Ο χειμερινός καιρός απαιτεί κι ανάλογες βραδινές προβολές. Γι' αυτό το λόγο πέρασα από την ρομαντική ατμόσφαιρα του ιταλικού κινηματογράφου στα μουντά διαμάντια της Κεντρικής Ευρώπης. Μετά το τσέχικο Alois Nebel στράφηκα λίγο βορειοανατολικότερα απολαμβάνοντας ένα από τα όχι και τόσο γνωστά αριστουργήματα του πολυαγαπημένου Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι. Αναφέρομαι στη "Μικρή Ιστορία για ένα φόνο" η οποία ξεπήδησε μέσα από τον θρυλικό "Δεκάλογο", και συγκεκριμένα από την πέμπτη κατά σειρά ταινία που αναφέρεται στην εντολή "Ου φονεύσεις".
Η ιστορία μας πηγαίνει σε μία άχρωμη και βρώμικη Βαρσοβία. Από την πρώτη σκηνή στους τίτλους αρχής όπου βλέπουμε να αιωρείται το κρεμασμένο πτώμα μίας μικρής γάτας, συνειδητοποιούμε την αμείλικτη στάση του δημιουργού απέναντι στο θάνατο. Πρωταγωνιστές είναι τρεις άνθρωποι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα των οποίων οι στιγμές περιπλέκονται μετά από μία δολοφονία. Έχουμε έναν έφηβο που περιφέρεται άσκοπα στην πόλη, έναν ταξιτζή που βγάζει μίσος και σεξισμό σε ότι κινείται γύρω του κι έναν φιλόδοξο νεαρό που θέλει να πετύχει στη ζωή του ως δικηγόρος.
Ο έφηβος επιλέγει τον ταξιτζή για να τον μεταφέρει κάπου αλλά στη διαδρομή θα του ζητήσει να πάρει άλλο δρόμο, οδηγώντας τον σε μία ερημική περιοχή. Εκεί θα γίνει το φονικό με σκοπό να του κλέψει το όχημα. Ένα χρόνο αργότερα ο δικηγόρος θα αναλάβει την υπόθεση του νεαρού στο δικαστήριο και θα την χάσει. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι η θανατική ποινή.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπάρχει μία αντιπάθεια τόσο στον ταξιτζή ο οποίος τελικά φονεύεται όσο και στον νεαρό που τον σκοτώνει. Το κλίμα όμως αλλάζει αναπάντεχα την μέρα της εκτέλεσης, όπου ο δικηγόρος δέχεται την τελευταία επιθυμία του νεαρού και μένει για λίγα λεπτά μαζί του λίγο πριν οδηγηθεί ο μελλοθάνατος στην αγχόνη. Σε κείνα τα λεπτά βουβής περισυλλογής, ο νεαρός θα του εμπιστευτεί όλη του τη ζωή ξεδιπλώνοντας μία μία τις πτυχές της συμπλεγματικής κι αντικοινωνικής του φύσης. Με απλά λόγια και δυνατά συναισθήματα αρχίζει μία εντυπωσιακή μεταστροφή της άποψης που έχουμε για τον νεαρό. Μία απολογία που δεν επιθύμησε ποτέ το κράτος να ακούσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ως θεατές να επιζητούμε βουβά την αθώωσή του. καθώς η αποστροφή μας μετατίθεται από το πρόσωπό του στην πράξη του κάτι που επιβεβαιώνεται στη κουβέντα τους. "Τώρα όλοι με μισούν" δηλώνει ο νεαρός για να δεχτεί μία άκρως δυνατή απάντηση από τον δικηγόρο "Όχι, δεν μισούν εσένα αλλά αυτό που έκανες".
Από τη στιγμή που μπαίνει ο δικηγόρος στο κελί του μελλοθάνατου, ο χρόνος αποκτά άλλο νόημα. Ο χτύπος του κάθε δευτερολέπτου γίνεται πιο βαρύς και σημαντικός. Συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχει επιστροφή. Η κάθε στιγμή γίνεται μεμιάς παρελθόν κι αν οι ίδιοι δε το αντιληφθούμε έγκαιρα, αφήνουμε τη ζωή να κυλήσει άσκοπα. Είναι οι συζητήσεις που γίνονται βιαστικά ξέροντας πως ο χρόνος μετράει αντίστροφα κι η ανάγκη να ουρλιάξουμε για την μοναξιά που μας πνίγει και μας οδηγεί σε μη αναστρέψιμα λάθη. Είναι ο ειλικρινής φόβος απέναντι στον θάνατο, ο οποίος στη ταινία εκδηλώνεται με απίστευτη λυρικότητα στη στιγμή που ο δεσμοφύλακας οδηγεί τον νεαρό στην αίθουσα με την κρεμάλα κι εκείνος χλωμός και μουδιασμένος ίσα που καταφέρνει να ψελλίσει ένα "δε θέλω να πάω".
Κι όταν έρχεται η στιγμή της εκτέλεσης, το κύλισμα του χρόνου από βασανιστικό γίνεται μαρτυρικό. Το τελευταίο τσιγάρο φλέγεται τρεμάμενο στα χείλη του μελλοθάνατου, ο απόμακρος κληρικός κάνει από αγγαρεία το τελετουργικό κι ο κρατικός υπάλληλος με ψυχρότητα και ειρωνεία διαβάζει την καταδίκη. Όλο αυτό το σκηνικό γίνεται αμέσως γροθιά τόσο στο κατεστημένο όσο και στο στομάχι των θεατών. Με άκρως ρεαλιστικό και λιτό τρόπο, ο δημιουργός αποδεικνύει πως η θανατική ποινή είναι το ίδιο απάνθρωπη με την δολοφονία.
Ο δημιουργός παίζει εκπληκτικά με τους δυο θανάτους. Και οι δυο είναι αποκρουστικοί και παρουσιάζονται κυρίως με τον ήχο. Στον πρώτο ακούμε τον βρόγχο του ταξιτζή καθώς τον πνίγει ο νεαρός με ένα σκοινί αλλά και με τον ανατριχιαστικό ήχο που βγάζει η πέτρα καθώς συνθλίβει το κεφάλι του ενώ στην εκτέλεση ακούμε το τίναγμα του σώματος του νεαρού καθώς κρέμεται στην αγχόνη. Επίσης είναι συμβολικός ο χρόνος των φονικών, ο ένας έχει διάρκεια και είναι αναποτελεσματικός καθώς ο νεαρός καταφέρνει να σκοτώσει με την τρίτη φορά τον ταξιτζή ενώ ο "κρατικός φόνος" είναι σύντομος και στιγμιαίος αλλά έχει μία βασανιστική αναμονή. Αν κι ο πρώτος θάνατος φαίνεται να μη γίνεται προμελετημένα έχει μια φυσικότητα ενώ ο δεύτερος που γίνεται προγραμματισμένα και νόμιμα φαντάζει αφύσικος και βάναυσος.
Η ταινία είναι ένα πραγματικό διαμάντι για πολλούς λόγους. Σκηνοθετικά με μάγεψε η ματιά του Κισλόφσκι. Τα πλάνα είναι ισορροπημένα και γίνονται δυστοπικά με το φίλτρο που χρησιμοποιεί. Τα τοπία αποκτούν μία αρρωστημένη κίτρινη απόχρωση ενώ τo θάμπωμα και το σκοτείνιασμα που προστίθενται σε διάφορα καρέ, επικεντρώνουν το βλέμμα μας σε καίρια σημεία.
Σεναριακά ο δημιουργός επικεντρώνεται στις πράξεις, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους κι απροετοίμαστους σε στιγμές αποφάσεων κι ευθυνών. Με πολύ έξυπνο τρόπο προσπερνάει την σύλληψη και τη δίκη του νεαρού δολοφόνου για να φέρει πιο κοντά τους δύο θανάτους. Μ' αυτόν τον τρόπο η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, εξηγώντας μας με ξεκάθαρο τρόπο πως κανένας φόνος δεν είναι αποδεκτός είτε είναι νόμιμος είτε παράνομος.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι εκπληκτικές με καλύτερη όλων αυτή του νεαρού δολοφόνου που υποδύεται ο Μiroslaw Baka. Μάλιστα στα τελευταία λεπτά της ερμηνείας του είναι τόσο συγκλονιστικός που κατάφερε να σοκάρει αρκετούς Πολωνούς αξιωματικούς, αναγκάζοντάς τους να διακόψουν τις εκτελέσεις θανατικών ποινών για τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Αυτός όμως που αφήνει το στίγμα του είναι ο δικηγόρος που υποδύεται ο Krzysztof Globisz, ο οποίος δίνει χρόνο στον νεαρό δολοφόνο να του απολογηθεί με ανθρώπινο τρόπο κι εκεί να διαπιστώσει τη πηγή του κακού. Μία ενέργεια που το κράτος προσπερνά καθώς βιάζεται να εκτελέσει κατά γράμμα τους νόμους. Λίγο πριν το τελικό του ξέσπασμα, ο δικηγόρος καταφέρνει να δώσει ένα γερό χαστούκι στο σύστημα με την εξής δήλωση, «Τιμωρία σημαίνει εκδίκηση, κυρίως όταν στοχεύει να βλάψει αλλά δεν εμποδίζει το έγκλημα. Για ποιους εκδικείται ο νόμος; Τους αθώους; Οι αθώοι θέτουν τους νόμους;».
Τέλος ένα ακόμη στοιχεία που λάτρεψα σ' αυτήν την αριστουργηματική ταινία είναι το μουσικό ντύσιμο από τον πολυαγαπημένος συνθέτης Zbigniew Preisner με κομμάτια που έχουμε ακούσει πολλές φορές.
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι καταφέρνει και υμνεί την αγάπη και το θαύμα της ζωής μέσα από δύο θανάτους. Δε ξέρω αν θα μπορούσε κάποιος άλλος να πετύχει ένα αντίστοιχο εγχείρημα.
Προσωπικά, πιστεύω πως ξεκίνησα με τον καλύτερο τρόπο τον φημισμένο Δεκάλογο του Πολωνού δημιουργού.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου