Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί



του Γιώργου Τσιάρα

Είναι να τρελαίνεται κανείς με τα όσα γράφονται και λέγονται μια εβδομάδα τώρα για τον μακαρίτη Φιντέλ Κάστρο και την κουβανέζικη επανάσταση και κοινωνία, από ανθρώπους που είτε δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο νησί, είτε το επισκέφτηκαν μόνο σαν τουρίστες, για να μην πω σεξο-τουρίστες.
Και που, σε κάθε περίπτωση, διακατέχονται από βαθύτατη εμπάθεια για τα επιτεύγματα αυτού του μοναδικού, σε αντοχές και κουράγια, αλλά και δίψα για ζωή και ελευθερία, λαού της Καραϊβικής. 
Νιώθω λοιπόν την ανάγκη, έχοντας ταξιδέψει επανειλημμένα στη Κούβα σε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδο, μεταξύ 2000 και 2005, έχοντας μελετήσει όσο μπόρεσα την Ιστορία και την κουλτούρα της, μιλώντας τη γλώσσα και διατηρώντας έκτοτε επαφή με αρκετούς ανθρώπους που γνώρισα εκεί, όλων των «αποχρώσεων» και πεποιθήσεων, να γράψω εδώ δυο-τρία σταράτα λόγια.
Με την ειλικρίνεια δηλαδή του Ευρωπαίου αριστερού (βάλτε εσείς όσα εισαγωγικά θέλετε) που ξέφυγα από το τουριστικό μονοπάτι, μακριά από τα ξενοδοχεία και τις πιάτσες των μεγαλουπόλεων, που έζησα έστω και για λίγους μήνες, συνολικά, στον δικό τους ρυθμό, που μοιράστηκα το φαγητό και τις συνήθειές τους, που έζησα στο πετσί μου τη φτώχεια, αλλά και την απροσκύνητη αξιοπρέπεια και περηφάνια και το γλέντι και τη μελαγχολία του μέσου Κουβανού πολίτη.
Που είδα με τα μάτια μου όλες τις παθογένειες, τα στραβά και τ’ ανάποδα του «σοσιαλισμού των τροπικών», αλλά είμαι σε θέση να τα ζυγίσω με τα αντίστοιχα στραβά του δικού μας ιστορικού χωροχρόνου.
Δυο πράγματα, λοιπόν, πρέπει οπωσδήποτε να λάβει κανείς υπόψη του, πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε αξιολογική κρίση για την Κούβα και την ημιτελή, κουρασμένη, αλλά νικηφόρα επανάστασή της.
Το πρώτο είναι η τραγική κατάσταση που επικρατούσε στην Κούβα πριν από τον θρίαμβο του 1959: μια χώρα-προτεκτοράτο, που έγινε δήθεν «ανεξάρτητη» μετά τον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898, αλλά στην πραγματικότητα παρέμενε αποικία, θέρετρο και μπουρδέλο των ΗΠΑ και της μαφίας της.
Μια πλούσια χώρα με λίγους διαπλεκόμενους πλούσιους λευκούς, τσιφλικάδες και βιομηχάνους, ραντιέρηδες και κομπραδόρους των ξένων και εκατομμύρια φτωχούς. Μια χώρα με 70% αναλφαβητισμό και σχεδόν ένα εκατομμύριο πόρνες.
Μια διεφθαρμένη ώς το κόκαλο χώρα που κυβερνιόταν φεουδαρχικά από τους γαιοκτήμονες και το καθολικό παπαδαριό και όπου όλες οι σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ και τους ντόπιους εκπροσώπους των ξένων καρτέλ.
Οπου οι μεθυσμένοι Αμερικανοί ναύτες κατουρούσαν το άγαλμα του Μαρτί, μπροστά στο Καπιτώλιο της Αβάνας, και κανείς δεν τολμούσε να τους βάλει στη θέση τους. Σας θυμίζει κάτι;
Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με το σήμερα.
Σχίζουν τα ρούχα τους γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές για την «ανελευθερία» και την «καταπίεση» της σημερινής Κούβας. Ποια είναι όμως η «φιλελεύθερη» εναλλακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει το νησί του Μαρτί και του Μασέο για να ικανοποιήσει τους επικριτές του;
Ας δούμε τους γείτονες της Κούβας -τη διαρκή τραγωδία της Αϊτής και της Γουατεμάλας, το ναρκω-κράτος του Μεξικού, τον χωρίς τέλος εμφύλιο της Κολομβίας.
Ο,τι και να μου πούνε για την Κούβα, εγώ είδα με τα μάτια μου ότι σε αυτό το νησί η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια αξίζει περισσότερο απ’ ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί, περιλαμβανομένων και πολλών «προηγμένων» οικονομικά, αλλά βαθιά άνισων και άδικων κοινωνιών της Εσπερίας.
Υπήρξαν βέβαια και μερικοί ηγέτες, με πρώτο τον υπέροχο Αλιέντε στη Χιλή, που επιχείρησαν να προχωρήσουν σε σοσιαλιστικά πειράματα αναδιανομής ακολουθώντας το δημοκρατικό, συναινετικό μοντέλο.
Κι εγώ με τον Αλιέντε είμαι, έτσι θέλω να προχωρούν οι κοινωνίες, με τη συναίνεση της κάλπης και την όσο γίνεται πιο άμεση δημοκρατία, κι όχι με την εξουσία της βίας, που κρέμεται από την κάννη του όπλου και αργά ή γρήγορα οδηγεί στη δικτατορία του ενός.
Για την ακρίβεια, ούτε ο Αλιέντε μού φτάνει -γουστάρω αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση, παρισινή Κομμούνα και ουκρανική Μαχνόβιτσα, γουστάρω Ντουρούτι και το θαύμα της ισπανικής επανάστασης.
Ποιο όμως από όλα αυτά τα θαυμάσια ιστορικά πειράματα αφέθηκε να ανθήσει απρόσκοπτα, έστω και για δοκιμή, έστω και για μερικά χρόνια; Ποιο δεν πνίγηκε στο αίμα από τους βάρβαρους επικυρίαρχους, από τις στρατιές των ντόπιων και ξένων ελίτ;
Ξέρετε τι είναι για μένα η Κούβα; Είναι αυτό που θα μπορούσε, θεωρητικά, να είναι η Ελλάδα, αν ο Κολοκοτρώνης είχε σφάξει ή εξορίσει τους κοτζαμπάσηδες και τους Φαναριώτες το 1823-24 και έπαιρνε την εξουσία χωρίς τη βοήθεια των ξένων «σωτήρων».
Ή αν ο Αρης Βελουχιώτης, τις ιδιοφυείς αντάρτικες τακτικές του οποίου γνώριζε και θαύμαζε ο Φιντέλ και οι μπαρμπούδος του, αψηφούσε την εθελοδουλία του Κόμματος (και το μυστικό χαρτάκι του Τσόρτσιλ και του «Πατερούλη») και συνέχιζε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του hasta la victoria siempre, μέχρι την τελική νίκη και χειραφέτηση του λαού μας.
Ή έστω, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, αν πέρσι το καλοκαίρι είχαμε κάνει το «απονενοημένο βήμα» και στέλναμε στον διάολο κι ακόμη παραπέρα τους μοντέρνους τυράννους μας, τους μη εκλεγμένους δικτάτορες των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Είναι, κοντολογίς, το έπος και το δράμα ενός λαού έντεκα εκατομμυρίων ψυχών -όσοι κι εμείς- που πήγε κόντρα στο πεπρωμένο του Ραγιά και τα ‘βαλε στα ίσια με το αφεντικό του, τον δυνάστη του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα πλήρωνε ακριβά και για πολλές γενιές αυτή του την ιστορική αποκοτιά.
Ενός λαού που αξίζει, γαμώτο, λίγο παραπάνω σεβασμό για τα κατορθώματά του και λίγη περισσότερη κατανόηση για τα λάθη του -ιδίως όταν η κριτική προέρχεται από τους γερμανοτσολιάδες, τους παρτάκηδες, τους άκαπνους και τους ανίδεους, «αριστερούς» ή δεξιούς.
Ή από κάτι τύπους που προσκυνάνε τον Ομπάμα και τη Μέρκελ, αποκαλούν «πρόεδρο» και κάνουν μπίζνες με τον Αιγύπτιο δικτάτορα Αλ Σίσι ή με τον Ουκρανό Ποροσένκο, ενώ αποκηρύσσουν ως «τύραννο» τον λαογέννητο Φιντέλ...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου