως συνέπεια να μετατραπεί η Καρκασσόν σε συνοριακή πόλη. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. η πόλη γίνεται έδρα επισκόπου από κοινού με την Αγκντ (Agde) και την Βιλνέβ λε Μαγκελόν (Villeneuve-lès-Maguelone).
Ο επίσκοπος άρχισε να κτίζει ένα βησιγοτθικό ναό, η θέση του οποίου είναι σήμερα άγνωστη αν και από ορισμένους πιστεύεται ότι αποτέλεσε το αρχικό κτίσμα που κατεδαφίστηκε προκειμένου να θεμελιωθεί ο καθεδρικός του Σεν Ναζέρ.
Το 725 μ.Χ. η πόλη περιέρχεται στην κατοχή των Αράβων. Σε αυτή την ιστορική περίοδο τοποθετείται κι ο θρύλος της "Dame Carcas", συζύγου του Άραβα ηγεμόνα της πόλης Μπάλακ, η οποία τον διαδέχτηκε όταν εκείνος απεβίωσε και της αποδόθηκε αργότερα το προσωνύμιο "Dame Carcas". Στις μέρες μας εξακολουθεί να δεσπόζει ένα άγαλμά της στην είσοδο της καστροπολιτείας. Ο θρύλος αναφέρεται στην πολιορκία της πόλης από τον Καρλομάγνο και τον πολυάριθμο στρατό του. Όμως οι οχυρώσεις της ήταν απόρθητες αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να συνεχίσει την πολιορκία, ελπίζοντας ότι οι πολιορκημένοι θα κατέρρεαν από την πείνα. Στην πίεση του αυτή ανάγκασε την Dame Carcas να κατασκευάσει αρχικά κούκλες από ύφασμα και άχυρο, τις οποίες έντυσε με στρατιωτικές στολές και τις τοποθέτησε στα τείχη ώστε οι πολιορκημένοι να φαίνονται πολλοί.
Παράλληλα οι βαλλιστρίδες πίσω από τις κούκλες έριχναν πολλά βέλη, ώστε να φαίνεται πως τα ρίχνουν οι ψεύτικοι στρατιώτες. Ωστόσο η επιμονή του Καρλομάγνου δεν ήταν αβάσιμη καθώς ύστερα από κάποιο διάστημα, στην πόλη απέμεινε μόνον ένα μικρό γουρουνάκι και ένα σακί κριθάρι. Η Dame διέταξε να ταΐσουν το γουρουνάκι με το κριθάρι και να το πετάξουν από τα τείχη.
Όταν οι πολιορκητές είδαν το νεκρό γουρουνάκι, πίστεψαν πως η Καρκασσόν έχει τόσο πολύ διαθέσιμο κριθάρι, ώστε να μπορεί να ταΐζει με αυτό ακόμη και τα γουρούνια της.
Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον Καρλομάγνο σε απελπισία, ο οποίος αποφάσισε να λύσει την πολιορκία. Κατά την αποχώρηση των πολιορκητών, η Dame διέταξε να κτυπήσουν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών, για να μαθευτεί το ευχάριστο νέο.
Κατά τον 16ο αιώνα χτίζεται η Κάτω Πόλη, η οποία βρισκόταν εκτός οχυρώσεων κι αρχίζει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη σε σχέση με την παλαιά οχυρωμένη πόλη που σταδιακά χάνει τον στρατιωτικό της ρόλο. Το 1531 η ευημερία κι η ηρεμία στο Καρκασσόν τραντάζονται από το προτεσταντικό κίνημα που κάνει την εμφάνισή του εκεί, προκαλώντας διωγμούς σε όσους προσχωρούν σ' αυτό. Η Κάτω Πόλη οχυρώνεται για να προστατεύσει τους καθολικούς κατοίκους της,
οι οποίοι αρχίζουν να επιτίθενται κατά των χωριών που έχουν προσχωρήσει στον προτεσταντισμό.
Παράλληλα αναπτύσσεται ένας ανταγωνισμός της Κάτω και της Πάνω Πόλης, ο οποίος οδηγεί στη μερική καταστροφή της Κάτω Πόλη αλλά και στην ανελέητη σφαγή των διαμαρτυρόμενων κατοίκων, γεγονός που σημειώθηκε το 1560.
Η οικονομική άνθηση στην Καρκασσόν θα επανέλθει με τη βιομηχανία υφασμάτων που αρχίζουν να κατασκευάζονται σε αυτήν.
Ο Κολμπέρ είναι ο πρώτος που δημιουργεί το 1667 την υφασματοβιομηχανία των αδελφών Σαπτ (Manufacture de draps des Saptes), δίνοντας μεγάλη οικονομική ώθηση στην πόλη.
Η οικονομική ευημερία έχει ως συνέπεια την κατασκευή πολυτελών κατοικιών, την υδροδότηση της πόλης και τον φωτισμό των δρόμων της, ενώ παράλληλα τα τείχη της Καστροπολιτείας κι οι πύλες της Κάτω Πόλης θα κατεδαφιστούν. Όμως, κατά την διάρκεια του “παλαιού καθεστώτος” (Ancien Regime) η πόλη θα μετατραπεί σε οπλοστάσιο και αποθήκη εφοδίων και θα παραμείνει σε αυτήν την εμπόλεμη κατάσταση μέχρι την Γαλλική Επανάσταση. Ο 20ός αιώνας θα βρει την Καρκασσόν ως μια από τις σπάνιες περιπτώσεις ευρωπαϊκής μεσαιωνικής οχυρωμένης πόλης που έχουν διασωθεί στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τον 13ο αιώνα, μ' αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν αρκετές κινηματογραφικές παραγωγές καθώς τα τείχη αποτελούσαν ιδανικό σκηνικό για τους σκηνοθέτες.
Αναζητώντας την παραμυθένια ατμόσφαιρα της Καστροπολιτείας, διασχύσαμε την εντυπωσιακή Πύλη της Ναρμπόν, η οποία κατασκευάστηκε κατά την μεσαιωνική περίοδο και περιβάλλεται από δύο τεράστιους πύργους, με μυτερές οροφές. Στην είσοδο της πύλης βρίσκεται και το άγαλμα της Dame Carcas. Ένα ανηφορικό πέτρινο μονοπάτι μας οδήγησε στα ενδότερα του κάστρου, όπου μικρά μαγαζάκια με αναμνηστικά και καφετέριες που εκείνη την ώρα άνοιγαν για να υποδεχτούν τους επισκέπτες, μας καλημέριζαν σε κάθε μας βήμα.
Πρώτα επισκεφθήκαμε τον παλιό καθεδρικό της πόλης που χτίστηκε στην άλλη άκρη της Καστροπολιτείας. Το πρώτο έγγραφο που αναφέρει για την ύπαρξη του ναού του Σεν Ναζέρ και του Σεν Κελς, χρονολογείται από το 925 μ.Χ. Το 1096 μ.Χ., ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ ήλθε στην Καρκασσόν και ευλόγησε τα θεμέλια του, αλλά η κατασκευή του ολοκληρώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ναός ανακατασκευάστηκε αρκετές φορές, με αποτέλεσμα η σημερινή του μορφή να αποτελείται από διαφορετικά αρχιτεκτονικά στυλ. Το 1801 έχασε τον τίτλο του Καθεδρικού Ναού προς όφελος του ναού του Αγίου Μιχαήλ που βρίσκεται στην Κάτω Πόλη, αλλά το 1898 ο Πάπας Λέων ο ΙΓ’ του απέδωσε τον τίτλο της Βασιλικής. Ο συγκεκριμένος ναός, ως αναπόσπαστο κομμάτι των οχυρώσεων, έχει μια στιβαρή και χοντροκομμένη όψη, παρόμοια με τον καθεδρικό που είχα συναντήσει στην Άβιλα, την πόλη-φρούριο της Ισπανίας. Στο εσωτερικό του όμως με εντυπωσίασε ο πλούσιος διάκοσμος των βιτρό του.
Από τον παλιό καθεδρικό περπατήσαμε ως το Κάστρο, το οποίο είναι κτισμένο στο κέντρο των οχυρωματικών έργων και λειτουργούσε ως έσχατη άμυνα της Καστροπολιτείας. Το συγκεκριμένο φρούριο κατασκευάστηκε τον 12ο αιώνα από τους Τρανκαβέλ. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν υπέστη αρκετές τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να μην δίνει ακριβή εικόνα του αρχικού κτίσματος, στο οποίο κατοίκησε η δυναστεία των υποκομήτων της Καρκασσόν. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείου, δίνοντας τη δυνατότητα στους επισκέπτες να περπατήσουν πάνω στα τείχη του και να μελετήσουν τις αμυντικές λειτουργίες του οικοδομήματος. Από τα ψηλά τείχη του κάστρου, παρατήρησα την πόλη που απλωνόταν από κάτω, η οποία μου έδινε την αίσθηση πως βρίσκεται πια σε μια νάρκη μετά από τις χρόνιες διεκδικήσεις και τις ανελέητες σφαγές που έχει ζήσει. Συγχρόνως άφηνα το βλέμμα μου να χαθεί στην ευρύτερη περιοχή που απλωνόταν ως τα Πυρηναία όρη.
Κατηφορίζοντας ξανά στα ριζά του κάστρου, συνειδητοποίησα πως η πόλη του Καρκασσόν ήταν πράγματι μια πόλη που έχει αφαιθεί στην ηρεμία της στασιμότητας. Δρόμοι άδειοι, άνθρωποι σιωπηλοί και μαγαζάκια μικρά, όμορφα και ζεστά χωρίς θαμώνες. Περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της Κάτω Πόλης χωρίς να μας τραβήξει κάτι το ενδιαφέρον πέρα από τους καθεδρικούς ναούς Saint Michel και Saint Vincent που συμβολίζουν την ένωση των δύο ομώνυμων χωριών που βρίσκονταν εκτός των τειχών της μεσαιωνικής Καστροπολιτείας.
Λίγο πριν την αναχώρησή μας για την Τουλούζη, ξαποστάσαμε σε μια κρεπερί για ένα ζεστό καφέ και μια γλυκιά κρέπα. Όσην ώρα απολαμβάναμε τις νοστιμιές της πόλης, μια ρακένδυτη γυναίκα καθόταν δίπλα μας και μονολογούσε ασταμάτητα. Όταν αντιλήφθηκε πως την κοιτούσαμε, μας έπιασε την κουβέντα. Όταν της είπαμε πως είμαστε από την Ελλάδα, ξαφνιάστηκε.
"Είναι δύσκολη η γλώσσα σας" μας είπε κι εμείς κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι. "Πως λέτε το νερό στα ελληνικά;".
Της το είπαμε αργά και το επαναλάβαμε κάμποσες φορές μέχρι να το αποστηθίσει. Αφού έμαθε να το λέει καθαρά, την ακούγαμε να το επαναλαμβάνει ψιθυριστά μέχρι που φύγαμε.
Μ' αυτόν τον γλυκόπικρο τρόπο και με τη συνοδεία ενός παγωμένου ψιλόβροχου, η ένδοξη καστροπολιτεία του Καρκασσόν, μας ξεπροβόδισε από τα αλλοτινά λαμπερά της παλάτια.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του παγκόσμιου κινηματογράφου έχουν γυριστεί σπουδαία και συγκλονιστικά αντιπολεμικά αριστουργήματα. Λίγα όμως έχουν καταφέρει να αποτυπώσουν την ανελέητη σφαγή που συντελείται στα πεδία των μαχών, καθώς και την παράνοια των αξιωματικών που στέλνουν στρατιώτες στη σφαγή, επιθυμώντας να αποκτήσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς δόξα. Μία απ' αυτές τις δυνατές ταινίες που σου μένουν έντονα χαραγμένες στη μνήμη, είναι το σπουδαίο αντιπολεμικό αριστούργημα "Άνθρωποι εναντίον Ανθρώπων" του πολιτικοποιημένου σκηνοθέτη Φραντσέσκο Ρόσι, βασισμένο στα απομνημονεύματα του συγγραφέα Εμίλιο Λούσου (Emilio Lussu), ο οποίος είχε καταγράψει τις εμπειρίες του από τις συρράξεις της Ιταλίας με την Αυστροουγγαρία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία μοναδική, είναι ότι πέρα από τις φρικαλεότητες του πολέμου, ο σκηνοθέτης εστιάζει και στην ψυχοσύνθεση ενός αποκαρδιωμένου τάγματος Ιταλών, οι οποίοι χάνουν από τους Αυστριακούς ένα ύψωμα κι αναγκάζονται να το ανακαταλάβουν πριν οχυρωθούν για τα καλά οι εχθροί στην κορυφή του. Πέρα όμως από την απελπισία που τους έχει κυριεύσει, οι Ιταλοί στρατιώτες έχουν να αντιμετωπίσουν και τη σκληρή πειθαρχεία του ηλικιωμένου στρατηγού Leone, η παράνοια του οποίου επιφέρει επιπλέον θύματα στο στράτευμά του. Η επικράτηση του δικού του στρατιωτικού δογματισμού θα ρίξει κι άλλο το ήδη καταρρακωμένο ηθικό των στρατιωτών του και θα προκαλέσει μια απορρύθμιση, η οποία θα οδηγήσει σε μια αναπόφευκτη ανταρσία του ίδιου του του στρατεύματος.
Η εξιστόρηση των γεγονότων έχει ως σημείο αναφοράς την επιμονή του στρατηγού Leone (τον οποίον ενσαρκώνει με εκπληκτικό τρόπο ο Αλέν Κινί) στην ανακατάληψη του υψώματος που χάθηκε, παρά τον θάνατο 3.000 Ιταλών που άφησε πίσω της η αυστροουγγρική πολιορκία που είχε προηγηθεί. Η παράνοιά του έχει ως σκοπό να κρατήσει υπό τον έλεγχό του το αποδεκατισμένο του στράτευμα, υιοθετώντας τις θεωρίες ενός αβάσιμου ηρωισμού (ο οποίος οδηγεί στο θάνατο) και της γοητείας του πολέμου που μόνο στο πεδίο των μαχών μπορεί να γίνει αντιληπτή. Με κάθε τρόπο, ο ψυχρός κι ανέκφραστος στρατηγός, προσπαθεί να αποτρέψει οποιαδήποτε στοχαστική διείσδυση στο στράτευμα, έχοντας αντιληφθεί πως είναι ήδη μισητός στους στρατιώτες του, αλλά κι έχοντας γνώση του ότι το κράτος συμπεριφέρεται με τον πιο χυδαίο τρόπο στους νέους που θυσιάζονται στις μάχες, γεγονός που φανερώνεται ακόμη και με το περιστατικό των χάρτινων αρβυλών που προσφέρονται στους στρατιώτες του μετώπου, προς όφελος των κερδοσκόπων προμηθευτών.
Ο στρατηγός Leone θα διερευνήσει αρκετές μεθόδους ανακατάληψης του βουνού στέλνοντας στρατιώτες εμφανώς σε αποστολές αυτοκτονίας, είτε για να κόψουν ακάλυπτοι τα συρματοπλέγματα των Αυστριακών, είτε για να προελάσουν σε κατά μέτωπο επίθεση με τις ολόσωμες πανοπλίες Brewster, οι οποίες υποτίθεται πως αντέχουν τις βολές κατά ριπάς, δημιουργώντας ένα σουρεαλιστικό σκηνικό, το οποίο θυμίζει σκηνές από ταινίες των Monty Python. Οι επιθέσεις των Ιταλών επιφέρουν τόσες πολλές απώλειες ανάμεσά τους, που αναγκάζουν ακόμη και τους ίδιους τους Αυστριακούς να αγανακτήσουν έντονα, ανθρώπινα κι άκρως συγκινητικά με τη σφαγή των εχθρών τους, προσφέροντας μια αναπάντεχη συγκλονιστική στιγμή ανθρωπιάς.
Απέναντι στην τυραννική συμπεριφορά του στρατηγού Leone θα σταθεί ο υπολοχαγός Ottoleghi (τον οποίο υποδύεται ο πολυαγαπημένος Τζιαν Μαρία Βολοντέ), ο οποίος προστατεύει με κάθε τρόπο τους στρατιώτες που έχει στο λόχο του. Γλιτώνει έναν νεαρό από το εκτελεστικό απόσπασμα και θα συγκρατήσει τον θάλαμό του από την αποτυχημένη ανταρσία του υπόλοιπου τάγματος, λέγοντάς στους στρατιώτες πως θα είναι μαζί τους στην πρώτη γραμμή όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή της εξέγερσης. Μια υπόσχεση την οποία τηρεί. Όσο για την ανταρσία των Ιταλών στρατιωτών, όχι μόνο δε θα επιφέρει πιο ανθρώπινες κι υποφερτές συνθήκες στο τάγμα, αλλά θα οδηγήσει στην εκτέλεση μιας ομάδας στασιαστών, προσφέροντάς μας σκηνοθετικά μια ακόμη συγκλονιστική σκηνή στη συγκεκριμένη ταινία.
Σε έναν άκρως αποκαλυπτικό διάλογο που θα έχει με τον ιδεαλιστή υπολοχαγό Sassu (τον οποίον ερμηνεύει ο ταλαντούχος Μαρκ Φρεσέτ), ο υπολοχαγός Ottoleghi θα απαριθμήσει με θάρρος έναν-έναν τους πραγματικούς εχθρούς του ιταλικού λαού, τους οποίους θα ήθελε να εκτελέσει ώστε να έρθει επιτέλους ο πολυπόθητος σοσιαλισμός, φανερώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο πως ο πραγματικός εχθρός των λαών είναι οι τύραννοί τους που τους δυναστεύουν κι όχι οι υποτιθέμενοι εξωτερικοί εχθροί που ξεπηδούν μέσα από τις αφηγήσεις του μεγαλοϊδεατισμού.
Ο υπολοχαγός Ottoleghi είναι ο πιο οραματιστής κι ανθρώπινος χαρακτήρας της ιστορίας, και φυσικά ο προστάτης των στρατιωτών-θυμάτων του στρατηγού Leone. Η ασφάλεια όμως που τους προσφέρει θα διακοπεί απότομα με τον θάνατό του. Το τέλος έρχεται ακριβώς τη στιγμή που ο υπολοχαγός συνειδητοποιεί πως δεν αντέχεται άλλο αιματοκύλισμα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης και δείχνει στους στρατιώτες του πως ο εχθρός τους δεν είναι οι Αυστριακοί, που έχουν ταμπουρωθεί στο βουνό, αλλά οι Ιταλοί αξιωματικοί που τους στέλνουν για σφαγή, Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκοτώνεται από φίλια πυρά.
Μετά τον θάνατό του, τη σκυτάλη παίρνει ο υπολοχαγός Sassu, ο οποίος εμπνέεται από το θάρρος και την ανθρωπιά του αδικοχαμένου υπολοχαγού Ottoleghi. Ο νεαρός υπολοχαγός θα φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ' την εξόντωση του στρατηγού Leone, καθοδηγώντας τον με δόλο στα πυρά των Αυστριακών σκοπευτών, αλλά το πανούργο σχέδιό του θα αποβεί αναποτελεσματικό. Η μεταστροφή του συγκεκριμένου αρχικά πολεμοχαρή υπολοχαγού, επήλθε μέσα από τις συζητήσεις που είχε με τον υπολοχαγό Ottoleghi, αλλά και μέσα από τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που βίωσε με τους υπόλοιπους στρατιώτες σε στιγμές ανάπαυλας, όπως στη σκηνή που όλοι μαζί παρατηρούν μια συλλογή σκίτσων με πτηνά, καθώς κι όταν μοιράζεται από χέρι σε χέρι μια φωτογραφία ενός γυμνού κοριτσιού, υπενθυμίζοντας τη χαρά της ζωής που δυστυχώς χάνεται στα χαρακώματα του μετώπου.
Πάνω σ' αυτό πατάει ο σκηνοθέτης για να δείξει πως ο απλός λαός δε θέλει να αλληλοσκοτώνεται στα πεδία των μαχών, κάτι το οποίο καταφέρνει να παρουσιάσει με δυο τρόπους. Από τη μια είναι οι στρατιώτες που αλληλοτραυματίζονται με κάθε τρόπο για να βγουν ελεύθεροι υπηρεσιών κι από την άλλη, το τάγμα που αρνείται να επιτεθεί στον εχθρό και μαζεύεται σαν έντρομο κοπάδι σε κάποιο καταφύγιο. Όταν ο αξιωματικός απαιτεί να εκτελεστούν κάποιοι από τους στρατιώτες που δείλιασαν στη μάχη(με την επιλογή των προσώπων να γίνεται με έναν άκρως ανατριχιαστικό τρόπο), ξεσπάει μια δεύτερη ανταρσία, η οποία θα είναι επιτυχής αλλά θα οδηγήσει λίγο αργότερα τον υπολοχαγό Sassu στο απόσπασμα. Σ' αυτή την τελική σκηνή, ο σκηνοθέτης φανερώνει όλη τη δημιουργική του μαεστρία, κάνοντας τον υπολοχαγό να φαίνεται γίγαντας απέναντι στους στρατιώτες που στοχεύουν προς την καρδιά του.
Το "Άνθρωποι εναντίον Ανθρώπων" είναι ένα σπουδαίο αντιπολεμικό αριστούργημα με εκπληκτικά πλάνα χάρης στον εξαιρετικό κινηματογραφιστή-φωτογράφο Pasqualino De Santis και με τις εξαιρετικές ερμηνείες που παραδίδονται από τα τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Αλέν Κινί και Μαρκ Φρεσέτ. Ο Φραντσέσκο Ρόσι μαεστρικά κατορθώνει να αποδώσει κινηματογραφικά, με συνταρακτική αμεσότητα και γλαφυρό ρεαλισμό, τόσο τα αντιπολεμικά μηνύματα του συγγραφέα Εμίλιο Λούσου όσο και τη χαρακτηριστική πολιτική χροιά που ανελλιπώς συναντάμε στην πλούσια φιλμογραφία του, εξαπολύοντας συνάμα ένα δριμύ κι άτεγκτο κατηγορώ ενάντια στους φιλοπόλεμους ηγέτες που εξώθησαν τις ανώνυμες για εκείνους ορδές των στρατιωτών σε προεξοφλημένα αιματοκυλήσματα, ενάντια σε όλους εκείνους τους μεγαλόσχημους που αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη ζωή σαν άλλο ένα αναλώσιμο πιόνι στην αιμοδιψή σκακιέρα των ατελείωτων κι ατελέσφορων πολέμων τους.
Η φετινή κινηματογραφική χρονιά δεν είχε μόνο τη μεγάλη επιστροφή του αγαπημένου μας Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν με τα "Ξερά Χόρτα" αλλά και του λατρεμένου μας δημιουργού Φίλιππου Κουτσαφτή με το νέο του ντοκιμαντέρ "Ζάκρος", αφού πρώτα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Λούβρο και συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Μετά το αξεπέραστο "Αγέλαστος Πέτρα" (2000), το οποίο καταπιάστηκε με τα λησμονημένα μυστήρια της Ελευσίνας και το εξαιρετικό "Αρκαδία Χαίρε" (2015) μέσα από το οποίο αναζήτησε τα μυθικά τοπία της Πελοποννήσου, με τη νέα του ταινία, ο σημαντικός Έλληνας δημιουργός εστιάζει την προσοχή του σε ένα άγνωστο, αλλά πλούσιο σε ιστορία σημείο της ανατολικής Κρήτης, το οποίο εξακολουθεί ανά τους αιώνες να αγναντεύει επίμονα προς την Κύπρο, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο.
Στις ανατολικές ακτές της Κρήτης εξακολουθεί να πλανιέται ένα αρχαιολογικό μυστήριο, καθώς εκεί αναπτύχθηκε μια μικρή πολιτεία με το δικό της μινωικό ανάκτορο, η οποία εγκαταλείφθηκε μετά από δυο απανωτές φυσικές καταστροφές κι αφέθηκε στη φθορά της λήθης, αλλά και στη στοργική κάλυψη που της πρόσφερε η σκόνη του χρόνου. Όμως, το 1961 άρχισαν οι πρώτες ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Νικόλαο Πλάτωνα, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα από το γιό του, Λευτέρη Πλάτωνα, αναδεικνύοντας με το πέρασμα των αιώνων το τέταρτο σημαντικότερο ανάκτορο του μινωικού πολιτισμού (μετά από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια) και το μόνο που δεν είχε συληθεί, μ' αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν πολλά σημαντικά στοιχεία του πρώτου μεγάλου πολιτισμού της Ευρώπης.
Απ’ όλα τα ευρήματα, ο δημιουργός εντυπωσιάζεται τελικά από το πιο ταπεινό, τα «άωτα κωνικά κύπελλα», τα οποία οι ντόπιοι λένε «σκουτελάκια». Τα σκουτελάκια είναι πολύ μικρά σε μέγεθος σκεύη, τα οποία βρέθηκαν στοιβαγμένα κατά δεκάδες σε μια από τις οικίες της ανασκαφής, καταπλακωμένα για 3.500 χρόνια. Ταυτισμένα με τη 2η ανακτορική περίοδο του μινωικού κόσμου, «υπήρχαν παντού, από τα ανάκτορα μέχρι τα αγροτόσπιτα». Ένα αντίστοιχο «σκουτελάκι» ζωγράφισε κι ο διάσημος ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος για την αφίσα της ταινίας.
Σ' αυτήν τη μικρή κι άγνωστη άκρη της Κρήτης, της Ελλάδος αλλά και της Ευρώπης όλης, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κινηματογραφεί με υπομονή για τρεις ολόκληρες δεκαετίες, τόσο τις ανασκαφικές διαδικασίες και τα ευρήματα τους, όσο και την καθημερινότητα των κατοίκων της Ζάκρου, οι οποίοι εξακολουθούν διακριτικά και σεμνά να ακολουθούν τον ίδιο τρόπο ζωής των προγόνων τους, αντικρίζοντας την ίδια θάλασσα και τα ίδια βουνά και πραγματοποιώντας αντίστοιχες θρησκευτικές τελετές στους ίδιους ιερούς τόπους, έχοντας ως οδηγό τη φύση, τον καιρό και τα άστρα του ουρανού, τηρώντας ασυναίσθητα τη φράση «Εδώ αφήκε τον ήσκιο του ο ένας, εκεί ο άλλος» του πεζογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, την οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως προλογικό σημείωμα για το ντοκιμαντέρ του ο Έλληνας δημιουργός.
Έχοντας λοιπόν ως σημείο αναφοράς τον αρχαιολογικό χώρο της Ζάκρου, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αρχίζει να σχηματίζει ένα μικρό μωσαϊκό χρησιμοποιώντας ως ψηφίδες τους ανθρώπους της περιοχής, οι οποίοι του ανοίγουν με συγκίνηση την ψυχή τους, περιγράφοντάς του συμβάντα που οι ίδιοι έχουν ζήσει ή ακούσει. Οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων είναι και το δυνατό χαρτί του Έλληνα δημιουργού, το οποίο έχουμε παρατηρήσει και στις προηγούμενες ταινίες του.
Στη συγκεκριμένη ταινία έχουμε τη συγκινητική γέννηση ενός ξύλινου κουταλιού από έναν γλυκύτατο παππούλη με τη γυναίκα του να παρατηρεί καρτερικά από το τραπέζι, την ευχάριστη διήγηση μιας γιαγιάς για το πώς κλέφτηκε με τον σύζυγό της όταν ήταν παιδιά και τη συνταρακτική εξιστόρηση για τον θάνατο ενός Καλύμνιου σφουγγαρά, ο οποίος θάφτηκε στο εκκλησάκι της Ζάκρου χωρίς να ξέρει κανείς το όνομά του για να το χαράξει στο σταυρό του τάφου του.
Όμως, για μένα, η πιο σημαντική διήγηση της ταινίας είναι η ιστορία του κωφού ψαρά, ο οποίος γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή της Ζάκρου κι έμαθε να μιλάει με έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο στη νοηματική. Οπότε, κατ' εμέ, ο συγκεκριμένος ψαράς είναι η απόλυτη προσωποποίηση της περιοχής αυτής, καθώς έχει τόσα πολλά να μας αφηγηθεί, αλλά χρειάζεται μια κατάλληλη φόρμουλα επικοινωνίας για να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τις ιστορίες που κουβαλά.
Επίσης, μέσα από την ανασκαφή, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κάνει κάποιες εύστοχες αντιστοιχίσεις με την παγκόσμια ιστορία και τέχνη. Οπότε, μέσα από τις ανακαλύψεις που έχουν γίνει από τους αρχαιολόγους της Ζάκρου, ξετυλίγεται ένα κουβάρι που καταλήγει στον κατακόκκινο χιτώνα του Χριστού, στην ταφή του κόμη Οργκάθ του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, στις θεωρίες του Δανού σκηνοθέτη Κάρλ Ντράγιερ κι άλλες φορές στο απέραντο διάστημα.
Αυτό όμως που με συντάραξε περισσότερο ήταν η ιστορία του Ιταλού ανθρωπολόγου Λίντιο Τσιπριάνι, ο οποίος επισκέφθηκε την Κρήτη το 1942 για να επαληθεύσει τις αλλοπρόσαλλες ρατσιστικές του θεωρίες που τον έκαναν να πιστεύει πως οι Κρητικοί είναι υποδεέστεροι των υπολοίπων Ευρωπαίων κι ότι η Κρήτη είναι η εσχατιά του σπουδαίου δυτικού πολιτισμού. Με την παραπάνω απάνθρωπη θεωρία του, ο Ιταλός ανθρωπολόγος άρχισε να φωτογραφίζει τους Κρητικούς συμπεριλαμβάνοντας και τους κατοίκους της Ζάκρου, αφήνοντας πίσω του ένα συγκλονιστικό και σημαντικό φωτογραφικό υλικό για τα πρόσωπα του παρελθόντος και τον τρόπο ζωής τους. Παρόλο που τα κίνητρά του ήταν ξεκάθαρα φασιστικά, το έργο που άφησε ως παρακαταθήκη αξιοποιήθηκε για πιο ανθρώπινους κι άκρως συγκινητικούς σκοπούς.
Για μια ακόμη φορά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής χρησιμοποιεί την ίδια αλάνθαστη συνταγή με την "Αγέλαστο Πέτρα", ανασυνθέτοντας το πλούσιο μωσαϊκό ενός ακόμη τόπου, κινηματογραφώντας για δεκαετίες με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τις μοναδικές στιγμές της Ζάκρου μέσα από τα πρόσωπά της, όπως τους ηλικιωμένους κατοίκους που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους αλλά και τα μικρά παιδιά που μεγάλωσαν και το καθένα πήρε τον δικό του δρόμο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός κατάφερε να διαφυλάξει στην κοινή μας μνήμη σπουδαίες προσωπικότητες που επιτέλεσαν εξέχον έργο στους τόπους τους, όπως ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από το "Ζάκρος" είναι πως για τον Φίλιππο Κουτσαφτή, η ιστορία καταγράφεται μέσα από διαδοχικές κι υπομονετικές επισκέψεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά θα τον οδηγήσουν στο ίδιο σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ενός χρόνου άγνωστου και μυστηριώδη, σύμφωνα με τα λόγια του Αυγουστίνου, ο οποίος είχε πει ότι «όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω».
Κάθε σκηνοθέτης που σέβεται τον εαυτό του κι αγαπά το έργο που έχει αφήσει ως παρακαταθήκη, οφείλει να σκηνοθετήσει το δικό του "8 1/2" του Φελίνι. Αυτήν την πρόκληση θεωρώ πως δέχτηκε να υλοποιήσει ο αγαπημένος τρελός του ιταλικού κινηματογράφου Νάνι Μορέτι, προσφέροντάς μας έναν τόνο νοσταλγίας και προβληματισμού για όσα δυσοίωνα έρχονται, μέσα από την τελευταία του ταινία "Ένα Καινούργιο Αύριο".
Παρόλο που ο τίτλος της ταινίας εκπέμπει μια νότα αισιοδοξίας, ο Νάνι Μορέτι δείχνει μέσα από την ταινία του να εστιάζει σε θέματα υπαρξιακά κι επώδυνα για τον ίδιο, στον τρόπο ζωής που είχε μέχρι σήμερα αλλά και στην εικόνα που έχει για τον κινηματογράφο και τα κοινωνικοπολιτικά ένστικτα των ανθρώπων. Επίσης αποτίνει ένα φόρο τιμής σ' αυτά που πέρασαν και δυστυχώς δε θα ξανάρθουν.
Η αλλαγή που συντελείται στον κύκλο του φανερώνεται από την αρχή της ταινίας, καθώς περιμένει με ανυπομονησία να παρακολουθήσει μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του, την υπέροχη ταινία "Λόλα" του Ζακ Ντεμί με την πανέμορφη Ανούκ Εμέ. Κι ενώ έχει κάνει όλες τις προεργασίες για μια ζεστή κι ευχάριστη σπιτική προβολή, διαπιστώνει πως ούτε η σύζυγός του αλλά ούτε κι η κόρη του έχουν την ίδια διάθεση με κείνον για ταινία.
Παρόμοια αλλαγή στο κλίμα παρατηρεί και στις προετοιμασίες που γίνονται για την κινηματογράφηση της νέας του ταινίας, η οποία εστιάζει στη στάση που κράτησαν οι Ιταλοί κομμουνιστές το 1956 κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής στην Ουγγαρία. Καθώς συζητάει με το κινηματογραφικό του συνεργείο για τις λεπτομέρειες της ταινίας, ένας νεαρός τον ρωτάει ξαφνιασμένος αν υπήρξαν ποτέ κομμουνιστές στην Ιταλία. Αυτή η τόσο απλή κι ανόητη ερώτηση φανερώνει πως η νέα γενιά έχει τρομερά κενά για την πρόσφατη ιστορία (πόσο μάλλον για γεγονότα των προηγούμενων αιώνων), κάτι που δυστυχώς θα την αναγκάσει να ξαναζήσει τις ίδιες σκοτεινές καταστάσεις του παρελθόντος. Εξάλλου διαφαίνεται με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Ο ανησυχητικός κατήφορος της σύγχρονης κοινωνίας, φανερώνεται και στα γυρίσματα μιας ταινίας δράσης, τα οποία διακόπτει ο Νάνι Μορέτι ζητώντας εξηγήσεις για το νόημα που βρίσκεται πίσω από την τόσο κινηματογραφική βία των σημερινών ταινιών. Ο ίδιος φέρνει ως παράδειγμα τη συγκλονιστική ταινία "Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο" του σπουδαίου Κριστόφ Κισλόφσκι, στην οποία η σκηνή βίας είναι αποτρεπτική για τον θεατή, θέλοντας να δείξει μ' αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης πως η πράξη αυτή είναι κατακριτέα. Τελικά δεν καταφέρνει να πείσει κανέναν κι εκεί είναι που διαπιστώνει πως κι ο ίδιος ως δημιουργός, ανήκει στους ξεπερασμένους σκηνοθέτες του κινηματογράφου.
Με την παραπάνω διαπίστωση, ο απογοητευμένος Νάνι Μορέτι παίρνει την απόφαση να μην ολοκληρώσει την τελευταία του ταινία αλλά να τη μετατρέψει σε μια πολύχρωμη και με παλμό παρέλαση, τιμώντας όλα αυτά που ήδη νοσταλγεί, τις ημιτελείς του δημιουργικές σκέψεις, τις εποχές που πέρασαν και χάθηκαν, τις ιδεολογίες που ετοιμάζονται να αφανιστούν στη λήθη των νέων γενιών. Με μια πορεία γεμάτη κόκκινες σημαίες και με βλέμματα που λάμπουν από αισιοδοξία και κοιτούν χαμογελαστά προς το μέλλον.
Η επιστροφή του σπουδαίου και πολυαγαπημένου Τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν στις σκοτεινές αίθουσες, θεωρείται από μόνη της ως ένα από τα αναμενόμενα και σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς. Πόσο μάλλον όταν η νέα του ταινία έρχεται με πολλές διακρίσεις από τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, με σημαντικότερη τη βράβευση της εκπληκτικής πρωταγωνίστριας Μέρβε Ντισντάρ στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Μετά από τα δύο προηγούμενα αριστουργήματα Χειμερία Νάρκη (2014) κι Άγρια Αχλαδιά (2018) αλλά και τα εξαιρετικά Κλίματα Αγάπης (2006), Μακριά (2002) και Σύννεφα του Μάη (1999), οι προσδοκίες μου για τον κινηματογραφικό έργο του Τζεϊλάν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, καθώς η νέα του ταινία έρχεται με έναν αέρα δυναμισμού κι ωριμότητας.
Με τα "Ξερά Χόρτα", ο σπουδαίος Τούρκος δημιουργός αναζητάει την πολυπόθητη Άνοιξη της χώρας του, σε μια δύσκολη περίοδο όπου κυριαρχεί ο τσουχτερός χειμώνας και το ιδιαίτερα θερμό κι άνυδρο καλοκαίρι, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να έχουν παρόμοια μοίρα μ' αυτήν των χόρτων στις αφιλόξενες στέπες της Τουρκίας, όπου παραμένουν συνεχώς ξερά. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν, μας ταξιδεύει για μια ακόμη φορά στα βάθη της Τουρκίας, θέλοντας σ' αυτό το σκληρό περιβάλλον να μας παρουσιάσει τα αδιέξοδα των ανθρώπων, τα ναρκωμένα τους όνειρα, τον εγκλωβισμό τους σε μια θανάσιμη στασιμότητα και το κουρδικό ζήτημα που εξακολουθεί να ελοχεύει στην τουρκική κοινωνία.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, παρόλο που στις ταινίες του υπάρχουν πολλά εμπλεκόμενα πρόσωπα, είναι ένας καθηγητής καλλιτεχνικών, ο Σαμέτ, ο οποίος νιώθει εξόριστος στην ίδια του τη χώρα, περιμένοντας την πολυπόθητη μετάθεσή του στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα από τη στάση του και τις απόψεις που εκμυστηρεύεται στους γύρω του, φαίνεται πως ο Σαμέτ αντιμετωπίζει την εργασιακή του καθημερινότητα με αδιαφορία και κάποιες φορές με κυνικότητα όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με τους μαθητές του, όπως στη σκηνή που τους λέει πως όλα όσα διαδραματίζονται μες στην τάξη είναι ένα θέατρο, διότι κανείς τους δεν έχει έφεση στις τέχνες κι επειδή όλοι τους θα καταλήξουν στον πρωτογενή τομέα όπου θα μοχθούν για να προσφέρουν τα απαραίτητα αγαθά στην πλούσια αστική τάξη. Οι μόνες στιγμές, στις οποίες αποκαλύπτεται η καλλιτεχνική του φύση κι η διακριτική του ευαισθησία, είναι όταν απαθανατίζει τους κατοίκους, τους συναδέλφους και τους φίλους που έχει στο μικρό χωριό. Με τον δικό του καλλιτεχνικό και συναισθηματικό τρόπο, καταγράφει την άγρια ζωή της ανατολικής Τουρκίας.
Όμως, όλα θα ανατραπούν απότομα μετά από μια σειρά κατηγοριών που θα προκύψουν εις βάρος του από την αγαπημένη του μαθήτρια, τη Σεβίμ. Εγκλωβισμένος σ' αυτήν την απρόσμενη κατάσταση, θα αναζητήσει καταφύγιο στις συναναστροφές και τις συζητήσεις με τους λιγοστούς ανθρώπους που εμπιστεύεται. Ένας απ' αυτούς είναι ο συγκάτοικός του, ο Κενάν κι η Νουράι, μια δασκάλα από μια διπλανή πόλη και πρώην ακτιβίστρια, η οποία έχασε το πόδι της σε μια τρομοκρατική επίθεση.
Η σχέση των τριών πρωταγωνιστών θα προσπαθήσει να καρποφορήσει στην άγονη στέπα της Ανατολίας, όπου επικρατούν δύο μόνο εποχές, ο χειμώνας και το καλοκαίρι, μ' αποτέλεσμα η φύση να μην προλαβαίνει να πρασινίσει, καθώς από το πυκνό χιόνι που τη σκεπάζει καθόλη τη διάρκεια του χειμώνα, περνάει στην ξηρασία του καλοκαιριού. Μέσα σ' αυτό το τόσο δύσκολο περιβάλλον προσπαθούν μάταια οι παραπάνω χαρακτήρες να ανθίσουν...
Ωστόσο, παρατηρείται πως τα τρία παραπάνω πρόσωπα, παρόλο που βρίσκονται χρόνια στην εργασιακή ζούγκλα, επιλέγουν, ή για να το θέσω καλύτερα, αναγκάζονται να ζουν με έναν εφηβικό τρόπο. Η Νουράι εξακολουθεί να ζει με τους γονείς της, ενώ ο Σαμέτ συγκατοικεί μαζί με τον Κενάν, ο οποίος επιμένει να μη θέλει να παντρευτεί, παρόλο που τον πιέζει η μητέρα του. Κι οι τρεις εκπροσωπούν τρεις διαφορετικές όψεις της τούρκικης κοινωνίας που ασφυκτιά στη σημερινή εποχή.
Η Νουράι εκπροσωπεί το αριστερό κι ακτιβιστικό κομμάτι της Τουρκίας που έχει διωχθεί επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια κι έχει παραγκωνιστεί. Γι' αυτόν τον λόγο, διακρίνουμε ένα ίχνος απογοήτευσης κι εγκατάλειψης στο θλιμμένο της βλέμμα. Ο Κενάν εκπροσωπεί το κουρδικό κομμάτι της Τουρκίας που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να ενσωματωθεί στον υπόλοιπο εθνικό κορμό, παρά τις διώξεις και τα εμπόδια που συναντά στο διάβα του. Τέλος, ο Σαμέτ, εκφράζει το διανοουμενίστικο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας που έχει πια απαυδήσει με την αδιαφορία του υπόλοιπου κόσμου κι έχει περιέλθει σε μια εσωστρεφή και κυνική κατάσταση. Αυτοί οι τρεις διαφορετικοί κόσμοι θα μπλέξουν σε ένα παράδοξο ερωτικό τρίγωνο, όπου ο καθένας αναζητά την παρηγοριά στον άλλον, έχοντας αποδεχτεί πως το εγγύς μέλλον προμηνύεται δυσοίωνο.
Οι προβληματισμοί των τριών πρωταγωνιστών, ο τρόπος ζωής που έχουν επιλέξει κι οι προσδοκίες τους από τα μελλοντικά τους σχέδια, παρουσιάζονται μέσα από τους μεγάλους σε διάρκεια και πλούσιους σε επιχειρήματα διαλόγους των ταινιών του Τζεϊλάν. Με έναν μοναδικό τρόπο, ο σπουδαίος Τούρκος δημιουργός παντρεύει τον δοκιμιακό λόγο με τον κινηματογραφικό, προσφέροντας άκρως ενδιαφέρουσες σκηνές πλούσιων διαλόγων. Ο πιο ενδιαφέρων διάλογος της συγκεκριμένης ταινίας, είναι αυτός που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον Σαμέτ και τη Νουράι σχετικά με την αιώνια διαμάχη του ατομικού με το συλλογικό, το κατά πόσο αξίζει να ανήκει κανείς σε μια ομάδα, ώστε να μπορεί να προσφέρει, αλλά και να δέχεται τη βοήθεια και τη στήριξη των άλλων ή να παραμένει μόνος του χωρίς προσδοκίες κι απαιτήσεις από κανέναν, προστατεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του από την προδοσία και την απογοήτευση. Υπάρχουν κι άλλοι αξιόλογοι διάλογοι, μέσα από τους οποίους θίγεται η ματαιότητα των τσακισμένων προσώπων, η ελπίδα όσων εξακολουθούν να πιστεύουν σε ένα όραμα, αλλά κι η προσκόλληση ορισμένων πληγωμένων ανθρώπων με το παρελθόν, γεγονός που τους οδηγεί στην αφάνεια. Και φυσικά απορρέει η βεβαίωση πως οι ώριμες κι ειλικρινείς συζητήσεις αποκαλύπτουν πως μας ενώνουν περισσότερα πράγματα απ' όσα μας χωρίζουν, κι αυτό από μόνο του είναι ελπιδοφόρο. Αρκεί οι άνθρωποι να μπορούν να ανοιχτούν ελεύθερα.
Για μια ακόμη φορά, ο Τζεϊλάν πετυχαίνει να κάνει πειστικούς τους διαλόγους που ξετυλίγονται στην ταινία, με το να παρουσιάσει άκρως ρεαλιστικούς τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Από τη μια ο Σαμέτ είναι ένας ακόμη αντιήρωας (ίδια συνταγή με τους αντίστοιχους πρωταγωνιστές σε "Άγρια Αχλαδιά" και "Χειμερία Νάρκη"), ο οποίος δε γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής παρόλο που σε πολλές σκηνές ταυτίστηκα με τα λεγόμενά του, αλλά και με τη στάση του, ενώ από την άλλη έχουμε τη Νουράι με τον δυναμισμό της και την αυτοπεποίθησή της, παρόλο που έχει χάσει το ένα της πόδι, η οποία καταφέρνει να 'ρθει σε κόντρα με το πατριαρχικό κατεστημένο της γειτονικής μας χώρας.
Στόχος του συνόλου των "κατηγορώ" που ακούγονται στην ταινία, είναι η ελλιπής παιδεία της κοινωνίας, η οποία μαθαίνει να ζει χωρίς όραμα κι ελπίδα. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Τζεϊλάν θέτει ως κέντρο αναφοράς της ιστορίας του το σχολείο, το οποίο κατά κάποιον τρόπο αντιπροσωπεύει το αποδυναμωμένο σύστημα της χώρας του, διότι λειτουργεί χωρίς να έχει επίκεντρο τον άνθρωπο, μ' αποτέλεσμα να εφαρμόζει ένα σύνολο ανούσιων κανόνων και να προσφέρει μια άκρως αναποτελεσματική εκπαίδευση στις νέες γενιές. Οπότε, ο χώρος του σχολείου μετατρέπεται σε αρένα όπου συγκρούονται όλες οι πλευρές της πολυπρόσωπης τουρκικής κοινωνίας, δημιουργώντας μια αιχμηρή κριτική στην πολιτική της χώρας που την οδηγεί σε μια επικίνδυνα μη αναστρέψιμη ερημοποίηση.
Αυτή η αντίφαση της τουρκικής κοινωνίας, εκφράζεται έντονα από την εσωστρεφή φύση του Σαμέτ και τα απότομα ξεσπάσματά του μέσα στην τάξη. Από τη μια είναι ευαίσθητος και προσιτός με τους μαθητές του κι από την άλλη κυνικός σχετικά με το μέλλον τους. Σε κάποιες στιγμές τον βλέπουμε να 'χει ανάγκη για επικοινωνία με τους λιγοστούς ανθρώπους του στενού του κύκλου, ενώ σε κάποιες άλλες επιθυμεί την ηρεμία της μοναξιάς, φωτογραφίζοντας πρόσωπα και τοπία, προσφέροντας στους θεατές ένα υπέροχο μωσαϊκό που παρουσιάζει την άγνωστη πλευρά μιας χώρας, που επιθυμεί να παρουσιάζεται ως περιφερειακή υπερδύναμη.
Επίσης, έχοντας ο Τούρκος σκηνοθέτης ως σημείο αναφοράς τον Σαμέτ, προσπαθεί να δείξει πως στη σύγχρονη εποχή, οι άνθρωποι έχουν την επιθυμία να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους και να κάνουν πράγματα για να ομορφύνουν τη ζωή τους, αλλά κάτι τους αποτρέπει διότι η κάθε τους προσπάθεια δεν καταφέρνει να γεμίσει το συναισθηματικό τους κενό, μ' αποτέλεσμα να μην νιώθουν ολοκληρωμένοι.
Ωστόσο, η ταινία αφήνει αρκετές εκκρεμότητες και κάποια σημεία αναπάντητα, όπως την απρόσμενη περιπλάνηση του πρωταγωνιστή στα παρασκήνια της ταινίας. Μια σκηνή για την οποία ακόμη δεν έχω καταλάβει τη σημασία της και το νόημα που ήθελε να περάσει.
Παρόλα αυτά, η ταινία είναι ένα ακόμη υπέροχο κινηματογραφικό διαμάντι με εκπληκτικές κι άκρως ρεαλιστικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με συγκλονιστικά πλάνα από τα άγρια κι άγνωστα μέρη της Ανατολίας, με εξαιρετικές φωτογραφίες και φυσικά με συγκινητική μουσική επένδυση. Όσο για τη μεγάλη της διάρκεια, που την κάνει αποτρεπτική για πολλούς, ομολογώ πως δεν κατάλαβα πότε πέρασαν οι τρεις ώρες, ή για να είμαι πιο ακριβής, τα 197 λεπτά.
Με τα "Ξερά Χόρτα", ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν καταφέρνει να μας προσφέρει μια ακόμα άκρως λυρική ταινία, προσπαθώντας μέσα απ' αυτήν να βρει τη χαμένη άνοιξη της Τουρκίας, ώστε μαζί με το φθινόπωρο (μέσω της Άγριας Αχλαδιάς), να επανενώσει πάλι τις τέσσερις εποχές, φέρνοντας την πολυπόθητη ισορροπία στους ανθρώπους. Ο εννοιολογικός συμβολισμός του τίτλου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους σύγχρονους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να μοιραστούν τις ανησυχίες τους και τα όνειρά τους, αλλά και να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ξέροντας πως μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, θα καταφέρουν να βρουν μια πολυπόθητη ηλιαχτίδα ελπίδας για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά και την πλήξη των σημερινών κοινωνιών.
"Δύο γυναίκες που ήταν κορίτσια. Που τις έσπειραν και φύτρωσαν σαν αγριολούλουδα στα ξερικά χωράφια των εξελληνισμένων συνόρων της πατρίδας, χωρίς επίγνωση της αυταπάτης της πατρίδας και της αυταπάτης της μητρικής φροντίδας. Δίχως μυρωδιά μάνας και πατρίδας".
Τα παραμεθόρια μέρη της Μακεδονίας κρύβουν ακόμη πολλές ιστορίες που κουβαλούν τον πόνο της περιθωριοποίησης, της "εθνικής" καταπίεσης, της φτώχιας και της ξενιτιάς. Οικογένειες αναγκάστηκαν να χωρίσουν για να κυνηγήσουν το όνειρό τους στις φάμπρικες της Γερμανίας, εγκαινιάζοντας μιας περίοδο όπου οι μητέρες δούλευαν χωρίς τα παιδιά τους και παιδιά μεγάλωναν χωρίς τους γονείς τους. Η μόνη τους επαφή ήταν τα γράμματα κι οι φωτογραφίες. Αλλά όπως εύστοχα και συγκινητικά γράφει η συγγραφέας του βιβλίου, Χαρούλα Αποστολίδου, "αυτό που δε δείχνουν όλες οι φωτογραφίες είναι η ζωή μας πριν και μετά από αυτές τις στιγμές. Το παρελθόν και το μέλλον. Αλλά, τι να σου πω; Το κουτί αυτό είναι γεμάτο φωτογραφίες. Σε καμιά δεν είμαστε μαζί. Αυτό που σου μένει είναι η καλοσύνη της μνήμης".
Το υπέροχο βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου "Μάλο Μόμε" είναι ένας φόρος τιμής για τις μανάδες και τις κόρες που μεγάλωσαν ξέχωρα και για τους κατοίκους της Μακεδονίας που αναγκάστηκαν να απαρνηθούν το παρελθόν τους για να μπορέσουν να ενσωματωθούν στον υπόλοιπο εθνικό κορμό. Και φυσικά, θέλω να σταθώ στο συγκινητικό σχέδιο του εξωφύλλου δια χειρός της Αγγέλα Σταμένου.
Η νέα ταινία του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ ανήκει στις κινηματογραφικές περιπτώσεις που αδίκως περνούν αθόρυβα από τις σκοτεινές αίθουσες και δεν απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογεί. Η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι είναι μια μυσταγωγική πανδαισία υπέροχων κι άκρως ισορροπημένων κάδρων, τα οποία ενισχύονται με έναν απόκοσμο ατμοσφαιρικό φωτισμό, προσφέροντας ένα μοναδικό κινηματογραφικό διαμάντι, του οποίου τα εντυπωσιακά πλάνα μένουν γι' αρκετό καιρό ανεξίτηλα στη μνήμη των θεατών. Όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση πως μετατράπηκε σε καυτή πατάτα στα χέρια του σκηνοθέτη, μ' αποτέλεσμα κάπου στο τέλος να χάνονται κάπως το μέτρο κι ο σκοπός της, ενώ η σκηνοθετική πειραματική υπερβολή, μου άφησε ένα απογοητευμένο αναπάντητο "γιατί".
