του Παντελή Μπουκάλα
«Για τη θλίψη θέλω να μιλήσω, εθνική ή ατομική, για την οποία γίνεται λόγος πολύς, δημόσιος και ιδιωτικός. Και την οποία σού ανακοινώνει το βλέμμα των περισσότερων συνομιλητών σου, πριν σου τη μολογήσουν οι λέξεις τους».
Με τη θέρμη του ήλιου του και της καλής παρέας, το καλοκαίρι διαστέλλει το χρόνο. Αυτό βέβαια για όσους έχουν την τύχη, όλο και λιγότερους, να περνούν μερικές μέρες σ’ ένα από τα νησιά τα «θεονήστικα από συννεφιά», όπως τα ζωγράφισε εξήντα χρόνια πριν ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο βιβλίο του «Μικρά Σύρτις». Η διαστολή του χρόνου, που αίφνης φαίνεται απέραντος, όταν το κανονικό εικοσιτετράωρο, της μονότονης επανάληψης, μοιάζει να εξαντλείται μέσα σε μισή μόλις ώρα, αναστέλλει, αλλά για πολύ λίγο, την πραγματική ζωή. Πεισματάρα όμως αυτή, καταφέρνει πάντα να τρυπώσει σαν στενάχωρη σκέψη κάτω από τα βλέφαρα, μόλις πάνε να κλείσουν για να σκεπάσουν τα χορτάτα από την πλούσια μέρα μάτια. Τις στιγμές αυτές, η δεύτερη όρασή μας, η εσωτερική, βλέπει ήδη το φθινόπωρο μέσα στο καλοκαίρι. Και το μισονυσταγμένο μυαλό αρχίζει να μηρυκάζει την αγωνία.
Σύμπτωμα κατάθλιψης; Πέρασαν χρόνια πια αφότου αρχίσαμε να μιλάμε για την «εθνική μας κατάθλιψη» με κάποια ελαφρότητα, ίσως και με την αίσθηση ότι κατονομάζοντάς την άφοβα θα την ξορκίσουμε αποτελεσματικότερα. Και πια δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν ο κ. Σαμαράς ήταν ακόμα στην αξιωματική αντιπολίτευση ή ήδη πρωθυπουργός, αν ήταν αντιμνημονιακός ή μνημονιακός όταν υιοθετούσε τον όρο αυτό σε δήλωσή του, δίνοντάς του κύρος και επισημότητα. Να ψάξω στο Ιντερνετ για να διακριβώσω το πότε, δεν έχει νόημα. Απλώς θα ξαναθυμηθώ εκείνη την ωραία συζήτηση στον πλατωνικό «Φαίδρο», για το αν τα γράμματα που είχε επινοήσει ο θεός των Αιγυπτίων Θευθ ήταν «φάρμακο» της μνήμης και της σοφίας ή της υπόμνησης και της δοκησισοφίας. Η οριστική απάντηση φαίνεται ότι δόθηκε με το Διαδίκτυο: αφού υπάρχει κάπου συσσωρευμένη μια σχεδόν άπειρη μνήμη, διαρκώς διαστελλόμενη όπως το σύμπαν, εσύ, σαν πεπερασμένη ανθρώπινη μονάδα, δραματικά ανυπόληπτος μπροστά στη Μηχανή, δικαιούσαι τη νωθρότητά σου.
Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω την κατάθλιψη στο μυαλό μου. Η διάγνωση αυτή, ιδίως αν γίνεται από ερασιτέχνες ιατροπολιτικούς, μου φαίνεται πολύ βαριά. Για τη θλίψη θέλω να μιλήσω, εθνική ή ατομική, για την οποία γίνεται λόγος πολύς, δημόσιος και ιδιωτικός. Και την οποία σού ανακοινώνει το βλέμμα των περισσότερων συνομιλητών σου, πριν σου τη μολογήσουν οι λέξεις τους. Μια θλίψη γερή, δυστυχώς δυσκατάβλητη, γιατί την τρέφουν πολλές ρίζες. Η οικονομική πίεση καταρχάς, φανερή πια ακόμη και σε όσους είχαν μπόλικο λίπος να κάψουν, τίμια ή ανέντιμα αποκτημένο. Η αίσθηση έπειτα ότι, εν αντιθέσει με τον διαστελλόμενο θερινό χρόνο, ο πραγματικός χρόνος, ο κοινωνικοπολιτικός, μοιάζει επί χρόνια βαλτωμένος, έτσι όπως το ένα (αποτυχημένο) Μνημόνιο γεννάει σχεδόν νομοτελειακά το επόμενο, κι αυτό με το DNA της αδικίας και της αποτυχίας στον οργανισμό του, η πρώτη αρμαθιά προαπαιτούμενα τη δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη κ.ο.κ. Και όλα αυτά, οι θυσίες όλες, το πλήγωμα και το μάτωμα, να αποδεικνύονται μάταια. Ελληνες, ναι, πλην καβαφικοί Τρώες: η ανεργία, με τη μόνιμη πανευρωπαϊκή της πρωτιά, διαλύει οικογένειες και τσακίζει την αυτοεκτίμηση του καθενός· η ύφεση επιδεινώνεται· η εθνική κυριαρχία παραμένει κολοβωμένη· γερά μυαλά και φρέσκες ψυχές φεύγουν κατά δεκάδες χιλιάδες στο εξωτερικό, για να μην καταντήσουν σεφερικά «μαραγκιασμένες». Θέλει περισσότερα η θλίψη για να γίνει καθεστώς;
Κι εδώ ακριβώς έρχεται ο Οδυσσέας Ελύτης. Οχι ο αιγαιολάτρης και ηλιοπότης, όπως περιοριστικά τον παρουσιάσαμε για να τον «αφομοιώσουμε» με λιγότερο κόπο, αλλά ο εσωτερικός, ο μελαγχολικός, ο σχεδόν καρυωτακικός. Τόσο μελαγχολικός που να μεταδίδει τη «νόσο» αυτή ακόμα και στη φρέσκια, επαναστατημένη ψυχή της Μαρίας Νεφέλης, στο έργο με τίτλο το όνομά της (Ικαρος, 1978). Λέει στο ποίημα
«Καλημέρα θλίψη», στη σκιά ίσως του ομότιτλου μυθιστορήματος της Φρανσουάζ Σαγκάν, που αυτό γράφτηκε στη σκιά του ποιήματος «Αντίο θλίψη» του Πωλ Ελυάρ: «Γεια σου θλίψη / Καλημέρα θλίψη / έντομο που φωλιάζεις μέσα μου / κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι... // Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει / κοιτάζω τις γραμμές τού ταβανιού - / άξαφνα πατείς και μπαίνεις / στη συνείδηση. // Ερχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ / ν’ αποσπάσεις κάτι απ’ την ελάχιστη χαρά / του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου / φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου / προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα / είσαι τέρας / μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή / και συντηρείται με το ελάχιστο... // Τρως τρως Μινώταυρε / είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας / έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε. / Γεια σου θλίψη / Καλημέρα θλίψη / έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας / είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους / οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο / έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία / τη διαβάζουμε και “βρίσκουμε τον εαυτό μας” / πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας // Ατε να χαθούμε / παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου».
Εδώ η Μαρία Νεφέλη, η μία από τις δύο περσόνες στις οποίες μοιράζει τη φωνή του ο ποιητής (η άλλη ο Αντιφωνητής), γυρνάει σε αυτοσαρκασμό τον επιθετικό και κρημνιστικό σαρκασμό της. Ετσι προκύπτει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του προτελευταίου στίχου, που εμφανίζεται μάλιστα αιφνιδιαστικά, όταν το αυτί αναμένει σαν λογική συνέχεια μετά το «Ατε» αυτό που συνήθως ακούει: «Ατε (ή άιντε) να χαθείτε»· δεύτερο πληθυντικό δηλαδή. Και κάτι ακόμα: Μολονότι κανένα στοιχείο δεν ευνοεί την υπόθεση πως ο Ελύτης διάβαζε Μιχάλη Κατσαρό, οι τελευταίοι στίχοι τού «Καλημέρα θλίψη», το βίαιο «Ατε να χαθούμε / παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου», συμφωνούν ηθικά και αξιακά με τους πρώτους στίχους της φημισμένης «Διαθήκης» τού «Κατά Σαδδουκαίων» (λογοκριμένης στον καιρό της, το 1953, από τους θεματοφύλακες της σοσιαλρεαλιστικής ορθότητας): «Αντισταθείτε / σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ». Δυο φωνές που συμβάλλουν για να καταγγείλουν το βόλεμα, τον ατομισμό, τη φίλαυτη άρνηση του κόσμου.
Θέλω να πιστεύω πως η Μαρία Νεφέλη, έτσι όπως της δίνει σχήμα, πνοή και λόγο ο Ελύτης, θα είχε διαβάσει σίγουρα Κατσαρό. Επίσης σίγουρο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι πολλοί αναγνωρίζουμε την καθημερινότητά μας στην ψυχική αυτοπροσωπογραφία που στοιχειοθετεί το «Καλημέρα θλίψη». Το ποίημα είναι ο καθρέφτης μας. Και η διέξοδος; Ποιητής ο Ελύτης, ποιητικό και το ίαμά του: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Τίποτε δυσκολότερο. Αλλά δεν βλέπω και τίποτε περισσότερο αναγκαίο.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου