Πόσοι από μας λατρεύουμε τον μαγικό κόσμο των ονείρων και πόσες φορές έχουμε βυθιστεί σε τόσο ζωντανά όνειρα που αναρωτιόμαστε αν είναι πραγματικά, πλημμυρίζοντας με ένα αίσθημα απέραντης χαράς που ζούμε ένα τόσο όμορφο γεγονός. Και πόσες φορές συνειδητοποιούμε εκείνη ακριβώς τη στιγμή πως βρισκόμαστε μέσα σε ένα ακόμη όνειρο οπότε αφηνόμαστε να μας συμπαρασύρει στις πιο κρυφές γωνιές του υποσυνείδητού μας.
Η γοητεία του ονείρου είναι τόσο ισχυρή που έχει προκαλέσει αρκετούς δημιουργούς να την προσεγγίσουν και να την αναπαραστήσουν μέσα από τα έργα τους. Το πόσο κοντά φτάσανε στον ονειρικό τους κόσμο, μόνο οι ίδιοι το ξέρουν. Και το πόσο κοντά προσεγγίζουμε εμείς τα έργα αυτά, εξαρτάται από τη δική μας φαντασία αλλά και το μνημονικό που κουβαλάμε από τα δικά μας όνειρα.
Όταν αποφάσισα να δω τα "Όνειρα" του Ακίρα Κουροσάβα, δε περίμενα πως θα εισχωρούσα τόσο έντονα στα όνειρα ενός δημιουργού αλλά και στα όνειρα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Διότι ο σπουδαίος Ιάπωνας σκηνοθέτης δεν περιορίζεται μόνο στα δικά του όνειρα αλλά καταπιάνεται με τα όνειρα όλης της οικουμένης, παρουσιάζοντας την αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπινου γένους μέσα από έναν καταιγισμό χρωμάτων και μελωδιών. Ο σπουδαίος δημιουργός μας παρουσιάζει αυτήν την πορεία μέσα από οκτώ ιστορίες, οι οποίες σου δίνουν την αίσθηση πως έχουν τη διάρκεια ενός ονείρου. Το εντυπωσιακό στοιχείο της συγκεκριμένης ταινίας είναι πως η κάθε μία ιστορία είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό αριστούργημα, μέσα από τα οποία ο δημιουργός παρουσιάζει τους βαθύτερους φόβους και τις μεγαλύτερες ελπίδες μας. Τα δικά του όνειρα και τις ελπίδες του πως στο τέλος θα καταλάβουμε τα εγκλήματα που κάνουμε και θα σωθούμε.
Στις πρώτες δύο ιστορίες η ανθρωπότητα παρουσιάζεται με παιδική μορφή καθώς αναφέρεται στη περίοδο που ο άνθρωπος ήταν ακόμη ένας απλός κρίκος της φύσης. Στο πρώτο όνειρο έχουμε ένα μικρό παιδί που στέκεται απορημένο στην πόρτα του σπιτιού του κοιτάζοντας μια ηλιόλουστη βροχή. Ένα ιδιαίτερα σπάνιο καιρικό φαινόμενο, το οποίο κάθε φορά που το ζούμε μας αφήνει την εντύπωση πως το θυμόμαστε από τα πιο παλιά μας όνειρα. Μια γυναίκα, πιθανότατα η μητέρα του παιδιού, το προτρέπει να μπει σπίτι για να προστατευτεί από τη βροχή αλλά και για να μην πάει στο δάσος καθώς με τέτοιον καιρό οι αλεπούδες βγαίνουν για να βρουν το ταίρι τους. Εδώ παρατηρούμε την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου που έδενε με μύθους και θρύλους κάθε τι που δε γνώριζε ώστε να μπορεί να συγκρατεί τους υπόλοιπους στα περιορισμένα όρια μιας ανύπαρκτης ασφάλειας. Όπως κάνουν κι όλες οι θρησκείες μέχρι σήμερα. Όμως η ανθρώπινη περιέργεια ξεπερνάει τους φόβους, κάνοντας τον μικρό να πάει στο δάσος. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, θα γίνει μάρτυρας μιας μυσταγωγικής χορογραφικής πομπής με ανθρωπόμορφες αλεπούδες. Όταν τα πλάσματα αυτά αντικρίζουν τον μικρό, ο χορός σταματάει κι ένα αίσθημα καχυποψίας αρχίζει να πλανάται. Τα ζώα συνειδητοποιούν πως έχουν απέναντί τους έναν νέο εχθρό ενώ ο μικρός διαπιστώνει πως τελικά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την ομορφιά της φύσης. Όμως το διαπεραστικό βλέμμα των αλεπούδων τον αναγκάζουν να τραπεί σε φυγή. Επιστρέφοντας σπίτι θα βρει την μητέρα του αυστηρή κι αμείλικτη. Τον κατηγορεί που παραβίασε την απαγόρευση και του δίνει ένα χαρακίρι διώχνοντάς τον πάλι πίσω στο δάσος για να ζητήσει συγχώρεση από τις αλεπούδες. Αν την δεχτούν έχει καλώς αλλιώς θα αναγκαστεί να αυτοκτονήσει. Τελικώς η συγχώρεση της φύσης έρχεται με ένα ουράνιο τόξο το οποίο δημιουργεί ένα φαντασμαγορικό τοπίο καθώς η βροχή κι ο ήλιος ζωντανεύουν τα χρώματα κι ανασταίνουν την πλάση. Επίσης το ονειρικό τοπίο υποδηλώνει την ομορφιά όταν κάποιος ανακαλύπτει κάτι καινούργιο. Είναι η στιγμή που η φύση κάνει το λάθος καθώς αφήνει να εισχωρήσει στα σπλάχνα της ο πιο επιθετικός καρκίνος που δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο.
Έτσι συνεχίζουμε στο δεύτερο όνειρο όπου ένα μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί, κυνηγώντας ένα αερικό, φτάνει σε μια πλαγιά του κτήματος των γονιών του όπου συναντά τα πνεύματα των κομμένων ροδακινιών. Η οθόνη πλημμυρίζει με μια πανδαισία χρωμάτων, φορεσιών και στησίματος των ανθρώπων μέσα στο κάδρο καθώς έχουν παραταχθεί σε όλα τα επίπεδα της πλαγιάς. Τα πνεύματα αρχίζουν να τον κατηγορούν για τα εγκλήματα των γονιών του λέγοντάς του πως είναι τα πνεύματα των λουλουδιών που δε μπορούν να γιορτάσουν πια καθώς τα δέντρα είναι κομμένα. "Τα χαμένα δέντρα κλαίνε από θλίψη" του λένε κάνοντας τον μικρό να ξεσπάσει σε λυγμούς προσπαθώντας να υπερασπιστεί την αθώωσή του για το έγκλημα αυτό. Στο συγκεκριμένο όνειρο το παιδί συμβολίζει τον απλό λαό που πορεύεται με αποφάσεις των ανωτέρων του. Αναφέρεται στον ευνουχισμένο λαό. Μόνο που στο έγκλημα που διαπράττεται κατά της φύσης και των επόμενων γενεών δεν είναι κανείς αθώος καθώς μεγάλη ευθύνη πέρα από τους εγκληματίες φέρουν κι οι άβουλοι με τους αγνώμονες. Τα πνεύματα του δάσους δείχνουν μια κατανόηση στον πόνο του μικρού κι αποφασίζουν να του φανερώσουν έστω για λίγο, την ομορφιά της φύσης. Την ομορφιά που οι ίδιοι οι άνθρωποι καταστρέφουν. Την ομορφιά που ίσως να μην συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Έτσι ξεκινάει μια από τις ωραιότερες σκηνές που έχω προσωπικά δει στον κινηματογράφο με το χορό της ανθοφορίας. Μέσα σ' αυτόν τον χορό, ο μικρός συναντά ξανά το αερικό που κυνηγούσε από το σπίτι. Φτάνοντας όμως κοντά της, θα επανέλθει ξανά η πραγματική εικόνα του εγκλήματος, η έρημη πλαγιά με τους κομμένους κορμούς. Όμως εκεί ανάμεσα στα νεκρά δέντρα, ξεπετάγεται μια μικρή ανθισμένη ροδακινιά, δίνοντας την υπόσχεση πως ίσως κάτι μπορεί να σωθεί ακόμη και την ύστατη στιγμή. Κι αυτό που μπορεί να μας σώσει είναι ο έρωτας.
Ο άνθρωπος πια έχει αρχίσει να νικάει τη φύση αλλά δεν την έχει κατακτήσει οριστικά. Σ' αυτό το θέμα πατάει ο Κουροσάβα στο τρίτο του όνειρο όπου τέσσερις ορειβάτες έχουν αποκλειστεί σε μια χιονισμένη πλαγιά και παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης παρουσιάζοντας την τελική μάχη μεταξύ ανθρώπου και πλάσης. Η κόπωση τους αναγκάζει να κινούνται με μεγάλη δυσκολία μέχρι που αρχίζει να υπερισχύει η ιδέα της εγκατάλειψης κάτι που θα φέρει εκνευρισμό και ξεσπάσματα αποδεικνύοντας πως ο άνθρωπος όταν τα βρίσκει σκούρα τρώγεται με τις σάρκες του. Ο αρχηγός τους παρακινεί συνεχώς να σταματήσουν τον καβγά και να μην αναπαυθούν στο χιόνι γιατί αυτό θα τους οδηγήσει σίγουρα στο θάνατο. Όμως κάποια στιγμή και μετά αρχίζουν ένας ένας να γονατίζουν εξουθενωμένοι. Μαζί μ'αυτούς ξαπλώνει κι ο αρχηγός αρχίζοντας μια ανηλεής μάχη με τον ύπνο, ο οποίος έρχεται με ένα γλυκό τραγούδι. Ένα νανούρισμα που συνοδεύεται με τη μορφή μιας όμορφης γυναίκας η οποία προσπαθεί να τον σκεπάσει. «Το χιόνι είναι τρυφερό κι ο πάγος είναι ζεστός» του τραγουδάει πιέζοντάς τον να μείνει ξαπλωμένος. Όμως ο αρχηγός αντιστέκεται στο νανούρισμα και με πείσμα ξυπνάει επαναφέροντας το θόρυβο της χιονοθύελλας που τον κρατάει ως το τέλος ζωντανό. Είναι ο οριστικός θρίαμβος του ανθρώπου πάνω στη φύση. Το μόνο που του απομένει πια είναι η κατάκτηση της κορυφής, η οποία φαίνεται πεντακάθαρα πάνω από τα κεφάλια τους.
Έχοντας πια ο άνθρωπος κυριαρχήσει οριστικά στη φύση, αρχίζει μια νέα ανηλεή μάχη. Μια μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Πάνω σ' αυτό το θέμα πατάει το τέταρτο όνειρο όπου ο Κουροσάβα μας μιλάει για τον πόλεμο. Στο πρώτο πλάνο έχουμε έναν αξιωματικό του ιαπωνικού στρατού που κοντοστέκεται μπροστά από ένα σκοτεινό τούνελ όπου μέσα από κει βγαίνει ένας στρατιωτικός σκύλος που του γαβγίζει απειλητικά. Εδώ το ζωντανό αντιπροσωπεύει την φύση που έχει εξαγριωθεί με τα καμώματα του ανθρώπου. Είναι η φύση που έχει χάσει την αγνή της υπόσταση συμμετέχοντας στα πολεμικά εγκλήματα. Ο αξιωματικός προσπερνά το σκυλί και χάνεται στο σκοτάδι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο ασθενές φως της αντίπερα εξόδου. Κάθε τόσο κοιτάει με τρόμο λοξά χωρίς όμως να μας αφήνει να δούμε κι εμείς τι είναι αυτό που του τραβάει την προσοχή. Το τούνελ εδώ συμβολίζει την επιρροή του υποσυνείδητου, οι ενοχές κι οι τύψεις που κουβαλάει ο καθένας. Βγαίνοντας από την άλλη άκρη του τούνελ συναντάει έναν πεθαμένο φαντάρο από το λόχο του που εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ακόμη ζωντανός περιμένοντας κάποιο νέο παράγγελμα. Τα σπαρακτικά του λόγια έρχονται και δένουν έντονα με τη κίνηση του χεριού του που δείχνει στον αξιωματικό το σπίτι των γονιών του που βρίσκεται στην αντικριστή πλαγιά λέγοντάς του πως τον περιμένουν. Ο αξιωματικός μαζεύει τις διαλυμένες του δυνάμεις για να μπορέσει να εξηγήσει στον φαντάρο πως πέθανε στα δικά του χέρια, πείθοντάς τον να επιστρέψει στα σκοτάδια του τούνελ που αυτή τη φορά έχει τον ρόλο του περάσματος για τον Κάτω Κόσμο. Στη συνέχεια όμως εμφανίζεται ολόκληρος ο λόχος φέρνοντας σε ακόμη πιο δυσάρεστη θέση τον αξιωματικό που προσπαθεί να τους πείσει πως είναι όλοι τους νεκροί. Εκείνοι όμως τον κοιτούν επίμονα χωρίς όμως να έχουν κάποιο ίχνος πίκρας ή εκδίκησης στο βλέμμα τους. Δε θα αργήσει να ρθει το ξέσπασμα του αξιωματικού, ο οποίος θα αρχίσει να ζητάει συγγνώμη που δεν μπορεί να τους αντικρίσει στα μάτια. Θεωρεί πως είναι δικό του λάθος ο θάνατός τους διότι συμβιβάστηκε με τα στρατιωτικά ιδεώδη. Ο απολογητικός του ρόλος κλείνει δηλώνοντας πως θα προτιμούσε να είναι μαζί τους στον άλλον κόσμο κι όχι ζωντανός. Οι στρατιώτες πείθονται βουβοί καθώς διαπιστώνουν πως ο διοικητής τους είναι ψυχική νεκρός κι ας στέκεται ακόμη υγιής στα δυο του πόδια. Το μόνο που αναμένουν πια είναι το τελευταίο παράγγελμα για να επιστρέψουν μια για πάντα στον Άδη. Όμως μέσα από τα σκοτάδια ξεπετάγεται πάλι ο σκύλος σαν μια σύγχρονη Ερινύα που θα κυνηγάει τον αξιωματικό για το υπόλοιπο της ζωής του καθώς η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής οφείλει προς όλους μας να θεωρείται ως ύψιστη ύβρις.
Όμως σε όλην αυτήν την αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπου, υπάρχει μια χαραμάδα ελπίδας. Είναι τα αποτυπώματα που αφήνουν οι δημιουργοί προσπαθώντας να δείξουν στον υπόλοιπο κόσμο την ομορφιά της φύσης που οι ίδιοι καταστρέφουν. Γι' αυτό τον λόγο ο Κουροσάβα μιλάει στο πέμπτο του όνειρο για την δύναμη της Τέχνης, μαρτυρώντας παράλληλα την απραγματοποίητη επιθυμία του στο να γίνει ζωγράφος. Ο πρωταγωνιστής που περιφέρεται στα όνειρα έχει πια ενηλικιωθεί κι έχει αρχίσει να αναζητά τα δικά του πατήματα. Περιφερόμενος σε έναν εκθεσιακό χώρο, παρατηρεί εξονυχιστικά κάποιους πίνακες του Βαν Γκογκ, φτάνοντας στο σημείο να εισχωρήσει μέσα σ' αυτούς και συγκεκριμένα στο τοπίο της "Γέφυρας της Άρλ» όπου κι αρχίζει να αναζητά τον ίδιο το ζωγράφο. Ρωτώντας κάποιες γυναίκες που πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι, θα διαπιστώσει πως όλες θεωρούν τον ζωγράφο τρελό, φανερώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την απόμακρη σχέση που έχει ο κόσμος με τους δημιουργός. Τελικώς ο νεαρός τον συναντά σε ένα χωράφι με στάχυα όπου θα διαπιστώσει από κοντά το πάθος του που παρουσιάζεται σαν μια ατμομηχανή που κινείται διαρκώς. Ομολογώ πως στο συγκεκριμένο όνειρο ενθουσιάστηκα με την ερμηνεία του Μάρτιν Σκορσέζε στο ρόλο του σπουδαίου ζωγράφου. Επίσης βρήκα εκπληκτική τη σκηνή όπου ο νεαρός τον ρωτάει πως τραυματίστηκε στο αυτί με τον Βαν Γκογκ να του απαντά πως ήθελε να ολοκληρώσει ένα αυτοπορτραίτο αλλά του ήταν πολύ δύσκολο να ζωγραφίσει το αυτί του μ' αποτέλεσμα να το κόψει και το πετάξει. Εδώ αφήνει τον υπαινιγμό πως για να καταφέρει κανείς κάτι πρέπει να αναλογιστεί και το κόστος που ίσως του στοιχίσει ένα κομμάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Βαν Γκογκ όμως δεν έχει χρόνο για κουβέντες καθώς αναζητά το κατάλληλο φως. Κυνηγώντας τον από πίσω ο νεαρός ζωγράφος, θα χαθεί μες στους πίνακές του προσφέροντας σε μας τους θεατές ένα φαντασμαγορικό σκηνικό ντυμένο με το υπέροχο πρελούδιο No15 του Σοπέν (απολαύστε το
εδώ). Μια εποικοδομητική βόλτα στους πίνακες του Βαν Γκογκ γεμάτη έμπνευση, επιρροές και συγκίνηση που θα τον οδηγήσουν στο δικό του δημιουργικό μονοπάτι.
Όμως η επιρροή των δημιουργών είναι μικρή κι αυτό γίνεται φανερό στην ανεξέλεγκτη αυτοκαταστροφική πορεία των ανθρώπων. Πάνω σ' αυτό καταπιάνεται ο Κουροσάβα με τα δυο επόμενα όνειρα. Στο έκτο όνειρο μιλάει για μια πυρηνική καταστροφή που προέρχεται από την έκρηξη κάποιων πυρηνικών εργοστασίων στο ηφαίστειο Φούτζι. Σκηνές πανικού με το πλήθος να τρέχει στους δρόμους φτάνοντας στο σημείο να πηδήξει στον ωκεανό μήπως και σωθεί. Στο χείλος του γκρεμού κοντοστέκονται ένας άνδρας, μια γυναίκα με τα δυο της παιδιά κι ένας πυρηνικός επιστήμονας ο οποίος εξηγεί για ποιο λόγο είναι μάταιη η φυγή προς τον ωκεανό κι αναλύει τα διαφορετικά χρώματα των ραδιενεργών αερίων καθώς και τους τρόπους που σκοτώνει το καθένα. Προτιμά όμως κι αυτός να πηδήξει στον ωκεανό και να πνιγεί παρά να βιώσει τον αργό βασανιστικό θάνατο της ραδιενέργειας. Στη συγκεκριμένη ιστορία συνταράζει η αγωνία της μάνας που σέρνει τα δύο παιδιά της για να τα σώσει. Όταν όμως συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, αρχίζει ένα ξέσπασμα ενάντια στην εξουσία η οποία την πρόδωσε και την καταδίκασε σ' αυτόν τον βασανιστικό θάνατο. Η τραγική της κατάσταση συσχετίζεται με την άγνοια των υπολοίπων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν εναποθέσει την ασφάλειά τους στον κερδοσκοπικό τζόγο της κάθε εξουσίας χωρίς να γνωρίζουν ή να μη θέλουν να μάθουν πως το οποιοδήποτε "ατύχημα" θα τους οδηγήσει σε ένα φρικτό τέλος. Ο εφιάλτης ολοκληρώνεται με την απεγνωσμένη προσπάθεια του άνδρα να διώξει μακριά του το ραδιενεργό νέφος. Μάταια όμως καθώς η καταστροφή έχει επέλθει. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το πόσο πολύ αδύναμος και τρωτός είναι.
Κι έτσι φτάνουμε στο έβδομο όνειρο το οποίο μας μεταφέρει σε ένα κρανίου τόπο που είναι αποτέλεσμα μιας πυρηνικής καταστροφής. Εδώ πια κυριαρχεί η διαστροφή της λεηλατημένης φύσης,. Η σφοδρή αντίδρασή της στο να διώξει κάθε ανθρώπινο μικρόβιο από πάνω της, μετατρέποντας τον πλανήτη σε μια επίγεια κόλαση όπου φυτρώνουν τεράστια φυτά και περιφέρονται δαίμονες που χωρίζονται σε ταξικές ομάδες ανάλογα με το πόσα κέρατα έχουν στο κεφάλι τους. Όμως το πρόβλημα των δαιμόνων δεν είναι μόνο τα κέρατα αλλά κι ο πόνος που τους προκαλούν κάθε βράδυ. Παρόλο που προτιμάνε το θάνατο, είναι καταδικασμένοι να ζουν σε μια βάναυση αθανασία. Όταν ο πρωταγωνιστής μαθαίνει πως αυτοί ήταν παλιά άνθρωποι, ρωτάει έναν δαίμονα που συναντά ποιοι απ' τους ανθρώπους απέκτησαν το "προνόμιο" να φέρουν το μαρτυρικό κέρατο της αθανασίας, εκείνος του απαντά πως ήταν οι άνθρωποι της εξουσίας. Όλοι αυτοί που κυνηγώντας το δικό τους πολιτικό και οικονομικό όφελος, οδήγησαν την ανθρωπότητα στο θάνατο. Ο δαίμονας οδηγεί τον άνθρωπο στη κορυφή ενός λόφου όπου από κει γίνεται μάρτυρας μιας εφιαλτικής χορογραφίας δαιμόνων που ουρλιάζουν γύρω από δυο κατακόκκινες λίμνες. Μια παράσταση βγαλμένη από αρχαία ελληνική τραγωδία που σε παρασέρνει σε έναν πρωτόγνωρο ατέρμονο πόνο. Κι εκεί ο δαίμονας ρωτά τον άνθρωπο αν θέλει να βγάλει κι αυτός κέρατα, σπρώχνοντάς τον στην κατρακύλα της αιώνιας τιμωρίας, δείχνοντάς του μ' αυτήν την κίνηση πως όλοι μας ευθυνόμαστε για την καταστροφή του πλανήτη μας.
Όμως ακόμη και σ' αυτήν την ύστατη στιγμή που η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, υπάρχει ελπίδα, κάτι που παρουσιάζεται στο τελευταίο όνειρο της ταινίας. Έναν ύμνο για τη ζωή και τον πολιτισμό. Ο πρωταγωνιστής φτάνει σε ένα πανέμορφο χωριό που διατρέχεται από ένα ποτάμι μ' αποτέλεσμα να χει αρκετούς υπέροχους νερόμυλους. Παντού η φύση οργιάζει με τα τραγούδια των πουλιών και το κελάρυσμα του νερού να ντύνουν τα υπέροχα τοπία. Σ' αυτά τα πλάνα κυριαρχεί η αρμονία. Αρχικά ο πρωταγωνιστής συναντά μια παρέα παιδιών τα οποία εναποθέτουν λουλούδια σ’ ένα βράχο δίπλα στο ποτάμι, ενώ λίγο πιο πέρα βρίσκει έναν ηλικιωμένο που κατασκευάζει ένα μύλο. Όταν αρχίζει να τον ρωτάει για το χωριό θα διαπιστώσει πως βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη αναρχική κοινωνία όπου δεν υπάρχουν ονόματα, θρησκείες κι όργανα εξουσίας. Δεν υπάρχει εγκληματικότητα. Δεν χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό και για καύσιμη ύλη έχουν τις κοπριές των ζώων. Όσο για το σύγχρονο τρόπο ζωής ο γέρος ανταπαντά πως οι επιστήμονες είναι έξυπνα μυαλά που έχουν κάνει πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων αλλά παράλληλα μολύνουν τον αέρα και το νερό, και μαζί μ’ αυτά μολύνουν τις καρδιές της ανθρωπότητας. Αντιθέτως οι άνθρωποι του χωριού έχουν μνήμη κάτι που φανερώνεται ακόμη και με την κίνηση των παιδιών που αφήνουν λουλούδια στο σημείο που κάποιος ξένος είχε ξεψυχήσει κάποτε. Μπορεί να μη θυμούνται ποιος ήταν και γιατί πέθανε αλλά εξακολουθούν να αφήνουν ένα λουλούδι, καθώς ο πολιτισμός τους το επιβάλλει σαν μια άσκηση καθημερινής μνήμης. Το όνειρο αυτό ολοκληρώνεται με μια νεκρική πομπή που γίνεται μέσα σε γιορτινή ατμόσφαιρα. Απορημένος ο πρωταγωνιστής για την εύθυμη κηδεία, μαθαίνει από τον γέρο πως όταν τελειώνει μια πλήρης ζωή πρέπει να γιορτάζεται διότι σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι να ζει αρμονικά, συμφιλιωμένος με τη φύση, αυτάρκης στα αποθέματα ενέργειας, προσπαθώντας να έχει μνήμη κι αντιλαμβανόμενος πως η ζωή έχει κάποιο όριο που χρειάζεται να το σέβονται όλοι.
Με αυτά τα υπέροχα λόγια του γέρου παρασύρθηκα κι εγώ στον εύθυμο χορό και με μια γλυκόπικρη αίσθηση παρακολούθησα τους τίτλους τέλους οι οποίοι δίνουν την εντύπωση πως ακόμη κι αυτοί είναι μια σκηνή του έργου, η οποία θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί σαν ένας ζωντανός ιμπρεσιονιστικός πίνακας, καθώς τα φύκια του ποταμού χορεύουν στο ρυθμό του ροής του νερού.
Τα «Όνειρα» είναι ένας σπάνιας ωριμότητας αριστούργημα όπου μπλέκονται τα όνειρα με την αχαλίνωτη φαντασία, τους λαϊκούς μύθους και τη σοφία που κουβαλούν οι γέροντες που επιμένουν να ζουν με σεβασμό κοντά στη φύση. Ο Ακίρα Κουροσάβα μέσα από οκτώ κινηματογραφικά ποιήματα μας προτρέπει να ονειρευόμαστε με τον πιο αληθινό τρόπο.
Βαθμολογία: 10/10