Η ταινία μας γυρνάει στα τέλη του 19ου αιώνα και μας συστήνει τα δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα, τον ξακουστό και σπουδαίο συνθέτη Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι και τη νεαρή σύζυγό του Αντονίνα Μιλιούκοβα, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο τραγικό πρόσωπο της όλης ιστορίας, στη σύζυγο του συνθέτη. Η Αντονίνα Μιλιούκοβα είναι μια νέα μουσικόφιλη κοπέλα προερχόμενη από μια ξεπεσμένη αστική οικογένεια, η οποία επιδιώκει να γνωρίσει τον συνθέτη και να του ζητήσει να την παντρευτεί. Παρόλο που στην αρχή ο Τσαϊκόφσκι αντιστέκεται αρνούμενος να ικανοποιήσει την επιθυμία της κοπέλας, στο τέλος υποκύπτει στην εμμονή της, ξεκαθαρίζοντάς της πως ο γάμος τους θα είναι ξεκάθαρα τυπικός, καθώς ο ίδιος δεν έχει καμία ερωτική διάθεση προς το άτομό της. Κατά κάποιον τρόπο, ο σπουδαίος Ρώσος συνθέτης δέχτηκε να πραγματοποιήσει τον συγκεκριμένο γάμο για να καλύψει την ομοφυλοφιλία του, της οποίας η φημολογία είχε αρχίσει να διαδίδεται.
Όμως, ο γάμος τους δε στεριώνει, παρά τις προσπάθειες και τους συμβιβασμούς που έγιναν κυρίως από τη μεριά της Αντονία Μιλιούκοβα. Ο Τσαϊκοφσκι από την πρώτη στιγμή αισθάνεται εγκλωβισμένος σε έναν γάμο που ποτέ δε θέλησε, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα δημιουργικό τέλμα. Με την πρώτη ευκαιρία, ο Τσαϊκόφσκι θα επιδιώξει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του γάμου, απαιτώντας από την Αντονίνα να ζήσουν λίγο καιρό χωριστά, μια εξέλιξη που θα τον οδηγήσει λίγο αργότερα να της ζητήσει μόνιμο διαζύγιο. Η εξέλιξη αυτή θα εξωθήσει την Αντονίνα σε κλιμακούμενη απελπισία, αλλά και σε μια ιδιάζουσα εμμονή, διεκδικώντας έτσι την αγάπη του συνθέτη κι όχι τα λεφτά που της πρόσφερε.
Παρόλο που η υπόθεση της ταινίας είναι ενδιαφέρουσα καθώς παρακολουθούμε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του σπουδαίου συνθέτη, ο σκηνοθέτης μας μπερδεύει με τα κίνητρα και τις στοχεύσεις που τον απασχολούν. Παρότι επιθυμεί να επισημάνει την εμμονή της συζύγου, τελικά μας παρουσιάζει μια γυναίκα μόνη που διαθέτει το θάρρος να ζητήσει η ίδια σε γάμο έναν άνδρα και να τον διεκδικήσει μέχρι τέλους, η οποία τηρεί κάθε προϋπόθεση που της έθεσε εξαρχής ο συνθέτης και θυματοποιείται σχεδόν ηθελημένα απέναντι στις επιθυμίες ενός ομοφυλόφιλου άνδρα.
Από την άλλη, παρακολουθούμε έναν καταξιωμένο κι ευρύτατα αναγνωρισμένο άνδρα, ο οποίος εξαναγκάζεται να παντρευτεί για να καλύψει την ομοφυλοφιλία του. Οπότε και τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα πέφτουν θύματα της πατριαρχίας που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα. Δύο θύματα απροστάτευτα που καταλήγουν να αλληλοσπαράζονται για να ικανοποιήσουν τις αντικρουόμενες επιθυμίες τους. Ενδιαφέρον και πάντα διαχρονικό ως θέμα, αλλά στην παρουσίαση των γεγονότων εντοπίζονται αρκετά κενά, όπως για παράδειγμα η έλλειψη αιτιολόγησης για την εμμονή της Αντονίνας Μιλιούκοβα να παντρευτεί τον Τσαϊκόφσκι. Επίσης, η μουσική επένδυση της ταινίας (δεν έχει επιλεχθεί κανένα έργο του Τσαϊκόφσκι) ήταν λίγο παράταιρη κι ασύμβατη με τη ροή της ιστορίας, αλλά και με τις ερμηνείες των προσώπων.
Εκεί όμως που η ταινία χάνει το μέτρο, είναι στις σκηνές με τις οποίες ο σκηνοθέτης προσπαθεί να "αναθεματίσει" την πατριαρχία, όπως η άβολη σκηνή που ο ασθματικός δικηγόρος της Αντονίνας Μιλιούκοβα αυνανίζεται κοιτώντας τα απόκρυφα σημεία της, αλλά και η τελευταία σκηνή με τους γυμνούς νεαρούς που περιτριγυρίζουν την πρωταγωνίστρια και στήνουν μαζί της έναν μοντέρνο χορό, ο οποίος θεωρώ πως ανταγωνίζεται το αντίστοιχο βλακώδες μουσικοχορευτικό φινάλε της ταινίας "Ενήλικοι στην Αίθουσα" του Κώστα Γαβρά.
Σε κάτι που παραδέχομαι τον σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρένικοφ, είναι που έθιξε το θέμα της ομοφυλοφιλίας του σπουδαίου Ρώσου συνθέτη Τσαϊκόφσκι. Ένα θέμα για το οποίο έχουν διχαστεί αρκετοί μελετητές κι εξακολουθεί να παραμένει ταμπού για την Ρωσία.
Επίσης, με εντυπωσίασαν τα εκπληκτικά του κάδρα κι ο τρόπος που στήθηκαν οι μορφές μέσα σ' αυτά, αλλά και ο ατμοσφαιρικός τους απόκοσμος φωτισμός, προσφέροντας στο κοινό ένα σύνολο εξαιρετικών κινούμενων πινάκων.
Εκεί που χάνεται κάπως η ροή της ιστορίας, είναι στο σημείο που μπλέκει η ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων με τις φαντασιώσεις της πρωταγωνίστριας. Σ' αυτό το σημείο, μπλέχτηκα ως θεατής, αναζητώντας τους σκοπούς του σκηνοθέτη και τα μηνύματα που επιθυμεί να μεταδώσει.
Τελικά, αυτό που συμπέρανα από την ταινία είναι πως το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η ίδια η σύζυγος, μια εύθραυστη παρουσία, καταραμένη από την εποχή της να μην μπορεί να αγαπηθεί από τον άνδρα που ποθούσε, παρόλο που έδειχνε αποφασισμένη να προσφέρει και να δεχτεί υπέρμετρη αγάπη. Επίσης, ο σκηνοθέτης μέσα από το έργο του έθεσε ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Τελικά σπουδαίες και μεγαλοφυείς προσωπικότητες, όπως ήταν ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, μπορούν να ανήκουν σε έναν και μόνο άνθρωπο ή πρέπει να παραμένουν πρόσωπα ελεύθερα και διαθέσιμα στο ευρύτερο κοινό τους;
Εν κατακλείδι, η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι" είναι μια κινηματογραφική πανδαισία υπέροχων πλάνων, που δυστυχώς από ένα σημείο κι έπειτα χάνει την ισορροπία και το ύφος της. Όμως, παρόλα αυτά, δεν περνάει απαρατήρητη κι αδιάφορη από το σινεφίλ κοινό.