Συνέντευξη του Έντσο Τραβέρσο στη Δέσποινα Λαλάκη
Την τελευταία δεκαπενταετία, ο Ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ένας από τους πιο επιδραστικούς κριτικούς διανοούμενους στην Ευρώπη. Το έργο του αποκτά ένα διαρκώς διευρυνόμενο κοινό και στη χώρα μας: τα Νέα πρόσωπα του φασισμού, βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, είναι το έβδομο που μεταφράστηκε στα ελληνικά, σε συνέχεια σημαντικών έργων του συγγραφέα όπως η Ιστορία ως πεδίο μάχης, οι Ρίζες της ναζιστικής βίας, το Διά πυρός και σιδήρου και η Αριστερή μελαγχολία. Λιγότερο γνωστή, εξαιρετικά επίκαιρη ωστόσο, είναι η μονογραφία του Τραβέρσο Ολοκληρωτισμός: η ιστορία μιας διαμάχης [Totalitarismo: la storia di un dibattito] – μια εξαντλητική επισκόπηση της πολιτικής και ακαδημαϊκής συζήτησης για τον ολοκληρωτισμό από το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα ως τις μέρες μας. Το βιβλίο αυτό του 2002 ήταν μια από τις αφορμές για να συζητήσουμε μαζί του τις επίκαιρες χρήσεις της έννοιας του ολοκληρωτισμού, αλλά και τις σημερινές μορφές ολοκληρωτικής εξουσίας που υποχρεώνουν τα κινήματα αντίστασης να αμφισβητήσουν τον «αντιολοκληρωτισμό» των δεκαετιών ’80 και ‘90.
Καταρχάς σας ευχαριστούμε που δεχτήκατε να μιλήσετε στο αφιέρωμα του πρώτου τεύχους του Marginalia. Ως ιστορικός που έχει γράψει εκτενώς πάνω στο ζήτημα του ολοκληρωτισμού, θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα περίγραμμα, μια σύντομη ιστορία της έννοιας; Η ίδια έχει τις ρίζες της στις φρικαλεότητες του 20ού αιώνα. Σήμερα, όμως, δείχνει μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, όπως μαρτυρούν οι πιο πρόσφατες χρήσεις της στα συμφραζόμενα ενός νέου αντικομμουνισμού και αντιισλαμισμού.
Στον έναν αιώνα ζωής της, η ιδέα του ολοκληρωτισμού έχει περάσει πράγματι από διάφορα στάδια. Αναδρομικά, οι διαρκείς αλλαγές της σημασίας του μαρτυρούν μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη σταδιοδρομία. Στη δεκαετία του ’20, οι Ιταλοί αντιφασίστες σύστησαν τον όρο, καταγγέλλοντας ως ολοκληρωτικό το μονολιθικό καθεστώς του Μουσολίνι. Πολύ γρήγορα οι ίδιοι οι φασίστες τον υιοθέτησαν, διατυπώνοντας τη φιλοδοξία να οικοδομήσουν ένα «ολικό κράτος». Ο όρος, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε τόσο από φασίστες όσο και από αντιφασίστες, και προσέλαβε μια σημασία άλλοτε αρνητική και άλλοτε θετική.
Την επόμενη δεκαετία, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία και την έλευση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ, ο όρος γνώρισε ευρύτατη διάδοση. Η έννοια του ολοκληρωτισμού κωδικοποιήθηκε το 1939, μετά το Σύμφωνο Μη Επίθεσης Σοβιετικών και Ναζί, με το οποίο Χίτλερ και Στάλιν παρουσιάστηκαν ξαφνικά ως δίδυμοι δικτάτορες. Η χρυσή εποχή του «ολοκληρωτισμού», ωστόσο, ήταν η περίοδος της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου. Την εποχή εκείνη, ο ολοκληρωτισμός γίνεται το εργαλείο για να καταγγέλλεται η ΕΣΣΔ ως εχθρός του «ελεύθερου κόσμου». Από εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, η έννοια του ολοκληρωτισμού εκπληρώνει απολογητικούς σκοπούς, καθώς θωρακίζει τη Δύση απέναντι σε κάθε είδους κριτική: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όλοι οι επικριτές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ γίνονται αυτόματα συνένοχοι του «ολοκληρωτικού εχθρού». Βραχυπρόθεσμα, υπό τον μακαρθισμό, ο «αντιολοκληρωτισμός» μετατρέπεται σε μια σχεδόν ολοκληρωτική ιδεολογία.
Στις δεκαετίες 1960 και 1970, έχοντας δεχτεί την ισχυρή κριτική μιας διανόησης που αρνείται να συμμορφωθεί σε αυτές τις ιδεολογικές προσταγές, η έννοια του ολοκληρωτισμού προοδευτικά απορρίπτεται. Θα γνωρίσει, όμως, μια εντυπωσιακή αναβίωση μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, όταν ο «ολοκληρωτισμός» θα συνδεθεί με την ανάδυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Μολονότι, λοιπόν, το περιεχόμενό του έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές μέσα σε έναν αιώνα, ο «ολοκληρωτισμός» περιγράφει διαχρονικά τους εχθρούς της Δύσης. Αυτό σημαίνει αναπόφευκτα μια επιλεκτική ματιά στη βία του περασμένου αιώνα: μπροστά στα ολοκληρωτικά εγκλήματα —γενοκτονίες και στρατόπεδα συγκέντρωσης—, η βία της Δύσης νομιμοποιείται αυτόματα και τελικά συρρικνώνεται σε μια αλληλουχία «παράπλευρων απωλειών». Φυσικά, υπάρχουν πολλές θεωρίες του ολοκληρωτισμού, κάποιες από τις οποίες είναι γόνιμες και ενδιαφέρουσες. Όμως οι «δημόσιες χρήσεις» της έννοιας υπήρξαν ως επί το πλείστον απολογητικές.
Υπήρξαν, ωστόσο, σημαντικές διαφοροποιήσεις στην απήχηση που προσέλαβε κατά καιρούς ο όρος. Στη Γαλλία, ας πούμε, φαίνεται πως, μέχρι και την έκδοση του έργου του Σολζενίτσιν για το σοβιετικό γκουλάγκ, μέχρι δηλαδή το 1973, η γλώσσα του ολοκληρωτισμού δεν είχε κερδίσει την προσοχή. Πιο γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ολοκληρωτισμός είναι φαινόμενο και έννοια αποκλειστικά δυτικά;
Υπό το πρίσμα της ιστορίας του ως ιδέας, ο ολοκληρωτισμός είναι πράγματι έννοια κατεξοχήν δυτική, παρά την παγκόσμια διάδοσή της. Η έννοια προσλαμβάνει, επίσης, μια γεωπολιτική διάσταση. Σε κάποιες μεσογειακές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα ή η Γαλλία, όπου τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν ηγεμονικό ρόλο στα κινήματα της Αντίστασης, προκαλεί μεγάλη καχυποψία στα μεταπολεμικά χρόνια: δεν είναι εύκολο να παρουσιάσει κανείς τους πολιτικούς που αγωνίστηκαν ενάντια στις δικτατορίες του φασισμού και του ναζισμού ως «ολοκληρωτικούς». Όπως έδειξε πειστικά ο Μάικλ Σ. Κριστόφερσον (Michael S. Christofferson), η εξαιρετικά αντιφατική υποδοχή του βιβλίου του Σολζενίτσιν (Solzhenitsyn) Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπήρξε σημαντικό εμπόδιο στην άνοδο της Ένωσης της Αριστεράς. Σε διάφορες χώρες της Δύσης, η διαμάχη για τον «ολοκληρωτισμό» της δεκαετίας του ’70 συνέπεσε με την «κρίση του μαρξισμού» και επέτρεψε τη συντηρητική στροφή ενός σημαντικού μέρους της αριστερής διανόησης προς μια ιδιαίτερα συμβατική εκδοχή κλασικού φιλελευθερισμού ή ακόμα και προς τον αντικομμουνιστικό συντηρητισμό. Οι γάλλοι επονομαζόμενοι «Νέοι Φιλόσοφοι» θα είναι η πιο ορατή έκφραση αυτής της διανοητικής και πολιτικής μεταβολής. Η «συντηρητική επανάσταση» του 1980 φορά ακριβώς το ένδυμα του αντιολοκληρωτισμού και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Αναζητώντας τις ρίζες των ολοκληρωτικών ιδεών, πόσο πίσω μπορούμε άραγε να πάμε; Ο Καρλ Πόπερ, για παράδειγμα, εντοπίζει τα ίχνη ενός πρωτο-ολοκληρωτισμού στον Πλάτωνα. Οι Μαξ Χορκχάιμερ και Τεοντόρ Αντόρνο, από την άλλη, βρίσκουν τις ρίζες αυτές στο πάθος του Διαφωτισμού για τον εργαλειακό λόγο και την τεχνολογία.
Είμαι ιδιαίτερα σκεπτικός όσον αφορά τη θεωρία του Πόπερ για τον ολοκληρωτισμό: η φιλοσοφική γενεαλογία που σχεδίασε στο έργο Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, όπου προτείνει ένα είδος γραμμικής εξέλιξης, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χίτλερ, περνώντας από τους Χέγκελ και Μαρξ, είχε έναν πολύ απλό στόχο: να παρουσιάσει τόσο τον ολοκληρωτισμό όσο και τον φιλελευθερισμό ως δύο αιώνιες, διαχρονικές κατηγορίες, που δεν ανήκουν στην ιστορία αλλά στο ίδιο το ανθρώπινο είδος. Η θεωρία του ολοκληρωτισμού του Πόπερ ήταν η φιλοσοφική εκδοχή της στρατηγικής ανοσοποίησης της Δύσης, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.
Η θεώρηση των Χορκχάιμερ και Αντόρνο για τον ναζισμό αμφισβήτησε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του δυτικού πολιτισμού, σχεδιάζοντας μια άλλη γραμμική διαδρομή, από την Αρχαιότητα ως τον εικοστό αιώνα. Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, υιοθέτησαν ένα είδος εγελιανής τελεολογίας, προϊόν της οποίας ήταν ο θρίαμβος του απόλυτου πνεύματος ως ολοκληρωτισμού: η στροφή από τον χειραφετητικό λόγο στην εργαλειακή ορθολογικότητα. Η κριτική δυναμική μιας τέτοιας προσέγγισης είναι προφανής —ιδιαίτερα όταν θυμόμαστε ότι ο αντιφασισμός είδε τον Ναζισμό ως έκπτωση του πολιτισμού σε βαρβαρότητα και θεώρησε το κίνημα της Αντίστασης ως εκδίκηση του Διαφωτισμού. Η ίδια, ωστόσο, προσέγγιση είναι επίσης απο-ιστορικοποιημένη.
Σε κάθε περίπτωση, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο είδαν τον ολοκληρωτισμό ως αναπόφευκτο πεπρωμένο της νεωτερικότητας, υιοθετώντας μια στάση κριτικού στοχασμού χωρίς καμιά πολιτική δέσμευση —κι από αυτή τη σκοπιά πρέπει να τους διακρίνει κανείς από τους άλλους στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης, όπως ο Μπένγιαμιν ή ο Μαρκούζε.
Οι Ρίζες του Ολοκληρωτισμού, της Χάνα Άρεντ, έργο που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1951, αποκτά τελευταία καινούριο ενδιαφέρον. Πέρσι το Γενάρη, για παράδειγμα, τις μέρες που ο Ντόναλντ Τραμπ αναλάμβανε τα νέα του καθήκοντα, τα βιβλία σχεδόν εξαντλήθηκαν στο Αmazon. Μολονότι εξετάζει τον ναζισμό και τον σταλινισμό, η Άρεντ επιχειρεί να καταλάβει τον ολοκληρωτισμό ως καινούργια μορφή κινητοποίησης και γενοκτονικής δικτατορίας που καταλήγει στο σύστημα της συγκέντρωσης πληθυσμών και των στρατοπέδων θανάτου. Πιστεύετε ότι ο απολογισμός της παραμένει χρήσιμος στη δική μας προσπάθεια να καταλάβουμε σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα;
Όταν η Άρεντ έγραψε το βιβλίο της, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά, τόσο ο ναζισμός όσο και ο σταλινισμός ήταν πολιτικά φαινόμενα του παρόντος –όχι ακόμα αντικείμενα της ιστοριογραφίας. Η Άρεντ δεν ήταν ιστορικός και, από ιστορική σκοπιά, το βιβλίο της είναι εξαιρετικά προβληματικό: δεν διακρίνει με σαφήνεια ανάμεσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, παρουσιάζει μια γενεαλογία του ολοκληρωτισμού —αντισημιτισμός, αποικιοκρατία, ολική εξουσία— που σαφώς δεν ταιριάζει στην ιστορία του σταλινισμού κ.ο.κ. Η ίδια, ωστόσο, δίνει έμφαση στον ιστορικό πρωτότυπο χαρακτήρα του ολοκληρωτισμού: ο εικοστός αιώνας βίωσε ένα νέο σύστημα εξουσίας, σκοπός του οποίου ήταν η καταστροφή της ίδιας της πολιτικής, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, ο ολοκληρωτισμός είναι μια προσπάθεια οικοδόμησης μιας μονολιθικής, ομογενοποιημένης κοινότητας, στην οποία κάθε μορφή πολλαπλότητας και διαίρεσης του κοινωνικού σώματος εξαφανίζεται. Σύμφωνα με την Άρεντ, η πολιτική δεν είναι μια οντολογική κατηγορία. Είναι μάλλον το θεμέλιο (infra), ένας χώρος αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτών, πολύ διαφορετικών ανθρώπων, που ωστόσο μοιράζονται ως ίσοι μια κοινή πολιτική σφαίρα. Μου φαίνεται ότι ένας τέτοιος ορισμός του ολοκληρωτισμού, ως εμπειρίας καταστροφής της πολιτικής, έχει αξία να διασωθεί και να επισημανθεί. Σε μια τέτοια σύλληψη, ο ολοκληρωτισμός, ένα σύστημα ολικής, καταιγιστικής κρατικής εξουσίας, είναι με σαφήνεια στον αντίποδα του κομμουνισμού –μιας κοινότητας ελεύθερων και ίσων ανθρώπων χωρίς τάξεις και κράτος.
Είναι προφανές ότι, σε κάθε προσπάθεια να καταλάβουμε καλύτερα τον ολοκληρωτισμό, αυτό που κυριαρχεί είναι η συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο. Είναι παρόλα αυτά εφικτό, ή το θεωρείτε χρήσιμο να ξεχωρίσουμε κάποια από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του; Θα είχε αξία, έστω και για τους σκοπούς της έρευνας, να μιλήσουμε για κάποιον ιδεότυπο ολοκληρωτισμού;
Πολλοί ακαδημαϊκοί προσπάθησαν να οικοδομήσουν έναν ολοκληρωτικό «ιδεότυπο». Σύμφωνα με τους Καρλ Φρίντριχ (Carl Friedrich) και Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski), συγγραφείς, στη δεκαετία του ’50, ενός πολύ πετυχημένου ορισμού, ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύστημα που συνδυάζει διαφορετικά στοιχεία: την καταπάτηση συνταγματικών δικαιωμάτων, την κατάργηση του πλουραλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ένα μονοκομματικό σύστημα, μια χαρισματική ηγεσία, μια επίσημη ιδεολογία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το προσόν ενός τέτοιου ιδεότυπου είναι η ικανότητά του να συμπεριλαμβάνει τόσο τον ναζισμό όσο και τον σταλινισμό. Αν, ωστόσο, υιοθετήσουμε τον ορισμό της Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό, ως σύστημα που καταστρέφει την πολιτική, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο ολοκληρωτισμός μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, χωρίς να αποκρυσταλλώνεται σε «ιδεότυπους». Στην προοπτική αυτή, ο ολοκληρωτισμός δεν θα πρέπει να περιορίζεται στις εκδοχές του εικοστού αιώνα. Ένας απόλυτα πραγμοποιημένος κόσμος, στον οποίο όλες οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις παίρνουν τη μορφή εμπορεύματος, στον οποίο η αγορά γίνεται ένα καθολικό ανθρωπολογικό πρότυπο και οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να συλλάβουν τις σχέσεις τους έξω από τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό –ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν ολοκληρωτικός. Παραδόξως, μια νέα μορφή νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού έρχεται στην επιφάνεια, ενδεδυμένη τον μανδύα του αντιολοκληρωτισμού (θέτοντας την αγορά και τον ατομικισμό ως σύμβολα ελευθερίας ενάντια στον φυλετικό και ταξικό κολεκτιβισμό).
Η γερμανική «Συντηρητική Επανάσταση» μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που όπως και άλλα συντηρητικά κινήματα της περιόδου επιδίωξε να ανακόψει την παλίρροια του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εξέλειψε. Πώς εξηγείτε την ανάδυση, σήμερα, ενός νέου κύματος συντηρητισμού και εθνικισμού, παράλληλα με έναν στρατευμένο αντικομμουνισμό, τουλάχιστον στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ;
Στην αρχή του εικοστού αιώνα, η γερμανική «Συντηρητική Επανάσταση» συγχώνευσε συντηρητικές αξίες —οι Αιζάια Μπέρλιν (Isaih Berlin) και Ζέεβ Στερνέλ (Zeev Sternhell) την αποκάλεσαν «αντι-Διαφωτισμό»— με μια αυθεντική λατρεία της μοντέρνας τεχνολογίας, της βιομηχανίας και της επιστήμης. Η τάση αυτή δεν υπάρχει πια. Όμως το τέλος του εικοστού αιώνα αποκάλυψε μια μορφή «νεοσυντηρητισμού» πού όρθωσε την αγορά, τον ατομικισμό και τον καπιταλισμό απέναντι στις κομμουνιστικές επαναστάσεις και τις εξισωτικές φιλοδοξίες της μεταπολεμικής φαντασίας.
Στο βαθμό που απορρίπτουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή τη σύγχρονη μορφή του ολοκληρωτισμού, πολλά δεξιά κινήματα είναι, βεβαίως, συντηρητικά, όχι όμως ολοκληρωτικά. Αποτελούν μια συντηρητική αντίδραση στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Και πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό όταν αντιμαχόμαστε τον μετα-φασισμό, τον δεξιό λαϊκισμό και άλλες μορφές της ριζοσπαστικής δεξιάς. Όπως δεν μπορούμε να αγωνιζόμαστε ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό στο όνομα του εθνικισμού ή του συντηρητισμού, δεν μπορούμε και να αντιμετωπίσουμε τον μετα-φασισμό οικοδομώντας ενιαίο μέτωπο με τους υπερασπιστές του νεοφιλελευθερισμού.
Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, ο αντιφασισμός ταυτίστηκε με τον αγώνα για την ειρήνη. Όλο και περισσότερο, ωστόσο, ο φιλελεύθερος αντιολοκληρωτισμός φαίνεται επιρρεπής στον στιγματισμό των κινημάτων ενάντια στον ανερχόμενο δεξιό εξτρεμισμό ως βίαιων, μη διαλεκτικών και αυταρχικών. Τι είναι αυτό που διακυβεύεται στην πραγματικότητα; Ποια είναι η ιστορική αξία ή η πολιτική επικαιρότητα του αντιφασισμού σήμερα;
Προσωπικά δεν ταυτίζω τον αντιφασισμό με τον ειρηνισμό. Στο τέλος της δεκαετίας του ‘30, ιδιαίτερα μετά το τέλος της διάσκεψης του Μονάχου 1938, ο ειρηνισμός σήμανε συνθηκολόγηση με τον φασισμό και πολλοί «ειρηνιστές» έγιναν δωσίλογοι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1941, ο αντιφασισμός ταυτίστηκε με τον ένοπλο αγώνα ενάντια στην κατοχή της Ευρώπης από τους ναζί. Σήμερα, τα «βίαια» μέσα δράσης που υιοθετούνται από κινήματα όπως το Black Lives Matter στις ΗΠΑ ή η παλαιστινιακή αντίσταση στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη είναι όλο και πιο δημοφιλή. Μου φαίνεται ότι η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και τους πολέμους της Δύσης στη Μέση Ανατολή δεν θα έπρεπε να διεξάγεται στο όνομα του πασιφισμού, αλλά στο όνομα της ελευθερίας, ενάντια στην νεοαποικιακή καταπίεση και την κατοχή. Το να είσαι «ειρηνιστής» στη Συρία δεν σημαίνει τίποτα. Αν θεωρούμε τη δημοκρατία ιστορική κατάκτηση, όχι δηλαδή απλώς θεσμική δομή —μια μέθοδο οργάνωσης της εξουσίας της πλειοψηφίας—, πολλές χώρες που βίωσαν στο παρελθόν τον φασισμό δεν θα δέχονταν αυτό που ο Γιούργκεν Χάμπερμας περιέγραψε ως «αντι-αντιφασιστική» σύλληψη της δημοκρατίας.
To 1989, μαζί με το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε ένα ολόκληρο κοσμοείδωλο. Η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία παρουσιάστηκε ως καθολικά ελκυστική. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη Ρωσική Επανάσταση –που συχνά παρουσιάζεται ως εγκληματική παρένθεση στην ιστορία του 20ού αιώνα– και μετά τα επαναστατικά κύματα που είδαμε να αναδύονται σε ολόκληρο τον κόσμο, μπορούμε να πούμε πως η επίδρασή τους όχι μόνο είναι και σήμερα ακόμα αισθητή αλλά έχει και μέλλον μπροστά της;
Η διάσωση της Ρωσικής Επανάστασης σημαίνει μια προσπάθεια να εξορύξουμε την κληρονομιά της από βαθιά στρώματα αντικομμουνισμού και σταλινισμού ενός ολόκληρου αιώνα. Αυτή είναι μια εργασία του πένθους για τις ηττημένες επαναστάσεις του εικοστού αιώνα. Αυτή η ιστορική ήττα εξηγεί και τα χαρακτηριστικά των νέων αντικαπιταλιστικών κινημάτων (Occupy Wall Street, Αγανακτισμένοι, Πάρκο Γκεζί στην Τουρκία, Nuit Debout στη Γαλλία), που εμφανίστηκαν στη Δύση, καθώς και αυτά του επαναστατικού κύματος που αγκάλιασε τον αραβικό κόσμο κατά την προηγούμενη δεκαετία. Τα κινήματα αυτά δεν εγγράφονται σε καμιά ιστορική συνέχεια και δεν διεκδίκησαν την παράδοση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ήταν υποχρεωμένα να επανανακαλύψουν μόνα τους τον εαυτό τους. Η ελευθερία και η δημιουργικότητά τους είναι αναζωογονητικές, όμως ο εφήμερος χαρακτήρας τους σηματοδοτεί ένα σοβαρό εμπόδιο. Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουν να οικοδομήσουν στέρεες δομές και προοπτικές δέσμευσης χωρίς να «διεργαστούν» την κομμουνιστική εμπειρία του παρελθόντος. Αυτό, όμως, σημαίνει επίσης τη ρήξη με τον «αντι-ολοκληρωτικό» ορίζοντα που μας κληροδότησε η συντηρητική παλινόρθωση της δεκαετίας του ’80.
Pηγή: marginalia.gr