Κάποιοι σκηνοθέτες είναι καλό να ανακαλύπτονται σε κατάλληλες περιόδους και καταστάσεις, διότι μόνο έτσι μπορούν τα έργα τους να εκτιμηθούν βαθύτατα και να ερμηνευθούν ορθότερα. Γι' αυτό νιώθω πως στάθηκα πολύ τυχερός που ανακάλυψα πρόσφατα κάποιες από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Έχοντας ήδη παρακολουθήσει ένα μεγάλο κομμάτι της φιλμογραφίας του, μπορώ με σιγουριά να ομολογήσω πως η "Περιπέτεια" είναι η ταινία που λάτρεψα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της λεπτό. Επίσης, είναι η ταινία με την οποία ξεκινάει η εκπληκτική "Τριλογία της Αποξένωσης".
Η ιστορία ξεκινάει σε ένα πλούσιο προάστιο της Ρώμης, με τον διάλογο ενός πατέρα με την κόρη του, ο οποίος φανερώνει το χάσμα των δύο προσώπων αλλά και την ανάγκη που έχουν για λίγη παραπάνω επικοινωνία και κατανόηση. Αποφεύγοντας όμως να εκφράσουν ελεύθερα τους προβληματισμούς τους, καταφεύγουν σε ψιθυριστά και ημιτελή παράπονα.
Στη συνέχεια παρακολουθούμε την πλούσια κόρη Άννα μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Σάντρο και την καλή της φίλη Κλαούντια, να φεύγουν για μία κρουαζιέρα στις Αιολίδες Νήσους, ένα σύμπλεγμα ηφαιστειογενών νησιών βόρια της Σικελίας. Μέσα στο σκάφος θα συναντήσουμε μία παρέα πλούσιων Ιταλών οι οποίοι πλήττουν μες στην ίδια τους τη χλιδή και μαραζώνουν από τις κρυφές τους ανασφάλειες. Μία από τις ανασφάλειες της Άννας θα προκαλέσει έναν συνηθισμένο καβγά με τον σύντροφό της, κάτι που θα σταθεί αφορμή να εξαφανιστεί στο ερημικό νησί. Καθώς όμως ο καιρός χαλάει κι η παρέα αποφασίζει να αναχωρήσει, ο Σάντρο με την Κλαούντια κι ένα ακόμη μέλος της παρέας θα παραμείνουν στο νησί για να την αναζητήσουν.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση της Άννας θα κινητοποιήσει τις αστυνομικές αρχές και θα κινήσει το ενδιαφέρον του Τύπου. Φήμες θα ακουστούν πως η κοπέλα πέρασε κρυφά στην Σικελία, αναγκάζοντας τον Σάντρο και την Κλαούντια να ξεκινήσουν ένα οδοιπορικό στο μεγάλο νησί της Ιταλίας. Μιλάτζο, Κεφαλού, Παλέρμο κι από εκεί στο πανέμορφο χωριό Νότο. Όσο όμως αναζητούν τα ίχνη της Άννας, τόσο αναζωπυρώνεται ανάμεσά τους μία ερωτική έλξη. Οι ηθικοί ενδοιασμοί της Κλαούντια θα υποχωρήσουν απέναντι στην επίμονη πολιορκία του Σάντρο. Θα ζήσουν όμως έναν έρωτα που θα ρίξει τα σώματα τους στο κρεβάτι ή μία πιο εσωτερική ανάγκη άκρως επικίνδυνη και ύπουλη;
Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης μετατρέπει τις ηρωίδες του σε εκπροσώπους κάθε μορφής γυναικείας ανασφάλειας. Έτσι έχουμε την Άννα που εκφράζει την κραυγή που αποζητά λίγη περαιτέρω προσοχή, την Κλαούντια που χρησιμοποιεί την εντυπωσιακή φινέτσα και τον γοητευτικό δυναμισμό της για να κρύψει την ευαίσθητη κι εύθραυστη ψυχή της. Επίσης, ακολουθούν δεύτεροι ρόλοι όπως μιας πλούσιας γυναίκας που έχει ως υποχείριο τον άνδρα της και κάνει διακοπές με τον εραστή της τον οποίον έχει κι αυτόν χαλιναγωγήσει. Μ' αυτόν τον τρόπο έχει καταφέρει να μετατρέψει την ανασφάλειά της σε κυριαρχία πάνω στο άλλο φύλο, διότι όσο πιο υποτακτικοί είναι οι σύντροφοί της τόσο πιο σίγουρη νιώθει εκείνη με τον εαυτό της. Και τέλος μία ακόμη γυναίκα ήπιας προσωπικότητας κι αδιάφορης συμπεριφοράς, η οποία έχει θυσιάσει την αξιοπρέπεια και τον εγωισμό της με το να ζει μαζί με έναν σύντροφο που δεν την εκτιμά ιδιαίτερα. Όμως η εσωτερική της ένταση θα κλιμακωθεί απότομα όταν δεχτεί το ερωτικό κάλεσμα ενός έφηβου καλλιτέχνη.
Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να βρει ένα ύφος μισογυνισμού στο σενάριο αλλά θα κάνει μεγάλο λάθος διότι ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αποθεώνει τη γυναικεία φύση και ξεδιπλώνει τις γυναικείες ανασφάλειες με έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο και καλοπροαίρετο τρόπο. Με ρεαλιστικούς διαλόγους τσαλακώνει τους φραγμούς των γυναικών κι αποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίον οι ίδιες πέφτουν θύματα των παγίδων που ασυνείδητα στήνουν στους ίδιους τους τους εαυτούς.
Όμως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι δεν είναι το ίδιο χαριστικός στην ανδρική ανασφάλεια, την οποία ξεδιπλώνει στους αντίστοιχους ανδρικούς ρόλους, αν κι επικεντρώνεται περισσότερο στο ρόλο του Σάντρο. Κι ενώ στην αρχή τον παρουσιάζει ως έναν άνδρα δυναμικό κι ήπιο που προσπαθεί να κατευνάσει τις ανασφάλειες της συντρόφου του, στη συνέχεια τον δείχνει ως έναν ειλικρινή κι ευθύ μέσα από τις ερωτικές του εξομολογήσεις στην Κλαούντια. Όμως στο φινάλε της ταινίας θα αποκαλυφθεί πως εκπροσωπεί μία ύπουλη μορφή ανδρικής ανασφάλειας η οποία τσακίζει όποια γυναίκα πέσει στα δίχτυα της.
Με την "Περιπέτεια" ο Ιταλός δημιουργός πέρασε μία νέα μορφή κινηματογραφικής έκφρασης, γεγονός που αναγνωρίστηκε με το Μεγάλο Βραβείο από το Φεστιβάλ των Καννών. Αμέσως η ταινία κατατάχθηκε στις τρεις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου μετά τον "Πολίτη Κέιν" και το "Θωρηκτό Ποτέμκιν". Μάλιστα το περιοδικό «Sight and Sound» την τοποθετεί κάθε χρόνο στις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Όμως η ανταπόκριση του κοινού δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή. Τα ερημικά τοπία στα νησιά, οι σκηνές σιωπής, η έλλειψη δικαίωσης των προσώπων κι οι πρωτοποριακοί διάλογοι της ταινίας, δημιούργησαν μία ατμόσφαιρα πρωτόγνωρη για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Παρόλα αυτά, έξι δεκαετίες μετά, η "Περιπέτεια" όχι μόνο θα αποδειχθεί διαχρονική αλλά και προφητική παρουσιάζοντας σκηνές με ανθρώπινες μορφές που κινούνται άσκοπα σε ερημικά τοπία και ζευγάρια να μιλούν έχοντας πλάτη το ένα με το άλλο. Εικόνες που στις μέρες μας είναι πλέον συνηθισμένες.
Η ταινία παράλληλα λειτουργεί ως βήμα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Πρώτα απ' όλα παρουσιάζει την ασέβεια των αστών απέναντι στην Ιστορία και τον Πολιτισμό, κι αυτό φανερώνεται όταν γλιστράει ένας αρχαίος αμφορέας από τα χέρια ενός απρόσεκτου πλουσίου της παρέας. Στη συνέχεια ο δημιουργός κατηγορεί τον βανδαλισμό της ιταλικής υπαίθρου από τη φασιστική αρχιτεκτονική, κάτι που φαίνεται στη σκηνή όταν ο Σάντρο με την Κλαούντια φτάνουν σε ένα ερημωμένο χωριό που αποτελείται από κτίρια φασιστικής τάσης, κάτι που προκαλεί έλλειψη αρμονίας με το σικελικό τοπίο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πόλεις που έχουν τη δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα κι ενέργεια.
Επίσης μας μιλάει για μία από τις μεγάλες πληγές της ιταλικής κοινωνίας, η οποία ήταν η μετανάστευση, κάτι που το βλέπουμε στον ψαρά που συναντούν οι πρωταγωνιστές στο νησί. Ο ίδιος τους εξομολογείται χρησιμοποιώντας την αγγλική και την ιταλική γλώσσα πως είχε φύγει τριάντα χρόνια στην Αυστραλία αλλά δεν μπόρεσε να ζήσει μακριά από την πατρίδα του. Τέλος αναφέρεται στην ύπαρξη των δυο Ιταλιών. Όποιος έχει επισκεφθεί τα δυο κομμάτια στα οποία χωρίζεται η γειτονική μας χώρα, μπορεί να αντιληφθεί τις μεγάλες διαφορές των βόρειων με των νότιων Ιταλών. Στη ταινία το επισημαίνει με τις μοναχικές περιπλανήσεις της Μόνικα Βίτι στο χωριό Νότο όπου δέχεται τα φλερτ των κατοίκων οι οποίοι την περνούν για Γαλλίδα. Τόσο μακρινή φαντάζει γι' αυτούς η Ιταλία από την Ρώμη και πάνω.
Πέρα όμως από τα παραπάνω θέματα, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι θίγει και τον ρόλο του γάμου στη σύγχρονη εποχή. Τα ζευγάρια εγκλωβίζονται σε μία στασιμότητα που φέρνει μία συνεχή φθορά και μία ανόητη κτητικότητα. Αυτά παρατηρεί η Άννα στην αρχή της ταινίας, η οποία από την μία φοβάται μήπως χάσει τον Σάντρο αλλά από την άλλη πνίγεται στην ιδέα πως θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί του. Έτσι αποφασίζει να εξαφανιστεί για να δώσει βιαίως μία λύση στο δικό της αδιέξοδο. Το τι απέγινε παραμένει ένα άλυτο μυστήριο το οποίο όμως περνάει σε δεύτερη μοίρα όταν ξεκινάει η ερωτική ιστορία του Σάντρο με την Κλαούντια.
Κι ενώ η γυναίκα προβλέπει το αδιέξοδο των ανθρωπίνων σχέσεων κι επιλέγει να εξαφανιστεί, ο άνδρας επιμένει να εθελοτυφλεί πίσω από κάθε ερωτική του περιπέτεια. Μια απ' αυτές τις περιπέτειές του θα μετατραπεί σε παγίδα της δικής του ανασφάλειας.
Όπως ο ίδιος εξομολογείται εκ των υστέρων, είχε κάνει άλλα όνειρα για τη ζωή του, των οποίων η αποτυχία καλύπτεται από την ανταπόκριση και την αναγνώριση που έχει από άλλες γυναίκες. Αυτό είναι που τον οδήγησε σε μια ακόμη προδοσία.
Πέφτοντας τα δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα σε ένα ακόμη αδιέξοδο, θα επιλέξουν να το αντιμετωπίσουν θλιμμένοι και βουβοί. Πρωτοβουλία θα πάρει η Κλαούντια, η οποία δείχνει κατανόηση στην ανασφάλεια του Σάντρο. Κι ενώ αρχικά προσπαθεί να τον παρηγορήσει χαϊδεύοντας του την πλάτη, το χέρι της τελικά καταλήγει στο κεφάλι του, καθώς συνειδητοποιεί πως ο ρόλος της έχει αλλάξει κι από ερωμένη έχει μετατραπεί σε "μητέρα" του συντρόφου της. Μία απόφαση που πιθανότατα μπορεί να σώσει την καταδικασμένη μοίρα του ζευγαριού αλλά συνάμα τερματίζει την ερωτική του φύση.
Η ταινία ήταν από μόνη της μία περιπέτεια. Όσο προχωρούσαν τα γυρίσματα στα νησιά, η εταιρία παραγωγής χρεοκόπησε κι έτσι ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αναζήτησε νέους χορηγούς. Επίσης η προβολή της ταινίας προκάλεσε έντονα γιουχαΐσματα στις Κάννες αναγκάζοντας τον σκηνοθέτη μαζί με την Μόνικα Βίτι να φύγουν από την κινηματογραφική αίθουσα λίγο πριν τους τίτλους τέλους. Όλα έδειχναν πως η ταινία θα εξαφανιζόταν πολύ πριν ξεκινήσει την κινηματογραφική της πορεία. Όμως η αναγνωρισιμότητα που ακολούθησε, την κατέταξε στο κινηματογραφικό Πάνθεον.
Ένας ακόμη λόγος που λάτρεψα την ταινία είναι πως γυρίστηκε σε μέρη που επισκέφθηκα πρόσφατα και λάτρεψα. Ένα απ' αυτά είναι το πανέμορφο χωριό Νότο. Η συγκίνησή μου ήταν απερίγραπτη στη σκηνή που οι δυο πρωταγωνιστές στέκονται σε μία ταράτσα απέναντι από την πλατεία του χωριού με τον πανέμορφο καθεδρικό ναό της.
Η συγκεκριμένη ταινία είναι το αριστούργημα που γεννήθηκε από το πάντρεμα δυο σημαντικών φιλοσοφικών ρευμάτων εκείνης της εποχής, του υλισμού και του ιδεαλισμού. Πέρα από την εκπληκτική κινηματογραφική ματιά του Μικελάντζελο Αντονιόνι, μεγάλο ρόλο στην επιτυχία της ταινίας παίζει κι η αξεπέραστη ερμηνεία της Μόνικα Βίτι.
Η "Περιπέτεια" είναι μια διαχρονική κινηματογραφική κραυγή ελευθερίας που μας προτρέπει εδώ και δεκαετίες, να αποφύγουμε τα κοινωνικά αδιέξοδα στα οποία έχουμε οδηγηθεί σήμερα.
Βαθμολογία: 10/10
υπεροχο σχολιο για ενα αριστουργημα
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ!
Διαγραφή