Χθες βράδυ αποφάσισα να τιμήσω μία ακόμη βαλκανική ταινία στις σκοτεινές αίθουσες της Αθήνας. Επέλεξα να δω το βουλγαρικό "Πέρασμα" του Στέφαν Κομαντάρεφ στο πολυαγαπημένο μου Άστυ. Μάλιστα σ' αυτήν την ταινίας, ένας από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον έχει ο αγαπημένος μας κακός του Underground Μίκι Μανόλοβιτς.
Η ταινία, όπως και σε άλλες βαλκανικές ταινίες, διαπιστώνω πως οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ακόμα πολεμούν με το παρελθόν τους, προσπαθώντας μέσα από τα έργα τους να επουλώσουν πληγές και να καλύψουν κενά. Στο Πέρασμα η ταινία δείχνει ξεκάθαρα αυτό που εμείς λέγαμε "σιδηρούν παραπέτασμα".Η ιστορία εξελίσσεται σε ένα συνοριακό χωριό της Βουλγαρίας. Ένας άνεργος πατέρας μένει χρεωμένος σε μία τράπεζα μετά από ένα δάνειο που πήρε για την θεραπείες της γυναίκας του η οποία τελικά χάνει τη μάχη με τον θάνατο. Μόνος του τώρα, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα έχοντας να αντιμετωπίσει την αντιδραστική φύση του γιου του αλλά και την αιμοσταγής στάση της τράπεζας που ετοιμάζεται να του πάρει το σπίτι. Μην έχοντας άλλη επιλογή να βρει λεφτά για να σώσει το σπίτι του, μπλέκεται σε ένα κύκλωμα μεταφοράς μεταναστών από τα τουρκικά σύνορα στα βουλγαρικά. Εγκέφαλος αυτής της παρανομίας είναι ο άλλοτε λοχαγός του (Μίκι Μανόλοβιτς) με τον οποίο τους συνδέει ένα σκοτεινό παρελθόν.
Η ταινία έχει πολλά εξαιρετικά σημεία που αξίζουν την προσοχή μας. Πρώτα απ' όλα τα πλάνα της βουλγαρικής υπαίθρου είναι καταπληκτικά. Απλές στιγμές κι απλές ερμηνείες που προκαλούν άπειρη συγκίνηση μα πάνω απ' όλα την πεποίθηση πως το βαλκανικό ύφος επικρατεί ακόμα στις χώρες των Βαλκανίων (ευτυχώς και στην Β.Ελλάδα). Επίσης είναι σοκαριστική η εικόνα μίας χώρας που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη στιγμή που η κοινωνική της κατάσταση (και οικονομική και πολιτική) θυμίζουν έντονα την Ελλάδα της δεκαετίας του '80. Ο δημιουργός με μεγάλη επιτυχία δε τα χώνει μόνο στις τράπεζες αλλά και στους μεσάζοντες. Είναι αρκετά κυνική κι εκνευριστική φράση που ξεστομίζει ο μεσάζοντας της συγκεκριμένης ιστορίας, ο οποίος με απάθεια λέει στον πρωταγωνιστή πως "κι αυτοί πρέπει να βγάλουν κάτι (σε λεφτά)".
Τρομερός συμβολισμός η πινακίδα κοντά στα σύνορα, όπου κάποιοι έχουν γράψει με σπρέι τη λέξη "Mexico". Μ' αυτήν την εικόνα συνειδητοποίησα πως εμείς οι "Ευρωπαίοι ακρίτες" ζούμε τον αμερικανικό εφιάλτη των συνόρων των Η.Π.Α. με το Μεξικό.
Επίσης μου άρεσε πολύ η σύγκριση των φτωχών οικογενειών που ζουν (κι έτσι εξακολουθούν και διατηρούν) τα παλιά υπέροχα βουλγαρικά σπίτια που θυμίζουν ταινίες Αγγελόπουλου σε αντίθεση με τον λοχαγό, ο οποίος πλουτίζοντας παράνομα ζούσε σε μία κακόγουστη πολυτελή κατοικία. Με λίγα λόγια η λαϊκή τάξη διατηρεί τις παραδόσεις και το ύφος της χώρας τους σε αντίθεση με το Κεφάλαιο (είτε νόμιμο είτε παράνομο) το οποίο πατώντας στη λέξη "πατριωτισμός", δείχνει πρώτο την ασέβεια προς τη πατρίδα του και τις παραδόσεις του.
