Μετά την προβολή των "Παιδικών Χρόνων του Ιβάν", έπεσε η πρόταση να δούμε το τελευταίο έργο του Ρώσου σκηνοθέτη Ελέμ Κλίμοφ, παλιού συμμαθητή του Αντρέι Ταρκόσφκι. Όμως το αντιπολεμικό "Έλα να δεις" με βρήκε απροετοίμαστο. Το ξεκίνημα της ταινίας δεν άφηνε καμία υπόνοια για το συγκλονιστικό φινάλε που ακολουθούσε. Οι τίτλοι τέλους με βρήκαν μουδιασμένο στη καρέκλα, να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω όλα όσα είδα στην οθόνη και να πω ψιθυριστά ένα "αν είναι δυνατόν".
Για το συγκεκριμένο έργο ο σκηνοθέτης είχε πει το εξής, "Δεν μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία. Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού, ώστε να γίνει κάτι αξιόλογο! Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς. Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό, πραγματικά, μεστό νοήματος!". Η ειλικρίνειά του στα παραπάνω λόγια αποδείχτηκε και στις πράξεις. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας (η οποία γυρίστηκε για τον εορτασμό των σαράντα χρόνων από την νίκη κατά του φασισμού), ο σκηνοθέτης αποφάσισε να μη κινηματογραφήσει ξανά, καθώς πίστευε πως ότι είχε να προσφέρει το πρόσφερε με το "Έλα να δεις". Ένας ακόμη λόγος είναι πως τον εμπόδιζε το καθεστώς να δημιουργήσει ξανά.
Ο ίδιος είχε γεννηθεί στο Στάλινγκραντ, στη καρδιά του πολέμου. Για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς, έφυγε από την πόλη μαζί με την μητέρα του και τα αδέλφια του ενώ ο πατέρας έμεινε πίσω για να πολεμήσει. Με τα μάτια του είδε την φρίκη του πολέμου. Υπήρξε μάρτυρας της καταστροφής του Στάλινγκραντ. Ο ίδιος θυμάται πως καθόταν στην αντίπερα όχθη κι έβλεπε την πόλη να φλέγεται. Μαζί με την πόλη φλεγόταν και το ποτάμι διότι οι Γερμανοί είχαν ανατινάξει έναν πετρελαϊκό σταθμό μ' αποτέλεσμα να χυθεί το πετρέλαιο στα νερά του ποταμού. Όλες αυτές οι εικόνες τον ώθησαν να γυρίσει ένα αντιπολεμικό έπος που ξεχωρίζει μέχρι σήμερα για τον ρεαλισμό και την ωμότητά του.
Ο δημιουργός μας πηγαίνει στην Λευκορωσία, την περίοδο της γερμανικής επέλασης προς την Σοβιετική Ένωση. Ένας νεαρός ξεθάβει ένα όπλο κι αποφασίζει να καταταχτεί στους παρτιζάνους για να αντιμετωπίσει τους ναζί. Δεν πτοείται από τις συμβουλές ενός θείου του και τα παρακάλια της μάνας του, καθώς το αίμα του βράζει. Αφήνοντας το πατρικό του, χάνεται στα δάση της πατρίδας του όπου οι αντάρτες έχουν φτιάξει τη δικιά τους κοινότητα. Οι κακουχίες κι οι δυσκολίες δε θα τον γονατίσουν. Ένας βομβαρδισμός όμως θα τον σοκάρει. Έχοντας γλιτώσει από θαύμα, θα επιστρέψει τρέχοντας στο χωριό του όπου θα ρθει αντιμέτωπος με την φρικαλέα φύση του πολέμου. Οι ναζί έχουν εξοντώσει τους περισσότερους κατοίκους του χωριού, μέσα σ' αυτούς και την οικογένειά του. Είναι συνταρακτική η στιγμή που το συνειδητοποιεί καθώς κάθεται στο άδειο του σπίτι αρνούμενος να δεχτεί την πραγματικότητα. Η εικόνα με τις κούκλες στο πάτωμα, το βουητό από τις μύγες κι η δυσωδία, θα τον φρικάρουν. Μαζί μ' αυτον και μας ως θεατές-μάρτυρες. Θα τρέξει πανικόβλητος στο βάλτο όπου υπάρχει ένα καταφύγιο, ευελπιστώντας πως θα βρει εκεί τους δικούς του. Ο κοπέλα που τον ακολουθεί θα προλάβει να δει κατάματα τη σφαγή. Ένα βουνό από πτώματα στο πίσω τοίχο του σπιτιού. Είναι η στιγμή που στην ταινία ξεκινάει να ξετυλίγεται η πραγματική φρίκη του πολέμου...
Πρώτη σοκαριστική σκηνή, είναι αυτή που ο νεαρός συναντάει μες στους επιζώντες, τον θείο του καμένο. Με μεγάλη δυσκολία του περιγράφει τις στιγμές φρίκης που έζησε καθώς οι ναζί τον περιέλουσαν με βενζίνη και του έβαλαν φωτιά. Ο ίδιος έπεφτε γονατιστός στα πόδια τους, εκλιπαρώντας να τον σκοτώσουν αλλά αυτοί γελούσαν με τον μαρτυρικό του βασανισμό. Είναι η στιγμή που πεθαίνει η παιδικότητα του ήρωα καθώς οι πρώτες ρυτίδες εμφανίζονται στο μέτωπό του.
Έχοντας μείνει πλέον μόνος αποφασίζει να τα δώσει όλα στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας του από τους ναζί. Οι σκηνές που ακολουθούν, καθώς μερικοί παρτιζάνοι αναζητούν τροφή για τους επιζώντες, είχαν γυριστεί με πραγματικά πυρά, κόβοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ανάσα τόσο των ηθοποιών όσο και των θεατών. Πιθανότατα γι' αυτό το λόγο πολλές σκηνές με πυροβολισμούς είναι τραβηγμένες από χαμηλά, σαν να προσπαθούσε το συνεργείο να αποφύγει τις σφαίρες. Σ' αυτό το σημείο της ταινίας, ήταν ανατριχιαστικό το σκήνωμα του Χίτλερ που περιέφεραν οι παρτιζάνοι, το οποίο ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινο κρανίο και λάσπη ενώ τα μαλλιά του ήταν από το κεφάλι του πρωταγωνιστή.
Και τέλος έρχεται η σειρά της απόλυτης φρίκης. Στη ταινία παρουσιάζεται λεπτό προς λεπτό το ολοκαύτωμα ενός χωριού (δε διαφέρει με τις ίδιες θηριωδίες που έκαναν οι ναζί στην Ελλάδα). Ναζί και δωσίλογοι συγκεντρώνουν τους κατοίκους και τους κλειδώνουν σε μία εκκλησία. Μαζί μ' αυτούς και τον πρωταγωνιστή. Ο κόσμος ουρλιάζει κι οι Γερμανοί απειλούν. Κάποια στιγμή τους προτείνουν να βγουν έξω αφήνοντας τα παιδιά μες στην εκκλησία. Εκεί οι κάτοικοι σωπαίνουν καθώς διαπιστώνουν πως δεν υπάρχει σωτηρία. Λίγοι τόλμησαν να βγουν από τα παράθυρα (μέσα σ' αυτούς κι ο νεαρός ήρωας), οι οποίοι γίνονται μάρτυρες της ναζιστικής θηριωδίας. Οι Γερμανοί πετούν πρώτα χειροβομβίδες μες στην εκκλησία και στη συνέχεια αρχίζουν να πυροβολούν. Για να σιγουρευτούν πως κανένας δε θα γλιτώσει, καίνε την εκκλησία και στη πορεία τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Τελευταία σκηνή του ολοκαυτώματος, δυο Γερμανοί στρατιώτες βγάζουν μια γριούλα ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι και την αφήνουν στην ύπαιθρο να δει την καταστροφή του χωριού της. Η γριούλα όμως γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη και με μάτια φωτεινά από περηφάνια, κοιτάει ατρόμητη τον εχθρό.
Σοκαρισμένος ο πρωταγωνιστής πιάνεται από έναν ναζί αξιωματικό, ο οποίος τον γονατίζει με το περίστροφο στο κεφάλι. Κι ενώ περιμένει την εκτέλεση, διαπιστώνει πως απλώς τον κρατούν σ' αυτή τη στάση για να τραβήξουν μία φωτογραφία με φόντο την καταστροφή του χωριού.
Το πρόσωπό του πλέον έχει αλλάξει. Έχει γίνει πλέον ένας γέρος χωρίς συναισθήματα γεμάτος οργή και μίσος. Ζει μόνο για να εκδικηθεί κι αυτό φαίνεται στο τέλος όταν η ναζιστική μονάδα πέφτει σε ενέδρα παρτιζάνων κι εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες.
Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα για τα όσα είδα στη συγκεκριμένη ταινία αλλά πολύ φοβάμαι πως θα χρειαστώ πολλές αναρτήσεις ακόμα.
Αυτό που θέλω να συμπληρώσω είναι πως ο Κλίμοφ μας οδηγεί σταδιακά στην φρίκη. Από τα ανέμελα παιδικά χρόνια, όπου τα πιτσιρίκια ξεθάβουν όπλα κι άλλα πολεμικά εξαρτήματα, μας περνάει στην πραγματική όψη του πολέμου. Από την λυρικότητα της αθωότητας όπως η σκηνή που δυο παιδιά (ο ήρωας και μία νεαρή πόρνη) κάνουν ένα πρωτότυπο ντουζ κουνώντας βρεγμένα δέντρα, μας μεταφέρει με ένα ντοκιμαντερίστικο ύφος στις θηριωδίες των ναζί, οι οποίοι ισοπέδωσαν 628 χωριά καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους (2.200.000 νεκροί Λευκορώσοι). Ένα πραγματικό ηλεκτροσόκ στα στήθη μας καθώς περνάει από σκηνή σε σκηνή.
Ο ήχος στη ταινία παίζει το δικό του ρόλο. Το βουητό μετά τους βομβαρδισμούς προκαλεί τον πανικό που θα βίωνε ο καθένας αν ήταν παρόν στην φλεγόμενη κόλαση ενός ανατιναγμένου τοπίου. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει στη σκηνή που ο νέος τρελαίνεται όταν μαθαίνει πως οι δικοί του έχουν σκοτωθεί. Μία ζάλη που μας αφοπλίζει λίθγο πριν την αποκάλυψη της φρίκης.
Εκπληκτικός στο ρόλο του ο πιτσιρικάς Αλεξέι Κραφτσένκο. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίον περνάει από την ανεμελιά της παιδικότητας στη φρίκη του πολέμου κι από εκεί στη πρόωρη γήρανση. Το βλέμμα σου, οι συσπάσεις του προσώπου του, οι εκφράσεις του και το παίξιμό του χαράχτηκαν αμέσως στη συνείδησή μου. Δεν είναι τυχαίο πως η θρυλική σκηνή της ταινίας (που την έχω ως πρώτη φωτογραφία στην ανάρτηση) με είχε στοιχειώσει πολλά χρόνια χωρίς να χω δει το έργο, κι αυτό εξαιτίας του παρουσιαστικού που είχε ο πιτσιρικάς.
Η ταινία σίγουρα στάθηκε σταθμός για μεταγενέστερα αντιπολεμικά έργα. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετοί δημιουργοί όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, δήλωσαν πως επηρεάστηκαν απ'το "Έλα να Δεις". Εξάλλου χρειάζεται ταλέντο και θάρρος για να γυριστεί μία ταινία τόσο ωμή, σκληρή, αντιπολεμική κι αντιφασιστική χωρίς να ξεπερνά τα όρια προπαγάνδας κι υπερβολής.
Η ταινία είναι ένα αξεπέραστο αριστούργημα που δεν διδάσκει με αντιπολεμικά μηνύματα αλλά με φρικτό ρεαλισμό. Γι' αυτό αξίζει να την δει ο καθένας μας, μήπως και ταρακουνηθεί καθώς διανύουμε μία περίοδο που το φάντασμα του φασισμού πλανιέται πάνω από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το "Έλα να Δεις" παράλληλα μεγάλωσε τη ντροπή μου, διότι ανήκω σε μία κοινωνία που ανέχεται μέχρι σήμερα υμνητές των ναζί.
Κι επειδή τα ζόμπι έχουν βγει πάλι στην επιφάνεια, είναι καλό αυτές οι ταινίες να επανέλθουν σε μεγάλες και μικρές οθόνες.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου