Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Οι καλύτερες ταινίες του 2023



Μετά την περίοδο της πανδημίας, ο κινηματογράφος επανήλθε δριμύτερος με εξαιρετικές προτάσεις που πρόσφεραν αναπάντεχες συγκινήσεις κι όμορφες στιγμές στις πάντα αγαπημένες σκοτεινές αίθουσες. Γι' αυτό το λόγο, είμαι ικανοποιημένος από τις ταινίες που απόλαυσα το 2023 και θεωρώ πως μετά από χρόνια, η φετινή μου λίστα απαρτίζεται με δημιουργίες αξιόλογες κι ουσιώδεις
Παρόλα αυτά, για μια ακόμη φορά παρατήρησα πως αρκετές ταινίες που εκθειάστηκαν από κριτικούς κινηματογράφους κι από μια μεγάλη μερίδα του κοινού, μου φάνηκαν αδιάφορες κι υπερτιμημένες. Για παράδειγμα, η "Barbie" ήταν μια πολύχρωμη κινηματογραφική τσιχλόφουσκα, η οποία φούσκωσε κι έσκασε απότομα στις θερινές προβολές. Επίσης, το "Οπενχάιμερ" του Κρίστοφερ Νόλαν ήταν καλογυρισμένο αλλά σε αρκετά σημεία του ήταν δυσνόητο καθώς ο δημιουργός δεν πρόσφερε στο κοινό το απαραίτητο χρόνο και την κατάλληλη πληροφορία για να γίνουν κατανοητές όλες οι θεωρίες που ακούστηκαν στους διαλόγους σχετικά με την κατασκευή της ατομικής βόμβας αλλά και για τα ηθικά διλήμματα των επιστημόνων. Απολύτως αδιάφορο με άφησε η ταινία "Tar", με την Κέιτ Μπλάνσετ. Έπειτα, η πολυδιαφημισμένη "Φόνισσα" δεν κατάφερε να με αγγίξει παρόλες τις προσπάθειες της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη, η οποία προσπαθούσε να σώσει με την εξαιρετική της ερμηνεία το συγκεκριμένο έργο. Όσον αφορά το "Poor Things", δεν εκφέρω καμία άποψη καθώς αρνούμαι να παρακολουθήσω ξανά κάποια από τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου. 
Ένα ακόμη στοιχείο που με ενόχλησε με τις παραπάνω ταινίες ήταν η οπαδική υποστήριξή τους αλλά κι η υπερβολική υποτίμησή τους από μια μεγάλη μερίδα του κινηματογραφόφιλου κοινού. Κατά τη γνώμη μου, ο φανατισμός δεν έχει χώρο στην έβδομη τέχνη, καθώς ο κινηματογράφος είναι μια ξεκάθαρα προσωπική υπόθεση που δεν έχει ανάγκη από επιθέσεις και προσβολές.
Ωστόσο, υπήρξαν κι ενδιαφέρουσες ταινίες που απόλαυσα στις σκοτεινές αίθουσες αλλά δεν κατάφεραν να μπουν στην τελική μου δεκάδα, όπως για παράδειγμα "Η Ζώνη Ενδιαφέροντος", η οποία είχε αρκετά συγκλονιστικά πλάνα κι ενδιαφέροντα κινηματογραφικά στοιχεία, αλλά η πειραματική της αφήγηση με κούρασε και σε κάποια σημεία με ενόχλησε. Όμως, θεωρώ πως είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς. Επίσης ενδιαφέρουσα ταινία ήταν το "Τέρας", η οποία καταπιάνεται με το σχολικό εκφοβισμό μεταξύ των μαθητών, την τοξικότητα των κακοποιητικών γονέων απέναντι στα παιδιά τους και το δύσκολο (και σχεδόν απάνθρωπο) λειτούργημα των δασκάλων και των καθηγητών στη δυσοίωνη εποχή της "δικτατορίας των παιδιών". Αξίζει να αναφέρω και το χιλιανό "1976", το οποίο παρουσιάζει από μια ακόμη οπτική γωνιά τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ. Τέλος, αξίζει να αναφερθώ και στις "Περασμένες Ζωές" με τα καλογυρισμένα πλάνα της και τη γλυκόπικρη ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).






Η νέα ταινία του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ ανήκει στις κινηματογραφικές περιπτώσεις που αδίκως περνούν αθόρυβα από τις σκοτεινές αίθουσες και δεν απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογεί. Η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι είναι μια μυσταγωγική πανδαισία υπέροχων κι άκρως ισορροπημένων κάδρων, τα οποία ενισχύονται με έναν απόκοσμο ατμοσφαιρικό φωτισμό, προσφέροντας ένα μοναδικό κινηματογραφικό διαμάντι, του οποίου τα εντυπωσιακά πλάνα μένουν γι' αρκετό καιρό ανεξίτηλα στη μνήμη των θεατών. Όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση πως μετατράπηκε σε καυτή πατάτα στα χέρια του σκηνοθέτη, μ' αποτέλεσμα κάπου στο τέλος να χάνονται κάπως το μέτρο κι ο σκοπός της, ενώ η σκηνοθετική πειραματική υπερβολή, μου άφησε ένα απογοητευμένο αναπάντητο "γιατί". Παρόλα αυτά, η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι" είναι μια κινηματογραφική πανδαισία υπέροχων πλάνων, που δυστυχώς από ένα σημείο κι έπειτα χάνει την ισορροπία και το ύφος της. Όμως, παρόλα αυτά, δεν περνάει απαρατήρητη κι αδιάφορη από το σινεφίλ κοινό. 

Βαθμολογία: 8/10




Για μια ακόμη φορά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής χρησιμοποιεί την ίδια αλάνθαστη συνταγή με την "Αγέλαστο Πέτρα", ανασυνθέτοντας το πλούσιο μωσαϊκό ενός ακόμη τόπου, κινηματογραφώντας για δεκαετίες με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τις μοναδικές στιγμές της Ζάκρου μέσα από τα πρόσωπά της, όπως τους ηλικιωμένους κατοίκους που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους αλλά και τα μικρά παιδιά που μεγάλωσαν και το καθένα πήρε τον δικό του δρόμο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός κατάφερε να διαφυλάξει στην κοινή μας μνήμη σπουδαίες προσωπικότητες που επιτέλεσαν εξέχον έργο στους τόπους τους, όπως ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από το "Ζάκρος" είναι πως για τον Φίλιππο Κουτσαφτή, η ιστορία καταγράφεται μέσα από διαδοχικές κι υπομονετικές επισκέψεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά θα τον οδηγήσουν στο ίδιο σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ενός χρόνου άγνωστου και μυστηριώδη, σύμφωνα με τα λόγια του Αυγουστίνου, ο οποίος είχε πει ότι «όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω». 

Βαθμολογία: 8/10




Η "Ανατομία μιας Πτώσης", είναι ένα καλογυρισμένο δικαστικό θρίλερ που επεδίωξε να παρουσιάσει και να αναλύσει τα πνιγηρά αδιέξοδα των σημερινών ζευγαριών και την υπόκωφη σύγκρουση των ναρκισσισμών που μετατρέπουν αρκετούς συντρόφους σε χρόνιους ανταγωνιστές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η "Ανατομία μιας Πτώσης" να μετατραπεί σε ανατομία μιας σύγχρονης σχέσης, αλλά και σε ανατομία του υπερεγώ των προσώπων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη ιστορία. Είναι ένα σκληρό κι ώριμο έργο, του οποίου η αμεσότητα αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος, καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες τις καθημερινές στιγμές της ζωής μας όπου βρεθήκαμε στη θέση να κρίνουμε κάποιον ή να κριθούμε από άλλους. Πόσες απ' αυτές τις φορές κρίναμε βιαστικά κι επιπόλαια, μ' αποτέλεσμα να γίνουμε άδικοι σε πρόσωπα που δε φέραν καμία απολύτως ευθύνη κι επίσης πόσες φορές έχουμε αδικηθεί κι εμείς από άλλους με τον ίδιο τρόπο. Μα το κυριότερο, πόσες φορές αναγκάσαμε ανθρώπους να απαρνηθούν τον εαυτό τους και πόσες φορές τον έχουμε απαρνηθεί εμείς. Άραγε, πόσες φορές έχουμε σκοτώσει την αλήθεια; 

Βαθμολογία: 8/10




Μετά από αρκετό καιρό, ο γαλλικός κινηματογράφος έδειξε πως παρά την ποιοτική του πτώση, εξακολουθεί να είναι παρών σε γεγονότα που έχουν τραυματίσει και σημάδεψει τις κοινωνίες μας τα τελευταία χρόνια. Το "Revoir Paris" είναι μια απ' αυτές τις ταινίες που είμαι βέβαιος πως θα συζητηθούν αρκετά, ενώ η θεματολογία της κι ο τρόπος που την παρουσιάζει και την αναλύσει, κάνει την ταινία συνταρακτικά επίκαιρη. Σ' αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κι η ηθοποιός Βιρζινί Εφιρά, η οποία πρόσφερε μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς. Με εκπληκτική εκφραστικότητα και με ένα υπέροχο βλέμμα, ειλικρινές και συναισθηματικά φορτισμένο, μεταφέρει στους θεατές όλα αυτά που βιώνει κανείς μετά από μια τραγωδία. Δικαίως κέρδισε το βραβείο Σεζάρ στην κατηγορία της Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας. Όμως κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν με όρεξη και υποστηρίζουν άψογα τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν, προσφέροντας έναν ρεαλισμό τόσο στην ιστορία όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το "Revoir Paris" είναι ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμαντάκι που αναζητά καθετί ανθρώπινο κι αλληλέγγυο που ξεπηδά μετά από μεγάλες τραγωδίες, προσπαθώντας να φωτίσει λίγο τις ψυχές μας απέναντι στο ζόφο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της απάνθρωπης ξενοφοβίας που έχουν κυριαρχήσει εφιαλτικά σε μια κοινωνία κουρασμένη, απελπισμένη και γερασμένη. 

Βαθμολογία: 8/10





Μια από τις πιο αξιόλογες κι ειλικρινείς ταινίες που βγήκαν στις σκοτεινές αίθουσες τη χρονιά που μας πέρασε, είναι η γλυκόπικρη "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι η τελευταία που γυρίζει, καθώς η όρασή του κι η μνήμη του έχουν ατονήσει και τον δυσκολεύουν αρκετά στο δημιουργικό του κομμάτι. Με την απόφασή του αυτή, θεωρώ πως ο 87χρονος αγαπημένος σκηνοθέτης κλείνει την πλούσια φιλμογραφία του με μια ανθρώπινη και κάπως αισιόδοξη ματιά απέναντι στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Η "Τελευταία Παμπ" είναι ο τελευταίος καρπός μιας σπουδαίας "παλιάς βελανιδιάς" που προσπαθεί να μας δείξει και να μας πείσει μέχρι την ύστατη στιγμή, πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αρκεί να συνυπάρξουμε αρμονικά κι αλληλέγγυα. Η «Τελευταία Παμπ» είναι ένας συγκινητικός επίλογος του βαθιά πολιτικοποιημένου και ουμανιστικά σκεπτόμενου Κεν Λόουτς. Ενός σπουδαίου ανθρώπου που υπήρξε ως το τέλος της δημιουργικής του καριέρας πιστός στα ιδανικά του αλλά και στην προσδοκία του για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό. Υπηρετώντας πιστά τον κοινωνικό ρεαλισμό, ο Κεν Λόουτς επέλεξε να κλείσει την πλούσια φιλμογραφία του με ένα κάλεσμα απ' την αδράνεια στη δράση. 

Βαθμολογία: 8/10





Η "Γη της Επαγγελίας", παρά τη λανθασμένη της μετάφρασή από τον αυθεντικό δανέζικο τίτλο της ταινίας, ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία που παρουσιάζεται καθώς το έργο είναι ένα βίαιο κι αγωνιώδες κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο εκτινάσσεται σε ανώτερα κινηματογραφικά επίπεδα χάρη στα εντυπωσιακά του πλάνα, τα κοινωνικά μηνύματα που περνάει, την ατμοσφαιρική του μουσική αλλά και την εκπληκτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν. Η ταινία είναι ένα σκληρό και κυνικό κινηματογραφικό διαμάντι χωρίς να προσφέρει κάποια επίπλαστη αισιοδοξία καθώς αποδεικνύει πως το κάθε όνειρο απαιτεί τις ανάλογες θυσίες. 

Βαθμολογία: 9/10




Η κατάληψη της Τροίας από τους Αρχαίους Έλληνες υπήρξε μια σημαντική στιγμή πολεμικής νίκης. Όταν όμως καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί, άρχισαν να αναδύονται όλα τα εγκλήματα που σημειώθηκαν στα πεδία των μαχών και στην πολιορκία, εντείνοντας το ενοχικό σύμπλεγμα των Ελλήνων, το οποίο εκτονώθηκε μέσα από τις συγκλονιστικές τραγωδίες που γράφτηκαν μετέπειτα. Ακριβώς το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Εδώ και μια δεκαετία συντελείται στα ευρωπαϊκά σύνορα ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του 21ου αιώνα, με μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να το παρακολουθεί άβουλα και με απάθεια. Υπάρχουν όμως ένα μέρος των συμπολιτών μας που στέκονται με κάθε δύναμη δίπλα στους σημερινούς κατατρεγμένους είτε προσφέροντας τη βοήθειά τους με πράξεις είτε δημιουργώντας έργα αφύπνισης κι ευαισθητοποίησης του κοινού απέναντι στις σύγχρονες τραγωδίες. Μια απ' αυτές τις προσπάθειες είναι "Τα Πράσινα Σύνορα", η τελευταία συνταρακτική ταινία της 74χρονης Ανιέσκα Χόλαντ, η οποία απέσπασε το Ειδικό βραβείο της επιτροπής στο 80ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι ένα αιχμηρό κινηματογραφικό αγκάθι στα πήλινα πόδια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που προσπαθεί να αφυπνίσει την κοινωνία για τα εγκληματικά pushbacks, την απάνθρωπη εργαλειοποίηση των προσφύγων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τον εξοργιστικό ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής από τα νεοφιλελεύθερα συστήματα που βλέπουν τους σημερινούς κατατρεγμένους ως ανεπιθύμητα "τίποτα" που θέλουν να εισβάλλουν στις δυτικές κοινωνίες. Επίσης, η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό κατηγορώ απέναντι στο εχθρικό αφήγημα των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που έχει καταφέρει να διαβρώσει την ήδη ταλαιπωρημένη κοινωνική μας ενσυναίσθηση. Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι μια απέλπιδα προσπάθεια για να ξυπνήσει έστω την ύστατη στιγμή τις ναρκωμένες μας συνειδήσεις κι αυτό την κατατάσσει ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περασμένης χρονιάς.

Βαθμολογία: 9/10





Όταν παρακολούθησα στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Άστυ το "Μαργαριταρένιο Κουμπί" του Πατρίσιο Γκουσμάν, πείστηκα πως ανακάλυψα έναν σπάνιο, ειλικρινή και συγκινητικό ποιητή της έβδομης τέχνης. Με τις προβολές του προγενέστερου "Νοσταλγώντας το Φως" και του μεταγενέστερου "Η Οροσειρά του Ονείρων", όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η πεποίθησή μου αυτή, αλλά ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε, θεωρώ φανατικά πως ο Πατρίσιο Γκουσμάν είναι ο σπουδαιότερος δοκιμιογράφος του σύγχρονου κινηματογράφου. Όταν σημειώθηκε η συγκλονιστική εξέγερση των Χιλιανών το φθινόπωρο του 2019, ήμουν βέβαιος πως μέσα απ' τα γεγονότα που παρατηρούσαμε αποσβολωμένοι αλλά κι ολίγον ντροπιασμένοι για τον δικό μας μοιρολατρικό τρόπο ζωής, θα ξεπηδήσει ένα ακόμη αριστουργηματικό δοκιμιακό ντοκιμαντέρ από τον σπουδαίο Χιλιανό σκηνοθέτη. Το 2022, ο Πατρίσιο Γκουσμάν επαλήθευσε τις προσδοκίες μου, παρουσιάζοντας στο κινηματογραφόφιλο κοινό το "My Imaginary Country". Για μια ακόμη φορά, ο Πατρίσιο Γκουσμάν προσφέρει ένα ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ποίημα. Ως φύλακας των στιγμών του παρελθόντος μέσα από τα προηγούμενα αριστουργηματικά του δοκιμιακά ντοκιμαντέρ, έρχεται σήμερα ως φύλακας των στιγμών του παρόντος, γνωρίζοντας πως η νέα του ταινία μπορεί να μετατραπεί σε έναν ακόμη φάρο των εξεγέρσεων που ήδη εκκολάπτονται στις δοκιμαζόμενες κοινωνίες. Γι' αυτούς τους λόγους, θεωρώ πως το "My Imaginary Country" είναι ότι πιο ελπιδοφόρο κι εκρηκτικό έργο έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο. 

Βαθμολογία: 10/10




Η επιστροφή του σπουδαίου και πολυαγαπημένου Τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν στις σκοτεινές αίθουσες, θεωρείται από μόνη της ως ένα από τα αναμενόμενα και σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς. Πόσο μάλλον όταν η νέα του ταινία έρχεται με πολλές διακρίσεις από τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, με σημαντικότερη τη βράβευση της εκπληκτικής πρωταγωνίστριας Μέρβε Ντισντάρ στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Μετά από τα δύο προηγούμενα αριστουργήματα Χειμερία Νάρκη (2014) κι Άγρια Αχλαδιά (2018) αλλά και τα εξαιρετικά Κλίματα Αγάπης (2006), Μακριά (2002) και Σύννεφα του Μάη (1999), οι προσδοκίες μου για τον κινηματογραφικό έργο του Τζεϊλάν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, καθώς η νέα του ταινία έρχεται με έναν αέρα δυναμισμού κι ωριμότητας. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο σπουδαίος Τούρκος δημιουργός αναζητάει την πολυπόθητη Άνοιξη της χώρας του, σε μια δύσκολη περίοδο όπου κυριαρχεί ο τσουχτερός χειμώνας και το ιδιαίτερα θερμό κι άνυδρο καλοκαίρι, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να έχουν παρόμοια μοίρα μ' αυτήν των χόρτων στις αφιλόξενες στέπες της Τουρκίας, όπου παραμένουν συνεχώς ξερά. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν, μας ταξιδεύει για μια ακόμη φορά στα βάθη της Τουρκίας, θέλοντας σ' αυτό το σκληρό περιβάλλον να μας παρουσιάσει τα αδιέξοδα των ανθρώπων, τα ναρκωμένα τους όνειρα, τον εγκλωβισμό τους σε μια θανάσιμη στασιμότητα και το κουρδικό ζήτημα που εξακολουθεί να ελοχεύει στην τουρκική κοινωνία. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν καταφέρνει να μας προσφέρει μια ακόμα άκρως λυρική ταινία, προσπαθώντας μέσα απ' αυτήν να βρει τη χαμένη άνοιξη της Τουρκίας, ώστε μαζί με το φθινόπωρο (μέσω της Άγριας Αχλαδιάς), να επανενώσει πάλι τις τέσσερις εποχές, φέρνοντας την πολυπόθητη ισορροπία στους ανθρώπους. Ο εννοιολογικός συμβολισμός του τίτλου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους σύγχρονους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να μοιραστούν τις ανησυχίες τους και τα όνειρά τους, αλλά και να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ξέροντας πως μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, θα καταφέρουν να βρουν μια πολυπόθητη ηλιαχτίδα ελπίδας για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά και την πλήξη των σημερινών κοινωνιών. 

Βαθμολογία: 9/10





Οι δημιουργοί Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς προσφέρνουν ένα υπέροχο και συγκινητικό κινηματογραφικό διαμάντι, βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κονιέτι. Η ιστορία της ταινίας είναι πολυσύνθετη καθώς ανοίγει αρκετά μέτωπα αλλά συνάμα και τόσο οικεία. Είναι η αποθέωση μιας ειλικρινούς παιδικής φιλίας, η οποία δοκιμάζεται στο χρόνο και στις διαφορετικές συνθήκες. Πάνω σ' αυτήν την απόλυτη αντίθεση των δυο φίλων πατάνε οι δημιουργοί προσφέροντας ένα από τα συγκινητικότερα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων. Τα "Οκτώ Βουνά" είναι μια κινηματογραφική ωδή στην πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των ανδρών, η οποία όσο δύσκολο είναι να εκφραστεί με λόγια, τόσο πιο εύκολα εκδηλώνεται με πράξεις. Είναι μια υπενθύμιση των μικρών πραγμάτων που συμβαίνουν στην παιδική μας ηλικία και μένουν χαραγμένα στη μνήμη, με τη σπουδαιότητά τους να μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Επίσης, είναι ένας ύμνος προς την φύση, η οποία έχει τη δύναμη να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους δώσει κίνητρο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να γιατρέψει τις ανοιχτές πληγές τους αλλά και να τους βρει κάποια διέξοδο στα χρόνια προβλήματά τους. Τέλος, είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση στην προσπάθεια του κάθε άνδρα να ξεπεράσει τον πατέρα του, αποφεύγοντας τις λάθος επιλογές των γονιών του κι εκπληρώνοντας τα όνειρά του. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Η Γη της Επαγγελίας (2023)

 


Είχα καιρό να βγω από μια σκοτεινή αίθουσα κατενθουσιασμένος κι υπέρτατα ικανοποιημένος από μια απρόσμενη μαγευτική κινηματογραφική εμπειρία κι αυτό το οφείλω στον Δανό σκηνοθέτη Νικολάι Αρσέλ, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από ένα όχι και τόσο πετυχημένο πέρασμα στο Χόλυγουντ. Η "Γη της Επαγγελίας", παρά τη λανθασμένη της μετάφραση από τον αυθεντικό δανέζικο τίτλο της ταινίας, ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία που παρουσιάζεται καθώς το έργο είναι ένα βίαιο κι αγωνιώδες κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο εκτινάσσεται σε ανώτερα κινηματογραφικά επίπεδα χάρη στα εντυπωσιακά του πλάνα, τα κοινωνικά μηνύματα που περνάει, την ατμοσφαιρική του μουσική αλλά και την εκπληκτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν.  
Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Λούντβιχ φον Κέιλεν, ενός παρασημοφορημένου βετεράνου λοχαγού, ο οποίος έχοντας πίσω του μια εικοσιπενταετή καριέρα στο γερμανικό στρατό, αποφασίζει το 1755 να απαλλαγεί από την παρελθοντική του ταπεινή προέλευση και να ανέβει κοινωνική βαθμίδα διεκδικώντας τον τίτλο του βαρόνου. Για να το πετύχει αυτό, επιχειρεί να καλλιεργήσει μια αφιλόξενη κι άγονη περιοχή στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, υποσχόμενος στον βασιλιά, τη δημιουργία μιας νέας αγροτικής αποικίας. 
Η αποστολή του δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη αλλά η επιμονή του σε πρώτη φάση, φαίνεται πως μπορεί να επιφέρει το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Όμως, για την επίτευξη του στόχου του, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της στέρφας γης, τις άγριες διαθέσεις του καιρού αλλά και τα εμπόδια που του προκαλεί ο τοπικός γαιοκτήμονας Φρέντερικ Ντε Σίνκελ, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει την υποτιθέμενη κυριαρχία του στα περίχωρα της Γιουτλάνδης. 
Επίσης, η περιοχή που προσπαθεί να καλλιεργήσει ο Λούντβιχ φον Κέιλεν, είναι γεμάτη τσιγγάνους που κρύβονται στα δάση και σε νυχτερινές τους επιδρομές κατακλέβουν τις περιουσίες των κατοίκων. Όμως, οι αντίξοες συνθήκες και τα σαδιστικά εμπόδια του τοπικού γαιοκτήμονα, θα οδηγήσουν τον επίδοξο βετεράνο λοχαγό, να συνεργαστεί με τους κατατρεγμένους, δημιουργώντας νέες κοινωνικές συμβάσεις αλλά και συνθήκες κανονικού πολέμου. 




Ολόκληρη η ταινία πατάει πάνω στη στιβαρή ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν, ο οποίος εκπροσωπεί με εντυπωσιακό τρόπο το εγωιστικό πείσμα και την επίμονη θέληση του ανθρώπου στην επίτευξη κάθε στόχου που μπορεί να δείχνει εκ πρώτης όψεως άπιαστος κι απατηλός. Η παρουσία του ρυθμίζει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της ταινίας καθώς στο πρόσωπό του είναι εμφανή τα σημάδια της αγωνίας και των κακουχιών ενώ σε κάποιες στιγμές που υπερτερεί το ένστικτο της επιβίωσης από την ανθρώπινη λογική, αναγκάζεται να μετατραπεί σε θανάσιμο τέρας. Επίσης, με κάθε ευκαιρία, φανερώνει την έκδηλή του επιθυμία για την πολυπόθητη αποδοχή από την αριστοκρατική τάξη που θα του προσφέρει το απαραίτητο κύρος.
Ένα ακόμη δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι η κλασική αφήγηση που επιλέγει ο Δανός σκηνοθέτης Νίκολαϊ Άρσελ, προσφέροντας μια ψυχρή σκανδιναβική εκδοχή των διάσημων γουέστερν του παρελθόντος, όπου παρουσιαζόταν η αρχέγονη προσπάθεια των ανθρώπων να δαμάσουν τη Φύση. Μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά, παρουσιάζει μια πειστική απεικόνιση των αντίξοων κι απειλητικών συνθηκών που επικρατούσαν στους βάλτους του βορρά και στήνει ένα πλήρες ανθρώπινο μωσαϊκό προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει επιτυχώς έναν κοινωνικό σχολιασμό σε ζητήματα ταξικής εξουσίας, σχέσης φύλων και φυλών, ξενοφοβίας, ρατσισμού, μισογυνισμού και εργασιακής εκμετάλλευσης από την άρχουσα τάξη. 
Τα ξεσπάσματα βίας που προκύπτουν στην ιστορία, παρουσιάζουν την ποικιλόμορφη όψη του κακού που δυστυχώς διαιωνίζεται επ' άπειρον, φτάνοντας στο παρόν, οδηγώντας πάντα τις ίδιες ευάλωτες κοινωνικές τάξεις στο περιθώριο, καταδικάζοντας ξανά τόσο τις συνθήκες ζωής τους όσο και το μέλλον τους.




Αποκορύφωμα στις κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις της ταινίας είναι ο κυνικός διάλογος του επίμονου πρωταγωνιστή με τον επιπόλαιο γαιοκτήμονα:
- Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο στη Γη να δημιουργήσει Πολιτισμό.
- Ο Θεός είναι χάος, η ζωής είναι χάος.
- Μονάχα ο πόλεμος είναι χάος.
Παράλληλα, η ταινία αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό τον βίαιο κι ανηλεή τρόπο επιβίωσης που αναγκάζονται να επιλέξουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται κάτω από αφιλόξενες συνθήκες κι όταν επιθυμούν να υλοποιήσουν με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα τους στόχους τους, ακόμη κι όταν αυτοί δείχνουν ουτοπικοί.
Ελπιδοφόρο μήνυμα στη δυστοπία εκείνης της περιόδου που παρουσιάζεται στο έργο, είναι η αρμονική συνύπαρξη κι η αλληλεγγύη που ανθίζει ανάμεσα στα διαφορετικά πρόσωπα που απαρτίζουν την ιδιαίτερη "οικογένεια" που δημιουργεί ο Λούντβιχ φον Κέιλεν με την υπηρέτριά του και μια μικρή τσιγγάνα που αποφασίζει να "υιοθετήσει". Ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει μπροστά, μόνο ενωμένος ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας, εθνικότητας και χρώματος.
Η "Γη της Επαγγελίας" είναι ένα σκληρό και κυνικό κινηματογραφικό διαμάντι χωρίς να προσφέρει κάποια επίπλαστη αισιοδοξία καθώς αποδεικνύει πως το κάθε όνειρο απαιτεί τις ανάλογες θυσίες. Είναι μια άψογη καλογυρισμένη ταινία με καθαρά κι άκρως ισορροπημένα πλάνα που στέκουν εντυπωσιακά στη μεγάλη οθόνη και με μια καθηλωτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν, ο οποίος καταφέρνει να λάμψει μες στους υγρούς και σκοτεινούς βάλτους της Δανίας. Η "Γη της Επαγγελίας" είναι μια από τις έντονες μαγευτικές στιγμές που όλο και πιο σπάνια απολαμβάνουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες.


Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Η Τελευταία Παμπ (2023)



Μια από τις πιο αξιόλογες κι ειλικρινείς ταινίες που βγήκαν στις σκοτεινές αίθουσες τη χρονιά που μας πέρασε, είναι η γλυκόπικρη "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι η τελευταία που γυρίζει, καθώς η όρασή του κι η μνήμη του έχουν ατονήσει και τον δυσκολεύουν αρκετά στο δημιουργικό του κομμάτι. Με την απόφασή του αυτή, θεωρώ πως ο 87χρονος αγαπημένος σκηνοθέτης κλείνει την πλούσια φιλμογραφία του με μια ανθρώπινη και κάπως αισιόδοξη ματιά απέναντι στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Η "Τελευταία Παμπ" είναι ο τελευταίος καρπός μιας σπουδαίας "παλιάς βελανιδιάς" που προσπαθεί να μας δείξει και να μας πείσει μέχρι την ύστατη στιγμή, πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αρκεί να συνυπάρξουμε αρμονικά κι αλληλέγγυα. 
Με την τελευταία του ταινία, ο Κεν Λόουτς μας γυρνάει στο 2016, όταν το προσφυγικό ζήτημα διένυε την πιο δύσκολη κι έντονη περίοδό του, με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες να υποδέχονται μουδιασμένες αρκετές προσφυγικές οικογένειες που κατέφθαναν διωκόμενες από τις σφαγές της Συρίας. Κάποιες απ' αυτές τις οικογένειες μεταφέρονται σε ένα ξεχασμένο χωριό της βορειοανατολικής Αγγλιας, του οποίου οι κάτοικοι εργάζονταν στο παρελθόν ως ανθρακωρύχοι. Όμως σήμερα το χωριό αυτό βιώνει την απόλυτη παρακμή του, διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες της παλιάς του ευημερίας και των αγώνων των κατοίκων του κατά των απάνθρωπων κι αντιεργατικών μέτρων της Μάργκαρετ Θάτσερ. Σημείο αναφοράς κάποιων από των κατοίκων αυτού του χωριού είναι η "Παλιά Βελανιδιά" (Old Oak) που διαχειρίζεται ο συμπαθής Τίτζεϊ.
Η ήρεμη και στάσιμη ζωή του χωριού θα διακοπεί όταν θα φτάσουν οι πρώτες οικογένειες προσφύγων. Η ξενοφοβία των ντόπιων θα εκδηλωθεί μέσα από τον εκφοβισμό και τις απειλές προς τα νέα πρόσωπα που καταφθάνουν, με αποκορύφωμα το σπάσιμο της φωτογραφικής μηχανής μιας νεαρής κοπέλας, της Γιάρα. 
Ο Τίτζεϊ αρχικά θα υπερασπιστεί τους πρόσφυγες διότι κατανοεί το δράμα τους, καθώς μέσα από δικά του βιώματα έχει μάθει να αντικρίζει όλα τα προβλήματα κατάματα και να τα αντιμετωπίζει με θάρρος κι επιμονή χωρίς να παραδίνεται και να επιρρίπτει ευθύνες σε τρίτους. Όμως στην πορεία θα αναγκαστεί να διατηρήσει μια ουδέτερη στάση, σκεπτόμενος πως δεν μπορεί να πάει κόντρα στο μικρό του πελατολόγιο που εξακολουθεί να κρατά ζωντανή την παμπ του. 
Από την άλλη, η Γιάρα μέσα από τον φωτογραφικό της φακό και τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων της Μεσογείου, θα καταγράψει όλα τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα από την άφιξη των προσφύγων στο απομακρυσμένο χωριό, καθώς και τις προσπάθειες εγκατάστασής τους στην τοπική κοινωνία. Πάνω σ' αυτό, θα παίξει μεγάλο ρόλο το ένστικτο της επιβίωσης και της ομαλής ένταξης των νεόφερτων στην τοπική κοινωνία, το οποίο θα δώσει κάποιες λύσεις στις εντάσεις και τους προπηλακισμούς. Η Γιάρα μέσα από τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που θα παρατηρήσει στην παμπ, θα μάθει την πρόσφατη ιστορία του μικρού χωριού και θα κατανοήσει τις δυσκολίες του παρελθόντος που βαραίνουν τους κατοίκους του. Έτσι, θα σκεφτεί να επαναλάβει ένα κίνημα αλληλεγγύης που σημειώθηκε στην τοπική κοινωνία τη δεκαετία του '80, όταν όλοι μαζί συσπειρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τη νεοφιλελεύθερη εγκληματική πολιτική της Θάτσερ. Με αυτόν τον τρόπο θα επιδιώξει να γκρεμίσει τα ξενοφοβικά τείχη και να  αναζωπυρώσει τη λησμονημένη ανθρωπιά.
Η πρωτοβουλία της Γιάρα θα φέρει πιο κοντά τους Άγγλους κατοίκους με τους Σύριους πρόσφυγες, αποδεικνύοντας πως όλοι μαζί, ανεξαρτήτως εθνικότητας, είναι θύματα του ίδιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Προσωπικά βρήκα εξαιρετική τη σκηνή με τη μετατροπή του κλειστού δωματίου της παμπ σε σκοτεινή αίθουσα, όπου προβάλλονται οι φωτογραφίες της Γιάρα με τη συνοδεία ενός ανατολίτικου παραδοσιακού οργάνου. Μέσα από τις φωτογραφίες της, παρουσιάζεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, φανερώνοντας την προσδοκία της αρμονικής συνύπαρξης όλων των ανθρώπων που βιώνουν τις επιπτώσεις της χρόνιας οικονομικής και πολεμικής κρίσης. Μέσα από τα διάσπαρτα χαμόγελα και τη διάχυτη συγκίνηση που απλώνεται στην αίθουσα, η κλειστή κοινωνία του χωριού καταφέρνει να ακυρώσει τα σύνορα και να εξυψώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατούνται στα συμφέροντα του κεφαλαίου τόσο στη Συρία όσο και στην Αγγλία. Μέσα από τα βουρκωμένα μάτια των ανθρώπων, δημιουργούνται νέοι συνεκτικοί δεσμοί καθώς συνειδητοποιούν πως το δύσκολο παρελθόν και το δυσοίωνο μέλλον, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο όταν απλώσει ο ένας το χέρι στον άλλον.




Η "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς είναι ένα γλυκόπικρο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο μπορεί να υστερεί σεναριακά (γραμμένο σε συνεργασία με τον Πολ Λάβερτι) αλλά είναι πλούσιο σε ανθρωπιά κι αλληλεγγύη. Οι διάλογοι είναι διατυπωμένοι με απλοϊκότητα αλλά είναι πλούσιοι σε ουσία. Οι ερασιτεχνικές ερμηνείες των προσώπων προσδίδουν μια αυθεντικότητα στο κλίμα της ταινίας. Ακόμη κι η Σύρια πρωταγωνίστρια Έμπλα Μαρί, καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις και τις καρδιές μας παρά τη διακριτική και αρκετά συμπαθητική υποκριτική της αδεξιότητα. Να σημειώσω εδώ πως η συγκεκριμένη ηθοποιός προτάθηκε στον Κεν Λόουτς από την Παλαιστίνια σκηνοθέτη Ανμαρί Τζασίρ. Κατά κάποιον τρόπο, δίνει την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια πραγματικότητα με μαρτυρίες αληθινών προσώπων, με μοναδικά στοιχεία μυθοπλασίας να είναι οι πρόσκαιρες κι ελπιδοφόρες λύσεις που παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί.
Μέσα από την ταινία του, ο Κεν Λόουτς εστιάζει για μια ακόμη φορά στην αθέατη πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έχει μπει σε επικίνδυνα κι αχαρτογράφητα νερά μετά το Brexit, οδηγώντας μια ήδη δοκιμασμένη κοινωνία σε μια νέα περίοδο ανασφάλειας κι όξυνσης της ξενοφοβίας και του εθνικισμού. Μέσα από τους διαλόγους επιδιώκει να δείξει πως το μίσος απέναντι στους ξένους συσχετίζεται με τον κατακερματισμό της μεσαίας αλλά και της εργατικής τάξης, αποδεικνύοντας πως το πρόβλημα δεν είναι οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες αλλά αυτοί που μας έχουν οδηγήσει στη σημερινή μας μιζέρια. 
Τόσο μέσα από τις συνεντεύξεις του όσο και μέσα από τη φιλμογραφία του, ο Κεν Λόουτς αποδεικνύει πως ποτέ δεν ξέφυγε από τον αληθινό του χώρο, ο οποίος είναι η εργατική τάξη. Σ' αυτήν την καταπιεσμένη κοινωνική τάξη εστιάζει κι εμπνέεται, παρουσιάζοντας τα βιώματα, τις αγωνίες και τις ανασφάλειες των ανθρώπων αυτού του χώρου. Επίσης, μέσα από τους διαλόγους αυτών των απλών καθημερινών ανθρώπων μπορεί να βγει ένας γνήσιος πολιτικός λόγος και να φανερωθούν όλες οι καταστροφικές επιπτώσεις των χρόνιων οικονομικών κρίσεων. Έπειτα, ο δημιουργός χρησιμοποιεί αυτόν τον απλό, λιτό και κατανοητό λόγο διότι σ' αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονται οι ταινίες του, διότι είναι βέβαιος πως η πολυπόθητη ανατροπή μπορεί να ρθει από την ίδια την εργατική τάξη. Όμως, σύμφωνα με τα λόγια του πρωταγωνιστή του, η εργατική τάξη ποτέ δεν κατάφερε να το συνειδητοποιήσει.
Η «Τελευταία Παμπ» είναι ένας συγκινητικός επίλογος του βαθιά πολιτικοποιημένου και ουμανιστικά σκεπτόμενου Κεν Λόουτς. Ενός σπουδαίου ανθρώπου που υπήρξε ως το τέλος της δημιουργικής του καριέρας πιστός στα ιδανικά του αλλά και στην προσδοκία του για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό. Υπηρετώντας πιστά τον κοινωνικό ρεαλισμό, ο Κεν Λόουτς επέλεξε να κλείσει την πλούσια φιλμογραφία του με ένα κάλεσμα απ' την αδράνεια στη δράση!

 

Βαθμολογία: 8/10

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Οι Χωρικοί (2023)

 


Με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά επιλεκτικός με την πρώτη ταινία του νέου έτους, έχοντας την αίσθηση πως μια καλή επιλογή σηματοδοτεί και μια πλούσια κινηματογραφική χρονιά. Για μια ακόμη φορά, θεωρώ πως έκανα ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα, επισκεπτόμενος τον κινηματογράφο Ατλαντίς για να παρακολουθήσω την πολωνική ταινία "Οι Χωρικοί" σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστικού ανδρόγυνου Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν. Στη συγκεκριμένη προβολή πήγα με μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες όχι μόνο μου τις ικανοποίησε, αλλά μου πρόσφερε ακόμη περισσότερη κινηματογραφική μαγεία και συγκίνηση. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η μικρή κινηματογραφική αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος προσήλθε να απολαύσει αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο δε διαφημίστηκε και δεν προωθήθηκε καθόλου, φανερώνοντας την επιθυμία του κινηματογραφόφιλου κοινού για αληθινό και ποιοτικό κινηματογράφο, τη στιγμή που στη μεγάλη αίθουσα του Ατλαντίς, η ουρά των επισκεπτών ήταν μεγάλη για το πολυδιαφημισμένο Poor Things του υπερεκτιμημένου Γιώργου Λάνθιμου. 
Η ιστορία μας γυρνάει στα τέλη του 19ου αιώνα, στο χωριό Λόπσε της Πολωνίας. Σ' αυτό το απομακρυσμένο χωριό της υπαίθρου κυριαρχεί το συντηρητικό κλίμα της κλειστής κοινωνίας, όπου η προσωπική ζωή παύει να υφίσταται και τα πάθη των ανθρώπων καταπιέζονται και σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς κυρίαρχο στοιχείο των κατοίκων του μικρού αυτού οικισμού είναι η επιβίωση κι η επιβολή. Σ' αυτή τη σκληρή και δύσκολη πραγματικότητα προσπαθεί να ανθίσει η πρωταγωνίστρια της ιστορίας. Η νεαρή Γιάγκνα (υποδυόμενη από την πανέμορφη Καμίλα Ουρζεντόφσκα) προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις πιέσεις της μάνας της για γάμο αλλά και στη ζήλεια των γυναικών του χωριού, οι οποίες δεν μπορούν να δεχτούν το πόσο ποθητή είναι από τους άντρες του χωριού. Ένας απ' αυτούς είναι ο Αντέκ (υποδυόμενος από τον εξαιρετικό Ρόμπερτ Γκούλατσικ), ένας παντρεμένος άξεστος αγρότης, ο οποίος είναι γείτονας με την Γιάγκνα. 
Η Γιάγκνα τελικά θα υποκύψει στην πολιορκία του και θα τον ερωτευτεί. Όμως, η κατάσταση θα μπερδευτεί όταν ο πατέρας του Αντέκ, ο οποίος χήρεψε πρόσφατα, θα ζητήσει τη νεαρή κοπέλα σε γάμο, επηρεασμένος από τους συντοπίτες του, οι οποίοι του προτείνουν να ξαναπαντρευτεί για να ανέβει ξανά το κύρος του στην τοπική κοινωνία. Έχοντας ως δυνατά χαρτιά τον τίτλο του μεγαλύτερου και πλουσιότερου αγρότη του Λόπσε, ο Μπορίνα θα καταφέρει να πείσει τη μητέρα της Γιάγκνα γράφοντας στην μελλόνυμφη ένα εκλεκτό κι εκτεταμένο κομμάτι γης. ΄
Με την πράξη του αυτή θα προκαλέσει επικίνδυνες εντάσεις στις σχέσεις του με τους δυο του γιους, καθώς ο ένας έχει βλέψεις στα κληρονομικά κι ο άλλος στην ίδια την Γιάγκνα. Παρόλο που ο γάμος θα πραγματοποιηθεί, το κλίμα θα συνεχίσει να εντείνεται και το ερωτικό ειδύλλιο της Γιάγκνα με τον Αντέκ να συνεχιστεί, οδηγώντας πολλά πρόσωπα σε μια ανελέητη μάχη συμφερόντων. Κι όσο η ένταση φουντώνει στην κλειστή κοινωνία του Λόπσε, τόσο οι κάτοικοί του αποζητούν έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να φορτώσουν όλα τα κρίματά τους πάνω του. Κι αυτός ο αποδιοπομπαίος τράγος δεν είναι άλλος από την πανέμορφη Γιάγκνα. 




Για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου κινηματογραφικού κομψοτεχνήματος, το σκηνοθετικό ζεύγος χρησιμοποίησε την ίδια τεχνική που είχαν επιλέξει και στο ανεπανάληπτο αριστούργημα "Loving Vincent", μεταφέροντας με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του βραβευμένου με νόμπελ Βλάντισλαβ Στάνισλαβ Ρέιμοντ, ο οποίος κατέγραψε την επαρχιακή μισαλλοδοξία, τα ιδιαίτερα ήθη της Πολωνίας και την καθολική ενοχή, και τα έκανε λογοτέχνημα τεσσάρων τόμων, με τον καθέναν να αναφέρεται σε μια εποχή του χρόνου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα εκθαμβωτικό αριστούργημα που παντρεύει τη λογοτεχνία με τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο, προσφέροντας ένα ξεχωριστό είδος animation. 
Για να επιτευχθεί το συγκεκριμένο αριστούργημα, χρειάστηκαν περισσότεροι από εκατό ζωγράφοι από τέσσερις διαφορετικές χώρες, οι οποίοι σχεδίασαν στο χέρι το κάθε πλάνο της ταινίας, πολλά εκ των οποίων αναπλάθουν διάσημα έργα της ρομαντικής πολωνικής ζωγραφικής (Γιούζεφ Χεουμόνσκι, Φέρντιναντ Ρούστσιτς) . Όπως στο "Loving Vincent", έτσι κι εδώ, τα πλάνα γυρίστηκαν κανονικά και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι καλλιτέχνες για τη μετατροπή της ταινίας σε animation. Για τη συγκεκριμένη ταινία χρειάστηκαν γύρω στις 40.000 ελαιογραφίες, οι οποίες μοιράστηκαν με σεβασμό στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου του Βλάντισλαβ Στάνισλαβ Ρέιμοντ, τα οποία βασίστηκαν στην πολωνική βουκολική ζωή και των τεσσάρων εποχών του χρόνου.  
Στη μαγεία της συγκεκριμένης ταινίας έρχεται να προστεθεί κι η εκπληκτική φολκλορική μουσική της Πολωνίας με τις ρυθμικές διασκευές της από τον συνθέτη (και ράπερ) Λούκας «Λουκ» Ροσκόφσκι δίνοντας σε αρκετά σημεία έναν έντονο ρυθμό και σε κάμποσα άλλα μια ονειρική χροιά με τη φωνητική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Καμίλα Ουρζεντόφσκα . 





Οι "Χωρικοί" θα μπορούσαν να είναι ένα ακόμη φεμινιστικό έργο που ακολουθεί το ρεύμα των εποχών μας. Όμως, καταφέρνει να ξεχωρίσει κρατώντας μια ισορροπημένη κατάσταση στα πεπραγμένα εκείνης της περιόδου, χωρίς να κάνει την αβάσιμη και χαοτική σύγκριση με το παρόν. Οι δημιουργοί αναφέρονται στην κοινωνική αντίληψη της κατωτερότητας των γυναικών εκείνης της περιόδου και στη θυσία τους σε γάμους που αποσκοπούσαν περισσότερο σε οικονομικές δοσοληψίες κι εκτάσεις γης. Όμως δεν ηρωοποιούν την Γιάγκνα, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε άλλες ταινίες ίδιας θεματολογίας. Η πρωταγωνίστριά τους μπορεί να θυματοποιείται ως πέτρα του σκανδάλου στο μικρό χωριό λόγω της ομορφιά της, αλλά κι η ίδια δεν κάνει απολύτως τίποτα για να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση. Επίσης αδιαφορεί πλήρως για όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό και κρατάει μια ψυχρή στάση απέναντι στους ανθρώπους γύρω της, μετατρεπόμενη σε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο με το οποίο δυσκολεύεσαι να δεθείς ως θεατής. Η τελική της καταδίκη μοιάζει περισσότερο με ένα ξέσπασμα της ζήλειας των γυναικών του χωριού, παρά της αρρωστημένης πατριαρχίας. 
Στην ταινία δέθηκα περισσότερο με τα πρόσωπα που έχουν δεύτερο ρόλο, όπως η απατημένη Χάνκα που προσπαθεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της καθώς ο σύζυγός της έχει το μυαλό του μόνο στη Γιάγκνα και στην κόντρα με τον πατέρα του, παρά στο πώς θα φροντίσει και θα προστατεύσει το ίδιο του το σπίτι. Όπως επίσης, μου φάνηκε περισσότερο συμπαθητικός και τίμιος ο ηλικιωμένος κι αρκετά αυστηρός Μπορίνα που απλώς ήθελε να ξαναπαντρευτεί για να αποκτήσει κύρος στο χωριό παρά το παράνομο ζευγάρι του Αντέκ και της Γιάγκνα. Η ύπαρξη κι η ανάδειξη των αντιηρώων, προσθέτουν στην ταινία μια ειλικρίνεια αλλά και μια αυθεντικότητα, στοιχεία που σπανίζουν στις ταινίες της εποχής μας.  
Οι "Χωρικοί" δεν είναι μόνο μια ιστορία ενός απαγορευμένου ερωτικού πάθους που ανθίζει σε μια μικρή και συντηρητική κοινωνία, αλλά κι ένας ύμνος για τον αρχέγονο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση και τον κύκλο της ζωής μέσα στις εναλλαγές των τεσσάρων εποχών. Είναι ένας φόρος τιμής στις παγανιστικές παραδόσεις που είναι τόσο κοινές στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίες δυστυχώς σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια αναφορά στις διαχρονικές οικογενειακές συγκρούσεις για τα κληρονομικά αλλά και στις ηθικές καταπιέσεις των κλειστών τόπων. Όμως πάνω απ' όλα, οι "Χωρικοί" είναι μια πλούσια κι ονειρική πανδαισία χρωμάτων και μελωδιών που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει. 
 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Σε μια νέα εποχή εσωστρέφειας...


Ο χρόνος περνάει, οι καιροί αλλάζουν κι η εμπειρία μου δείχνει πως το μέλλον που έρχεται γίνεται όλο και πιο δυσοίωνο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως η νέα χρονιά μπήκε με συγκρατημένη απαισιοδοξία.
Δεν υπάρχουν πια οι πολυτέλειες για τις ευχές που ανταλλάσσαμε στο παρελθόν. Η μόνη ευχή που μπορώ να δώσω είναι στο να καταφέρουμε να παραμείνουμε άνθρωποι ως το τέλος κι αυτού του έτους.
Με κάθε τίμημα;
Φυσικά με κάθε τίμημα.
Διότι για να παραμείνω άνθρωπος θα πρέπει να αποτραβηχτώ από το υπόλοιπο σύνολο. 
Εξάλλου, δεν έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους παρά μόνο στα πολύ κοντινά μου πρόσωπα. 
Δεν έχω πια κουράγιο και διάθεση για τις ανασφάλειες και τις ματαιοδοξίες τρίτων προσώπων. 
Ήρθε ο καιρός να κοιτάξω και να προστατεύσω τον εαυτό μου.
Ήρθε ο καιρός για μια εποικοδομητική εσωστρέφεια. 
Και μετά βλέπουμε...