των Τάσου Κωστόπουλου, Άννα Ψαρρά, Δημήτρη Ψαρρά,
Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημόσια εικόνα της Γερμανίας παραμένει σφραγισμένη από τα πεπραγμένα του γερμανικού εθνικισμού εκείνης της εποχής.
Η ιστορική ευθύνη της κήρυξης δύο διαδοχικών παγκοσμίων πολέμων, τα πανευρωπαϊκά βιώματα από την αγριότητα των ναζιστικών στρατευμάτων και η βιομηχανικά οργανωμένη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν ορόσημα, η συλλογική ανάμνηση των οποίων εκλαμβάνεται ως τροχοπέδη για τη σημερινή ηγεμονία στην Ενωμένη Ευρώπη.
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η επικοινωνιακή διαχείριση αυτού του παρελθόντος, αλλά και της αντιμετώπισής του από τους σημερινούς Γερμανούς αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα στόχο της διπλωματίας του Βερολίνου.
Στις αρχές του μήνα, δημοσιογράφος του «Ιού» παρακολούθησε το «θεματικό ταξίδι» που οργάνωσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, με αντικείμενο «Πώς η Γερμανία αντιμετωπίζει την ιστορία του 20ού αιώνα, επί τη ευκαιρία της 70ής επετείου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Στην αποστολή, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του επίσημου «προγράμματος επισκεπτών» το οποίο υφίσταται από το 1966 με διακηρυγμένο στόχο να «επιτρέπει σε ξένους διαμορφωτές γνώμης να δουν τη Γερμανία με τα μάτια τους και ν’ αποκτήσουν έτσι μια αυθεντική αντίληψη, επικαιροποιημένη και με αποχρώσεις, για τη χώρα», μετείχαν συνολικά 17 επισκέπτες από ισάριθμες χώρες και 4 ηπείρους (6 δημοσιογράφοι, 6 πανεπιστημιακοί, 3 διευθυντές ή επιμελητές μουσείων, 1 καθηγήτρια κι 1 επίτιμος διπλωμάτης).
Εκτός από επισκέψεις σε ιστορικά μνημεία, μουσεία και εκθέσεις, το εξαιρετικά πυκνό πρόγραμμα που καταρτίστηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτιστικών Σχέσεων (Ifa) περιέλαβε επίσης εννιά συνεντεύξεις με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που εμπλέκονται σε ζητήματα διαχείρισης της συλλογικής μνήμης, καθώς και την παρακολούθηση τριών επίσημων επετειακών εκδηλώσεων.
Η εικόνα που σχηματίσαμε ήταν έτσι αρκετά αντιπροσωπευτική, τόσο για το σχήμα που το γερμανικό κράτος έχει φιλοτεχνήσει αναφορικά με το σκοτεινό παρελθόν του όσο και για τη σχετική δημόσια συζήτηση εντός τού εκεί «συνταγματικού τόξου».
Χάρη στις κριτικές παρεμβάσεις πολλών από τα μέλη της αποστολής, διαπιστώσαμε επίσης τα όρια αυτού του αναστοχασμού.
«Μετα-ηρωικές» προσεγγίσεις
Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η σημερινή επίσημη Γερμανία δεν προσπαθεί να κρύψει το ναζιστικό παρελθόν της: παντού μνημεία για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ, ρητή καταδίκη του Ολοκαυτώματος ως «του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας», εξίσου ρητή (αν και λιγότερο συχνή) παραδοχή της ευθύνης της Γερμανίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένας από τους πρώτους «χώρους μνήμης» που επισκεφθήκαμε ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σαξενχάουζεν, στην κωμόπολη Οράνιενμπουργκ λίγο έξω από το Βερολίνο˙ το ίδιο προσκύνημα πραγματοποιούν καθημερινά όχι μόνο τουρίστες αλλά και ουκ ολίγα σχολεία.
Οπως μας εξήγησε αργότερα ο Χανς-Γκέοργκ Γκολτς, υπεύθυνος εκδόσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αγωγής του υπουργείου Εσωτερικών, η αυτομαστίγωση αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία της νέας γενιάς από τον «εξτρεμισμό» αλλά και στην «παραγωγή μιας θετικής ταυτότητας από την αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος».
Για την προσέγγιση των επίμαχων γεγονότων, συμπληρώνει η υπεύθυνη του προγράμματος, Οντίλα Τρίμπελ, το γερμανικό κράτος έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες μια «μετα-ηρωική» αφήγηση. Δεν ήταν πάντα έτσι. Τις πρωτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η γερμανική κοινωνία προτιμούσε τη σιωπή για όσα υπέστη και (κυρίως) διέπραξε τα προηγούμενα χρόνια.
«Για πολύ καιρό, οι αντιστασιακοί αντμετωπίζονταν σαν προδότες», θυμάται η Μαρτίνα Φίσερ, υπεύθυνη προγραμμάτων του Ιδρύματος Μπρέγκχοφ για τη ΝΑ Ευρώπη, το κυρίαρχο δε συναίσθημα απέναντι στη δειλή «αποναζιστικοποίηση» που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι ήταν «πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η ιστορία».
Συναίσθημα που αποτυπωνόταν όχι μόνο ιδιωτικά, αλλά και στον δημόσιο λόγο.
Αφίσες του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος που εκτίθενται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο απαιτούσαν λ.χ. ήδη από το 1949-50 τον τερματισμό του θεσμικού αποκλεισμού των πρώην ναζί από τα δημόσια αξιώματα: «Τέλος μ’ αυτούς τους φραγμούς! Τιμωρήστε εγκλήματα, όχι ένα πολιτικό λάθος!»
Καθοριστική στιγμή για την αναθεώρηση αυτής της στάσης υπήρξε η νεανική εξέγερση του 1968, όταν το ριζοσπαστικό κίνημα έθεσε, μεταξύ άλλων, δημόσια ερωτήματα για τη στάση της προηγούμενης γενιάς απέναντι στο χιτλερικό καθεστώς.
Ακολούθησε η είσοδος στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς δασκάλων που, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, δεν απέφευγαν να διδάξουν την ιστορία του ναζισμού.
Στη διαδικασία αυτή του αναστοχασμού συνέβαλε και η τηλεοπτική προβολή του αμερικανικού σίριαλ «Ολοκαύτωμα», εν έτει 1978 –η πρώτη φορά που η συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Την καταγγελία της σιωπής ολοκλήρωσε το έργο ριζοσπαστών νέων ιστορικών, που μετέφεραν πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τη φωνή των θυμάτων του ναζισμού, κλονίζοντας την ένοχη συναίνεση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ηταν προφανές πως η στρατηγική της σιωπής είχε φάει πλέον τα ψωμιά της.
Την αναδιάταξη της επίσημης ιδεολογίας ανέλαβε, έτσι, η κορυφή της πολιτειακής εξουσίας: «Το 1985», μας εξηγεί η Χίλτρουντ Λότσε, βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και αρμόδια για την «πολιτική μνημης» στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, «ο τότε πρόεδρος Ρίχαρντ Βαϊτσέκερ εκφώνησε λόγο με τον οποίο κατέστησε σαφές ότι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε ήττα αλλά η απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας και για την ίδια τη Γερμανία. Απελευθέρωση από τη ναζιστική δικτατορία, η οποία επέτρεψε στο γερμανικό έθνος να επανέλθει στην κοινότητα των κρατών και των εθνών και να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής Ευρώπης. Αυτή η ερμηνεία είναι ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα. [...] Δυστυχώς, δεν ήμασταν σε θέση να το φέρουμε αυτό σε πέρας με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των συμμαχικών δυνάμεων για την ανατροπή εκείνης της τρομερής δικτατορίας».
Η πολιτικοϊδεολογική αυτή μετατόπιση έγινε καθολικά αντιληπτή χάρη σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αναπαράγει πιστά τις εντολές της κεντρικής διοίκησης σε όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού.
Όπως μας ανέλυσε η ίδια βουλευτής, η διαχείριση των «μνημειακών τόπων» υπακούει σ’ ένα ενιαίο μοντέλο, επεξεργασμένο από το υπουργείο Πολιτισμού το 1999 και αναθεωρημένο το 2008, με κεντρική χρηματοδότηση από το υπουργείο Εξωτερικών και το Ομοσπονδιακό Ταμείο.
Όσο για την εμπέδωση αυτής της γραμμής στη βάση της κοινωνίας, η συνομιλήτριά μας διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις: «Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη τη χώρα, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την 8η Μαΐου σαν μια μέρα ήττας».
Η φυσική συνέχεια ανάμεσα στο ναζιστικό και το μεταπολεμικό καθεστώς, στο επίπεδο τουλάχιστον του μικρομεσαίου στελεχικού δυναμικού, είναι κάτι που ομολογείται ανοιχτά, αν και σε μάλλον χαμηλούς τόνους.
Μια τυπική περίπτωση αυτής της συνέχειας επισημαίνεται σε ειδική προθήκη της έκθεσης του Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: ο Καρλ Σουλτς, προπολεμικό στέλεχος της αστυνομίας κι εν συνεχεία του ναζιστικού κόμματος, των SA και των SS, με δράση στις δολοφονικές «ειδικές ομάδες» (Einsatzgruppen) των SS, ολοκλήρωσε μεταπολεμικά τη σταδιοδρομία του ως επικεφαλής της αστυνομίας στο κρατίδιο της Βρέμης˙ στον υπηρεσιακό φάκελό του, όλη η δράση του μεταξύ 1932 και 1945 έχει προσεκτικά απαλειφθεί.
Με δεδομένη τη μαζικότητα του παλιού καθεστώτος, η παραδοχή αυτής της συνέχειας διατυπώνεται από τους ταγούς της επίσημης ιδεολογίας όχι μόνο ως πρόβλημα, αλλά ενίοτε και ως θετική διαπίστωση.
«Πολλοί λειτουργοί του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξαν ευτυχείς που οικοδόμησαν τη δημοκρατική Δυτική Γερμανία», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο Γκολτς, αντιδιαστέλλοντας αυτή την προσαρμογή στον επίσημο αντιφασισμό τής πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, που χρησιμοποιήθηκε «ως κρατικό δόγμα μιας επιτηρούμενης κοινωνίας».
Η μνήμη ως διακύβευμα
Στην πραγματικότητα, η σημερινή δημόσια εικόνα δεν πρόκυψε από μια κεντρικά σχεδιασμένη γραφειοκρατική επιλογή αλλά από έντονες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
«Για να υπάρξει αυτός ο μεγάλος αριθμός μνημείων, κέντρων τεκμηρίωσης κ.λπ.», υπενθυμίζει η Μαρτίνα Φίσερ, «χρειάστηκε ν’ αγωνιστούν πολλοί άνθρωποι, προκειμένου ν’ αποτραπεί η χρήση των συγκεκριμένων χώρων για γκαράζ ή σούπερ μάρκετ και ν’ αποδοθούν στη σημερινή τους χρήση».
Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί η «Τοπογραφία του Τρόμου», το εξαιρετικό μουσείο που οικοδομήθηκε στον χώρο των παλιών αρχηγείων της Γκεστάπο και των SS, αντί για το αυτοκινητοδρόμιο και τις αθλητικές εγκαταστάσεις που είχαν αρχικά προγραμματιστεί.
Το πελώριο μνημείο του Βερολίνου «για τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης» (2005) ακολούθησαν έτσι κάποια άλλα, λιγότερο επιβλητικά, για τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες που εξολοθρεύτηκαν συστηματικά από τους ναζί: ομοφυλόφιλους (2008), Τσιγγάνους (2012), διανοητικά ανάπηρους (2014).
Δικαίωμα στη μνήμη έχουν ακόμη και τα άψυχα, όπως πιστοποιεί το διακριτικό μνημείο της πλατείας Μπέμπελ για τα 25.000 «αντεθνικά» βιβλία που κάηκαν πανηγυρικά στις 10 Μαΐου 1933 μπροστά στο πανεπιστήμιο από τους φοιτητές του ναζιστικού κόμματος.
Για τη σχέση Ολοκαυτώματος και «πλειονοτικής» κοινωνίας, περισσότερο εύγλωττες αποδεικνύονται δύο άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις.
Το σύμπλεγμα της οδού Ροζενστράσε, προς τιμήν της διαδήλωσης περίπου 200 Γερμανίδων που απαίτησαν –και απέσπασαν– την απελευθέρωση των συλληφθέντων Εβραίων συζύγων και γιων τους (27 Φεβρουαρίου 1943), συμπληρώνεται από το άγαλμα ενός «απλού πολίτη» που παρακολουθεί απαθώς τα τεκταινόμενα από την ασφάλεια του απομακρυσμένου παγκακιού του.
Εξίσου υπαινικτικοί, οι μπρούντζινοι κυβόλιθοι (Stolperstein) που έχουν φυτευτεί τα τελευταία χρόνια στο κατώφλι διαφόρων κτιρίων της πόλης, θυμίζουν όχι μόνο τα θύματα του Ολοκαυτώματος που κατοικούσαν κάποτε εκεί, αλλά και την αναγκαστική μεταβίβαση των κατοικιών (στους «Αρείους» νέους ιδιοκτήτες τους) που συνόδευσε –και διευκόλυνε– αυτή τη βίαιη εκκαθάριση.
Όπως είναι φυσικό, η αναμόχλευση αυτού του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος γεννά ουκ ολίγες δημόσιες αντιπαραθέσεις. Φαίνεται, μάλιστα, ότι παρόμοιοι διαξιφισμοί είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στη γερμανική διανόηση.
Ακόμη και στην άκρως επίσημη επιμνημόσυνη τελετή της 7ης Μαΐου για τα δεκάχρονα του Μνημείου του Ολοκαυτώματος, τη μερίδα του λέοντος απέσπασε έτσι η επίμονη προσπάθεια των οργανωτών ν’ αποσπάσουν δηλώσεις μετανοίας απ’ όσους παράγοντες είχαν εκφράσει παλιότερα αμφιβολίες για το έργο.
Γεμάτη αντιφάσεις είναι η ιστορία και αρκετών παλιότερων μνημείων, η λειτουργία των οποίων υπέστη αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.
Το μαυσωλείο του 1815 για τους «εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες» των Πρώσων κατά του Ναπολέοντα μετατράπηκε έτσι διαδοχικά σε μνημείο του αγνώστου στρατιώτη (την περίοδο της Βαϊμάρης), των ηρώων (επί ναζισμού), αντιφασιστικής κι αντιπολεμικής μνήμης (κατά την πρώτη δεκαετία της ΓΛΔ), ξανά μνημείο του αγνώστου στρατιώτη αλλά και του «αγνώστου θύματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (μεταξύ 1969 και 1989), για να καταλήξει σήμερα «μνημείο των θυμάτων του πολέμου και της δικτατορίας» – με έντονα χριστιανικούς συμβολισμούς, που δεν έγιναν αδιαμαρτύρητα αποδεκτοί.
Ανάλογες μεταποιήσεις επιφύλαξε η ιστορία και στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ως χώροι κράτησης (το Σαξενχάουζεν απ’ τους Σοβιετικούς, το Νταχάου απ’ τους Αμερικανούς) ή στέγασης προσφύγων, προτού αναγορευθούν τη δεκαετία του 1960 «χώροι μνήμης».
Απτό αποτέλεσμα των ενδιάμεσων χρήσεων υπήρξε η κατεδάφιση μεγάλου μέρους των αρχικών εγκαταστάσεων και η συνακόλουθη άμβλυνση της αίσθησης που προκαλείται στον σημερινό επισκέπτη.
Θύτες και θύματα
Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Γερμανίας μετά την ενοποίησή της το 1990 δεν έμεινε χωρίς συνέπειες.
Μια απ’ αυτές είναι η αυξανόμενη προβολή όσων ο «μέσος Γερμανός» υπέστη στη διάρκεια του πολέμου και η συνακόλουθη καλλιέργεια μιας συλλογικής μνήμης που λειτουργεί, αν όχι ευθέως ανταγωνιστικά, τουλάχιστον εξισορροπιστικά προς την αυτοκριτική για το ναζιστικό παρελθόν.
Ως εμβληματικότερη σχετική αναφορά επιστρατεύονται οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του 1943-45 και κυρίως η πυρπόληση της Δρέσδης (13 Φεβρουαρίου1945), η επέτειος της οποίας έχει αναχθεί σε πανεθνική εκδήλωση της γερμανικής ακροδεξιάς.
Η επίσκεψή μας εκεί ήταν αρκετά διδακτική για την απόσταση που χωρίζει τη βαθιά γερμανική ενδοχώρα από τη φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα.
Ο πρώτος που αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα είναι, παραδόξεως, ένας επαγγελματίας στρατιωτικός: ο συνταγματάρχης Ματίας Ρογκ, διευθυντής του τοπικού Μουσείου Στρατιωτικής Ιστορίας.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τόνισε επανειλημμένα την ανάγκη κατάρριψης των «δημοφιλών μύθων» που, με αφετηρία τη χιτλερική προπαγάνδα της εποχής, εξακολουθούν να επιβιώνουν γύρω από την καταστροφή της πόλης – από τον αριθμό των θυμάτων (22.700-25.000 κι όχι 100.000, όπως αναφέρεται συχνά) και τη στρατιωτική σημασία του βομβαρδισμού («από τον σιδηροδρομικό σταθμό περνούσαν καθημερινά 20.000 στρατιώτες για το Ανατολικό Μέτωπο»), μέχρι τον σκληρό πυρήνα της εθνικής θυματολογίας: «Επισημαίνουμε πως η Δρέσδη δεν ήταν μόνο θύμα αλλά και θύτης. Ηταν μια φαιά πόλη, έδρα πολεμικής βιομηχανίας για την οποία δούλευαν 20 στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Στην πανοραμική έκθεση του Αυστριακού καλλιτέχνη Γιάντεγκαρ Ασίσι για τον βομβαρδισμό, που φιλοξενείται στα περίχωρα, ο αισθητικός εντυπωσιασμός επιχειρείται ως εκ τούτου να εξισορροπηθεί διανοητικά με λεπτομερείς πληροφοριακούς πίνακες για το ναζιστικό παρελόν της Δρέσδης και τις προηγούμενες καταστροφές άλλων ευρωπαϊκών πόλεων από τη γερμανική αεροπορία (Γκερνίκα, Κόβεντρι).
Πρόθεση των δημιουργών ήταν να ερμηνεύσουν το μακελειό σαν αναπόδραστη συνέπεια του ολοκληρωτικού πολέμου που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Γ΄ Ράιχ.
Η υποκειμενική ερμηνεία της όλης εμπειρίας από το ντόπιο κοινό που αγκάλιασε το έκθεμα, κυρίως ηλικιωμένους που συρρέουν με τα εγγόνια τους, παραμένει ωστόσο συζητήσιμη.
Δεν λείπουν και ακραίες μορφές αυτοθυματοποίησης, διά της ψυχολογικής οδού.
«Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός. Ποτέ δεν μπόρεσα ν’ ανακαλύψω τι έκανε. Υπήρξε πάντα σιωπηλός, πράγμα πολύ ύποπτο», εξομολογείται χαρακτηριστικά η ψυχίατρος Χέλγκα Σπράνγκερ, ιδρυτής της ΜΚΟ «Παιδιά του Πολέμου», για να καταλήξει ωστόσο στο συμπέρασμα όπως «είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι το παιδί ενός θύματος παρά το παιδί ενός θύτη».
Στη φωτογραφική παρουσίαση της εισήγησης τής, εικόνες κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εργαλείων βασανισμού της Γκεστάπο επισκιάζονται από τους σωρούς των πτωμάτων που προκάλεσαν οι συμμαχικές βόμβες.
Τα όρια της ενοχής
Εκτός από τη σχετικοποίηση, αξιοσημείωτη ειναι επίσης η πολλαπλή επιλεκτικότητα της γερμανικής αυτοκριτικής για το παρελθόν.
Αν το Ολοκαύτωμα και τα έργα του «κομματικού» στρατού των SS καταδικάζονται ανεπιφύλακτα απ’ όλες τις εκδοχές του συνταγματικού τόξου, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη δράση της Βέρμαχτ, του «κανονικού» δηλαδή εθνικού στρατού που διεξήγαγε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια βαθιά ριζωμένη μιλιταριστική παράδοση και οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου (η δημιουργία της Μπούντεσβερ το 1955 κι η στελέχωσή της με παλιούς αξιωματικούς της Βέρμαχτ) περιόρισαν εδώ σημαντικά την όποια μεταπολεμική κάθαρση, κατασκευάζοντας την ψευδή εικόνα ενός άσπιλου «επαγγελματικού» στρατού που άφησε στους κατακτημένους τις καλύτερες δυνατές αναμνήσεις.
Η δομική αμφισβήτηση αυτής της κατασκευής έγινε μόλις το 1995, με την έκθεση «Πόλεμος εξόντωσης. Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, 1941-1944» που επιμελήθηκε το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας του Αμβούργου (βλ. «Ιός», 26.10.1997).
Έκθεση που προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο, κατηγορήθηκε από επιφανείς δημοσιογράφους σαν προπαγανδιστικό πόνημα «πρώην κομμουνιστών κι επιγόνων του 1968», η δε περιοδεία της στην ενδοχώρα αντιμετώπισε συχνά διαδηλώσεις βετεράνων, ακροδεξιών και λοιπών εθνικοφρόνων.
Παρ' όλα αυτά, το ταμπού έσπασε, για όσους τουλάχιστον ήταν διατεθειμένοι ν’ αντικρίσουν την κατάρρευση ενός ακόμη εθνικού μύθου.
Εξίσου προβληματική αποδεικνύεται η γεωγραφική επιλεκτικότητα της όποιας συλλογικής ενοχής.
Αν η εξοντωτική φύση του πολέμου στην πρώην Σοβιετική Ενωση γίνεται πλέον διακριτικά παραδεκτή, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίστοιχες επιδόσεις των κατοχικών στρατευμάτων λίγο νοτιότερα.
Η έκθεση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που επισκεφθήκαμε, καλύπτει μεν 12 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης, αποφεύγει όμως προσεκτικά οποιαδήποτε αναφορά στα Βαλκάνια˙ απαντώντας σε σχετικό ερώτημά μας, η επιμελήτρια της έκθεσης Μάγια Πέερς αρνήθηκε φυσικά πως αυτή η παράλειψη ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, επισήμανε όμως ότι η απουσία ειδικά της Ελλάδας προκάλεσε αρνητικά σχόλια στα γερμανικά ΜΜΕ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η «Δρέσδη 1945» του Ασίσι «ξεχνά» το βομβαρδισμένο Βελιγράδι και τους 3.000-4.000 κατοίκους του που βρήκαν τον θάνατο μέσα στο πρώτο τριήμερο της γερμανικής εισβολής (6-8.4.1941).
Η άνιση αυτή μεταχείριση των θυμάτων του ναζισμού και του γερμανικού μιλιταρισμού συνειδητοποιείται πάντως σταδιακά – εν μέρει χάρη σε εξωτερικές πιέσεις, όπως η τωρινή καμπάνια της ελληνικής κυβέρνησης για τις πολεμικές επανορθώσεις.
Το επισήμανε, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, ο ιστορικός Αουγκουστ Βίνκλερ κατά την επίσημη ομιλία που εκφώνησε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο για την επέτειο της 8ης Μαΐου:
«Τοπωνύμια όπως Οραντούρ [στη Γαλλία] και Λίντιτσε [στην Τσεχία] είναι πιο γνωστά στη Γερμανία από το Κραγκούγιεβατς στη Σερβία, το Δίστομο στην Ελλάδα και το Μαρτζαμπότο στην Ιταλία. Αλλά και αυτά τα ονόματα –και είναι μόνο λίγα μεταξύ πολλών άλλων– αντιπροσωπεύουν σφαγές, οι οποίες έχουν συνέπειες ακόμη και σήμερα. Δεν υπάρχει καμιά ηθική δικαιολογία προκειμένου να μην κρατάμε ζωντανή την ανάμνηση παρόμοιων εγκλημάτων στη Γερμανία και να λησμονούμε τις ηθικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτά».
Παρακολουθώντας την τελετή από το θεωρείο, διαπιστώσαμε πως η αυτή τολμηρή παραδοχή χειροκροτήθηκε θερμά από μικρή μόνο μερίδα των βουλευτών.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κι οι περισσότεροι υπουργοί επέδειξαν αντίθετα εμφανή δυσφορία, σε αντίθεση με τον ανοιχτό ενθουσιασμό τους για τις αντιρωσικές αναφορές του ομιλητή στις πρόσφατες εξελίξεις της Ουκρανίας.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική για τα όρια αυτού του αναστοχασμού αποδεικνύεται η αρνητική αντιμετώπιση του αιτήματος για συμβολική –έστω– αναγνώριση της μαζικής εξόντωσης των ιθαγενών της Ναμίμπια από τις γερμανικές αποικιακές αρχές το 1904-1909.
Κάθε φορά που ο συνταξιδιώτης μας Ελβις Μουραρανγκάντα, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Namibian Sun», έθετε το ζήτημα, οι επίσημοι συνομιλητές μας απαντούσαν μ’ ένα ευγενικό αλλά κατηγορηματικό «όχι».
Ακόμη και για το στοιχειώδες αίτημα της ανέγερσης ενός μικρού μνημείου που να θυμίζει τους 60.000-80.000 Χερέρο και Νάμα (τα 3/4 του τότε πληθυσμού) που χάθηκαν στα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα˙ μοναδική εξαίρεση –κι εδώ– ο διευθυντής του Πολεμικού Μουσείου, που «δεν απέκλεισε» το ενδεχόμενο να περιληφθεί κι αυτό το έγκλημα σε κάποια μελλοντική έκθεση.
Αν μη τι άλλο, οι φυλετικές ιεραρχήσεις που εισήγαγε η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία (και που ο ναζισμός προέκτεινε μέχρι την τελική, αποτρόπαιη συνέπειά τους) εξακολουθούν έστω και υπόρρητα να επιβιώνουν στον σκληρό πυρήνα της γηραιάς ηπείρου...
Πηγή:
Εφημερίδα των Συντακτών