Ένα απομονωμένο σπίτι σε ένα απόμακρο χωριό της Χιλής, λειτουργεί σαν χαλάκι στο οποίο κρύβει η καθολική εκκλησία όλο της το βρώμικο παρελθόν και παρόν, για να μπορεί ανενόχλητη να χει μέλλον. Τέσσερις κληρικοί σε διαθεσιμότητα μαζί με μία μοναχή που παίζει το ρόλο του δεσμοφύλακα, ζουν μία καθημερινή ρουτίνα, αποτραβηγμένοι από τον κόσμο για να μετανιώσουν για τα λάθη και τις αμαρτίες που έχουν κάνει. Όλη αυτή η ηρεμία διαταράσσεται συθέμελα όταν στην κατοικία εντάσσεται ένας νέος παπάς. Μαζί μ' αυτόν φτάνει κι ένας αλλοπρόσαλλος έξω από την οικεία κι αποκαλύπτει φωναχτά το σκοτεινό παρελθόν του συγκεκριμένου ιερέα. Ο αναπόφευκτος θάνατος που ακολουθεί τερματίζει την λειτουργία του οίκου. Η διαδικασίες όμως που ακολουθούνται για τον τερματισμό φέρνουν αντιμέτωπη την γραφειοκρατική εκπροσώπηση της εκκλησίας με την ωμή πραγματικότητα της συντηρητικής κοινωνίας, των φτωχών στρωμάτων, του χουντικού παρελθόντος, της ομοφυλοφιλίας και της λήθης. Ο κάθε ιερέας αντιπροσωπεύει μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Οι διάλογοι μεταξύ του απεσταλμένου γραφειοκράτη-παπά με τους εξόριστους ιερείς θα ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου κι εκεί θα αποδειχθεί πως οι αμαρτίες και οι ενοχές για τις οποίες κατηγορούνται αυτοί οι άνθρωποι, ανήκουν κυρίως στην ίδια την εκκλησία. Έτσι οι συγκεκριμένοι παπάδες αποδεικνύονται πως και οι ίδιοι είναι θύματα του σκοτεινού ρόλου της εκκλησίας.
Η ταινία πέρα από τις εξαιρετικές ερμηνείες, είναι πλούσια και σε συγκλονιστικές αλήθειες μέσα από τις συζητήσεις των προσώπων. Ξεκινώντας με το χωρίο "Ο Θεός είδε το φως ότι ήταν καλό και χώρισε το φως από το σκοτάδι" χρησιμοποιεί τη Γένεση ως όπλο σάτιρας απέναντι στο σημερινό ρόλο της εκκλησίας, για να ακολουθήσει η άποψη ενός ιερέα πως "η εκκλησία έχει ανάγκη τους φτωχούς διότι χωρίς τους φτωχούς δεν θα υπήρχαν άγιοι". Η σάτιρα και το μαύρο χιούμορ προσφέρονται απλόχερα και περίτεχνα από τον δημιουργό για να σπάσουν τη σκληρή αλήθεια που αποκαλύπτεται κατά την διάρκεια του έργου.
Από την άλλη, το φως που διαχέεται μέσα από τους διαλόγους, σβήνει από την ομίχλη και το γαλάζιο ημίφως που καλύπτουν τα πλάνα, προσφέροντας ένα μυστήριο στην ταινία. Επίσης οι ψιθυριστοί διάλογοι δένουν όμορφα με τις μυστικιστικές μελωδίες του Arvo Part (παρόμοια επιλογή είχε γίνει στο αριστουργηματικό Στρατιώτες της Σαλαμίνας).
Όσο για τις ερμηνείες, είναι τόσο άρτιες που δε μπορείς να ξεχωρίσεις τον αμαρτωλό από τον αγνό, τον δίκαιο από τον ένοχο, τον σωστό με τον σκάρτο. Μία μόνιμη απειλή κι ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει την σκέψη μας καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η "Μυστική Λέσχη" είναι μία γερή γροθιά στο στομάχι. Δεν είναι ταινία διασκέδασης. Συνειδητοποιημένος πρέπει να την δεις αλλιώς θα φύγεις από την σκοτεινή αίθουσα ενοχλημένος και βαρύς.
Παρ' όλα αυτά, η Χιλή μ' εντυπωσίασε για μία ακόμη φορά για την ειλικρίνειά της, την αυστηρότητά της και τον ουσιώδη κινηματογραφικό της διάλογο.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου