Απόγευμα Παρασκευής. Βρίσκομαι στο λιμάνι της Ραφήνας περιμένοντας το "Πηνελόπη". Είχα φτάσει πιο νωρίς με τον φόβο πως μπορεί να πετύχω κίνηση στη Μαραθώνος. Κατεβαίνοντας στην προβλήτα το είδα να ρχεται. Ο κόσμος έπαιρνε θέση για να μπει. Το πλοίο έκανε μία στροφή και έδεσε μπροστά μου. Τσούρμο από τσιγγάνους βγήκε με άναρχο και θορυβώδες τρόπο έξω. Το πλήρωμα εκνευρισμένο και κουρασμένο από την συμπεριφορά τους καθως και την ακαταστασία και τη βρωμιά που αφήσανε πίσω τους, αρχίσανε να βάζουν τον κόσμο μέσα για Άνδρο. Μέσα στον κόσμο συνάντησα και τον πατέρα μου. Ήθελα να περάσω μαζί του τον δεκαπενταύγουστο.
Είναι δύσκολη η σχέση ενός καπετάνιου (ή γενικά ναυτικού) με τον γιό του. Υπάρχει ένας άτυπος ανταγωνισμός. Ο γιός συνηθίζει να μεγαλώνει μόνος του με την μητέρα του και ενοχλείται με την παρουσία ενός άλλου αρσενικού μέσα στο σπίτι. Από την άλλη και ο πατέρας βλέπει την δυνατή σχέση που σχηματίζεται μεταξύ μητέρας γιού και ενοχλείται το ίδιο.
Τώρα αυτά θέλουν ψυχολογική ανάλυση και δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ με αυτό. Η αλήθεια έιναι πως τόσο ο πατέρας όσο και ο γιός ψάχνουν ένα τρόπο επικοινωνίας. Ένα τρόπο συνεννόησης. Έναν τρόπο που θα καταφέρουν να καλύψουν το κενό όλου του καιρού που ζούσαν χρόνια. Πολλές φορές αυτό το χάσμα μένει και κανένας δε βγαίνει κερδισμένος.
Ευτυχώς στη δικιά μου περίπτωση το χάσμα καλύφθηκε. Ο καθένας βρήκε το κουμπί του άλλου και η σχέση μας έφτιαξε. Για μένα η λύση ήταν να δω τον πατέρα μου σαν φίλο. Έναν φίλο που έχω να δω από παλιά.
Ένας καημός μου ήταν πως ο πατέρας μου σπάνια μου έλεγε ιστορίες από τα μπάρκα του. Αυτές της μέρες μου κάλυψε ένα μεγάλο κενό.
Σίγουρα δε θα ξεχάσω το πρωινό του Σαββάτο που με ξύπνησε ένας φίλος μου στις 7 το πρωί μιάς και ταξίδευε για Τήνο (αν και με ακολούθησε μέχρι τη Μύκονο για μία βουτιά και κατέβηκε στην επιστροφή στο νησί του). Καθίσαμε όλοι μαζί για καφεδάκι στο μπαλκόνι του πλοίου και μέχρι τις δώδεκα που φτάσαμε Μύκονο ακούγαμε ιστορίες από τα ταξίδια του Καπετάν Αργύρη. Ακούγαμε προσεκτικά, γελούσαμε, κοιτούσαμε προς την θάλασσα και σκεφτόμασταν όλες τις εικόνες που μας περιέγραφε...
"Ποιό είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια ταξίδι κύριε Αργύρη;"
"Εβδομηνταδύο ημέρες Δημητράκο μου. Από Κορέα στο Μόντρεαλ περνώντας κάτω από την Νότια Αφρική. Με πήρε η γυναίκα μου τηλέφωνο Χριστούγεννα (δε μιλούσαμε τότε συχνά στο τηλέφωνο διότι η τεχνολογία ακόμα ήταν αρκετά πίσω στο θέμα επικοινωνίας) και με ρώτησε πότε ξαναπιάνεις λιμάνι και της απάντησα το Πάσχα."
Στην αρχή γελάσαμε, όμως κοιτώντας λίγο έξω από το παράθυρο φαντάστηκα τον πατέρα μου τόσες μέρες πάνω σε ένα πλοίο, μόνο του. Τι θα είδε, τι θα σκεφτόταν άραγε τόσες μέρες, πόσο του λείπαμε, πόσο μόνος ένιωθε...
Γύρισα και τον κοίταξα με ένα μελαγχολικό βλέμμα. Λες και με κατάλαβε μου ξαναείπε: "Εβδομηνταδύο μέρες Γιώργο, το φαντάζεσαι;".
Φυσικά και το φαντάζομαι πατέρα...
Δεν είναι τίποτα οι εβδομηνταδύο μέρες μπροστά σε όλα αυτά τα χρόνια που ταξιδεύεις. Τα όσα έχεις στερηθεί. Τα όσα θές να ζήσεις. Και φυσικά θέλω να μαι δίπλα σου να σε βοηθήσω να τα πραγματοποιήσεις ως το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω για όλα αυτά που θυσίασες για να "με κάνεις άνθρωπο".
Πιστεύω πως το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω αυτή τη στιγμή είναι να σε βγάλω στις όμορφες ψαροταβέρνες για ουζάκι και να απολαύσω την παρέα σου ρωτώντας για τις εμπειρίες σου, λέγοντάς σου τους προβληματισμούς και τις σκέψεις μου και παράλληλα να αναλύσουμε διάφορα θέματα που μας ενδιαφέρουν...
Καταλαβαίνω πως απολαμβάνεις αυτές τις στιγμές μαζί μου καθώς γυρίζουμε το βράδυ στο πλοίο με πιάνεις από τον ώμο και μου λες ψυθιριστά ιστοριούλες λες και δε θες να μας ακούσει κάποιος άλλος, δείχνοντάς μου πως εμπιστεύεσαι κάτι μόνο σε μένα...
Όταν με ανεβάζεις πάνω στη γέφυρα του πλοίου στις δώδεκα το βράδυ για να μου δείξεις πάνω σε ένα ναυτικό χάρτη κάτω από ένα πορτοκαλί άρρωστο φως (που δημιουργεί μία περίεργη ατμόσφαιρα στη σκοτεινή αίθουσα) ποιά νησάκια θες να πας με το φουσκωτό ενός φίλου όταν βγεις στη σύνταξη και με ρωτάς αν θέλω να ακολουθήσω και γω, "θα πάρεις τη φωτογραφική σου μηχανή και θα βρείς πολύ θέμα σ' αυτά τα μέρη".
Την εκτίμησή σου την δείχνεις όταν φεύγω από το πλοίο για να γυρίσω Ραφήνα όπου με κρατάς γερά από το μπράτσο σα να προσπαθείς να μου πεις πως δε θες να φύγω από κοντά σου.
Η συγκίνηση έρχεται όταν ακούω από έναν ξένο (γνωστό σου όμως) που με κατεβάζει με το αυτοκίνητο στην Αθήνα να μου λέει πως "ο πατέρας σου είναι πολύ περήφανος για σένα"...
wraia ta parousiazeis....makari na einai k stin pragmatikotia etsi(?)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όμως είναι όλα αληθινά...
ΑπάντησηΔιαγραφή