Με άγγιξε πολύ το θέμα της μετανάστευσης. Τόσο γι' αυτούς που εισέρχονται σε μία χώρα όσο και γι' αυτούς που την εγκαταλείπουν. Η νέα γενιά βρίσκει σωτήρια τη λύση να ανοίξει τα φτερά της προς άλλες πολιτείες την ώρα που ο λοχαγός (εκπρόσωπος ενός περίεργου πατριωτισμού) έβρισκε τη λύση αυτή ως κατάντια και ντροπή να βλέπει νέους Βούλγαρους να δουλεύουν ως λαντζιέρηδες στο εξωτερικό. Μάλιστα ο ίδιος συνέχισε λέγοντας με μεγάλη εύστοχα κι αρκετό κυνισμό πως "αφού οι νέοι θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα, εγώ θα τη γεμίσω με ξένους".
Βρήκα επίσης αρκετά έξυπνη την αντίθεση που έκανε ο σκηνοθέτης μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Ένας λοχαγός, γεννημένος δολοφόνος δεν άφηνε κάποτε κανέναν να περάσει τα σύνορα προς τα έξω, φτάνοντας στο σημείο να σκοτώνει ανθρώπους που το επιχειρούσαν αυτό ενώ μετά τη πτώση του Κομμουνισμού, χάνοντας τον ρόλο του και τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα, άρχισε να πλουτίζει φέρνοντας κόσμο στη χώρα του παράνομα. Η ταινία δίνει μία γερή γροθιά στο παρελθόν της Βουλγαρίας και του Ανατολικού Μπλοκ, προσπαθώντας έτσι να κερδίσει μία συγχώρεση από το μέλλον, για τα θύματα εκείνου του καθεστώτος. Ιδιαίτερη πληροφόρηση είναι πως οι κάτοικοι του Ανατολικό Μπλοκ, δήλωναν την Βουλγαρία για καλοκαιρινές διακοπές, έχοντας απώτερο σκοπό να περάσουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία για να γλιτώσουν.
Κλείνοντας θέλω να προσθέσω πως οι εικόνες με τα γκρεμισμένα σπίτια των εγκαταλελειμμένων χωριών και της ισοπεδωμένης εκκλησίας στην οποία μπήκε ο πρωταγωνιστής με έναν φακό και στάθηκε μπροστά από ένα ξύλινο τέμπλο για να θαυμάσει τις αγιογραφίες που είχαν αφεθεί στη φθορά του χρόνου, μου θύμισε αρκετά Ταρκόφσκι. Η κουνημένη όμως κάμερα χαλούσε λίγο την μαγεία προκαλώντας μία ελαφριά κι ανούσια ζάλη.
Άκρως συγκινητική η πράξη του πρωταγωνιστή, να διατηρήσει τη μνήμη της συζύγου του με το να χτίσει μία πηγή στο όνομά της. Υπέροχη σκέψη.
Τέλος θα ήθελα να αναφέρω πως οι ταινία πέρα από την ενδιαφέρουσα ιστορία, τις εξαιρετικές ερμηνείες, την υπέροχη μουσική και τα καταπληκτικά πλάνα καταφέρνει στο τέλος να πέσει στο λάθος της εύκολης κι αναμενόμενης ολοκλήρωσης του έργου κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει λίγη από την εύνοια μου. Πιθανότατα ο σκηνοθέτης να είχε περάσει τα μηνύματα που ήθελε κι αποφάσισε να το τελειώσει όσο πιο γρήγορα κι ανώδυνα μπορούσε. Μάλιστα μου ξίνισε η στάση του γιου στην τελευταία σκηνή του έργου.
Η βαθμολογία μου γι' αυτή την ταινία είναι 8 στα 10. Θα τη συνιστούσα να την δείτε αλλά πολύ λυπάμαι πως το πέρασμά της από τις αθηναϊκές σκοτεινές αίθουσες ήταν γρήγορο κι αθόρυβο. Δυστυχώς δε παίζει τώρα πουθενά. Κρίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου