Η περασμένη Κυριακή στάθηκε αφορμή να δείξει διαδικτυακά ο καθένας μας την αγάπη προς τον πατέρα του. Για μένα αυτού του είδους οι γιορτές τις βρίσκω ανούσιες κι ανόητες διότι η πραγματική αγάπη συνηθίζεται να είναι διακριτική και χρόνια, μακριά από likes και σχολιασμούς. Την μέρα εκείνη προτίμησα να παρακολουθήσω ένα ακόμη αριστούργημα του παρελθόντος. Και λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής της μέρας επέλεξα το "Padre Padronne" των αδελφών Ταβιάνι.
Η ιστορία μας επιστρέφει μερικές δεκαετίες πίσω σε ένα ξεχασμένο χωριό της Σαρδηνίας. Η αυτοβιογραφική φύση του έργου γίνεται εμφανής από τη πρώτη στιγμή, όπου μας παρουσιάζεται ο αφηγητής της ιστορίας. Μιλώντας για τις δυσκολίες της ζωής φτιάχνει ένα ραβδί το οποίο και προσφέρει ευλαβικά στον πατέρα του, δίνοντας έτσι το έναυσμα για το ξεκίνημα του έργου. Παράλληλα με την κίνησή του αυτή επιβεβαιώνει πως οι σχέσεις αίματος ποτέ δε τελειώνουν παρ' όλες τις δυσκολίες αλλά και τις λάθος συμπεριφορές.
Ο πατέρας του ήρωα είναι ένας αυταρχικός άνθρωπος, ο οποίος παλεύει στα χωράφια για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του. Μόνος του όμως δε μπορεί να τα βγάλει πέρα. Γι' αυτό εξαναγκάζει τον μεγαλύτερο γιο του, τον Γκαβίνο, να παρατήσει το σχολείο για να τον βοηθήσει στη φροντίδα των ζώων. Αυτό έχει ως συνέπεια, ο μικρός να βρεθεί αντιμέτωπος απέναντι σε ευθύνες δύσκολες για το νεαρό της ηλικίας του. Η αυστηρότητα κι η βιαιότητα του πατέρα του όμως είναι υπερβολική. Το καθημερινό ξύλο γίνεται μάθημα κι ο νεαρός μεγαλώνει απομονωμένος στα όρια του χωραφιού του. Οι αδελφοί Ταβιάνι καταφέρνουν να δείξουν με εκπληκτικό τρόπο την διοχέτευση της βίας από πρόσωπο σε πρόσωπο κι από κατάσταση σε κατάσταση. Ο πατέρας χτυπάει τον γιο του για τον σκληραγωγήσει κι ο γιος ξεσπάει με την ίδια βιαιότητα στα ζώα.
Διάφορες συγκυρίες από παλιές βεντέτες, θα σταθούν αφορμή να κερδίσει ο πατέρας ένα στρέμμα με ελιές. Όμως το αίσθημα της καλοτυχίας και της οικονομικής ευημερίας θα προσκρούσει πάνω στην πολιτική της τότε Ε.Ο.Κ. Το ιταλικό λάδι ήταν αναγκασμένο να συμμορφωθεί με τους οικονομικούς νόμους της ευρωπαϊκής κοινότητας και με τον παραλογισμό της διεθνούς ελεύθερης αγοράς να ανταγωνιστεί σε φθήνια τις ελληνικές και τουρκικές παραγωγές, οι οποίες είχαν πολύ πιο χαμηλή τιμή (άρα και καλύτερη εξαγωγή στις άλλες χώρες).
Οι οικονομικές δυσκολίες της ευρύτερης αγροτικής περιοχής θα οδηγήσουν αρκετούς νέους στην μετανάστευση. Μέσα σ' αυτούς κι ο Γκαβίνο, ο οποίος τελικά δε θα καταφέρει να φύγει διότι ο πατέρας του δεν έδωσε στις αρχές την απαραίτητη έγκρισή του. Εκεί είναι που ο πρωταγωνιστής διαπιστώνει πως είναι απόλυτα εγκλωβισμένος κάτω από την επιβολή του πατέρα του.
Η ευκαιρία της φυγής θα του δοθεί όταν ο πατέρας του αποφασίζει να τον στείλει σε στρατιωτική σχολή στην κεντρική Ιταλία. Ο αναλφαβητισμός του, η χρόνια απομόνωσή του στα χωράφια και η μη εξοικείωσή του στα ιταλικά (μιας και μέχρι τότε μιλούσε μόνο στη διάλεκτο της Σαρδηνίας), θα σταθούν μεγάλο εμπόδιο στο νέο του αυτό βήμα. Αυτό όμως είναι που θα τον πεισμώσει. Θα καταφέρει να ολοκληρώσει τις σπουδές του όχι για να φανεί άξιος στον πατέρα του αλλά κυρίως στον εαυτό του, ότι μπορεί να πετύχει πολλά μόνος.
Η επιτυχία του στη στρατιωτική σχολή το προσφέρει την όρεξη να συνεχίσει τις σπουδές σε κάτι που πραγματικά τον γεμίζει. Επιλέγει να ειδικευτεί στη γλωσσολογία (συμβολική ρήξη με τον απομονωτισμό). Μία απόφαση χωρίς την έγκριση του πατέρα του κάτι που ο ίδιος θα το αναγνώσει ως μπαϊράκι από τη μεριά του γιου του. Η ρήξη των σχέσεών τους έρχεται με την απαγόρευσή του πατέρα προς τον γιο, απαιτώντας του να μη ξαναγυρίσει στο χωριό.
Η αγάπη όμως για τον τόπο και τις ρίζες θα τραβήξουν τον Γκαβίνο στην Σαρδηνία. Αυτή τη φορά όμως όχι ως γιου αλλά ως μίας άλλη προσωπικότητας ανεξάρτητης. Η επιστροφή του βασίστηκε στην καταγραφή της γλώσσας και του πολιτισμού του τόπου του, ο οποίος κάποτε υπήρξε φορέας της καταπίεσής του. Έχει πλέον ανοίξει φτερά γι' άλλους ορίζοντες κάτι το οποίο του δίνει δύναμη στο να αντιμετωπίσει το παρελθόν αλλά στέκεται κι ως αιτία οικογενειακού πολέμου.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα αρχίζει μία σειρά εκπληκτικών συμβολισμών μέχρι το τέλος της ταινίας. Ο νεαρός απαρνιέται τον πατέρα του λεκτικά και σωματικά. Οι μάχες είναι καθημερινές και ψυχοφθόρες. Ο συντηρητισμός πολεμάει με την εξέλιξη σε έναν αγώνα αμφίρροπο. Η στιγμή της παράδοσης του πατέρα είναι συγκλονιστική. Έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς σκηνές από αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο πατέρας ηττημένος αποσύρεται στο δωμάτιό του κι ο γιος φεύγει από το σπίτι όχι από φόβο αλλά κυρίως από σεβασμό προς το πρόσωπο του πατέρα του.
Πέρα όμως από την σκληρότητα των σχέσεων, κρύβεται και μία τρυφερότητα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Στην ταινία περιγράφεται σε δύο εκπληκτικές στιγμές κι από τις δύο πλευρές όπου η μία σχετίζεται με το τέλος της ιστορίας κι η άλλη με το ξεκίνημά της. Ο νεαρός παίρνοντας τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι του πατέρα του ακουμπάει το μέτωπό του στα πόδια του, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να του δείξει πως θέλει συμφιλίωση. Η άλλη σκηνή αναφέρεται στην αρχή της ταινίας όταν ο πατέρας παίρνει με το ζόρι τον μικρό από το σχολείο επειδή τον χρειάζεται στα χωράφια. Ακούγοντας τον περίγελο των συμμαθητών του μετά την απομάκρυνσή τους από την αίθουσα, επιστρέφει και χτυπάει το ραβδί πάνω σε ένα θρανίο απαιτώντας τον σεβασμό των νεαρών στο πρόσωπο του γιου του. "Σήμερα έτυχε στον Γκαβίνο. Αύριο θα τύχει σε σας" φωνάζει αυστηρά και οι πιο σκληροί τοίχοι ραγίζουν σ' αυτήν την σπάνια εξωτερίκευση πατρικής αγάπης.
Το Padre Padrone είναι μία ποιητική ωδή απέναντι στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα πατέρα γιου. Μία χρόνια πάλη παρεξηγημένη κι αποσιωποιημένη τόσο μέσα στις κοινωνίες όσο και στο χώρο της τέχνης.
Παράλληλη το έργο κρατάει κι ένα ντοκιμαντερίστικο ύφος απέναντι στο τρόπο ζωής των κατοίκων της Σαρδηνία. Η σκληραγώγηση των παιδιών στα χωράφια, η φτώχεια που οδήγησε πολλούς νέους στη ξενιτιά, η έλλειψη επικοινωνίας αλλά κι ερωτικής επιθυμίας που οδηγούσε αρκετούς νέους στη κτηνοβασία.
Η ταινία όμως κρατάει κι έναν εκπληκτικό ποιητικό τόνο που έχουμε συνηθίσει σε έργα των Ταβιάνι, όπως η σκηνή που ο νεαρός Γκαβίνο παρατηρώντας τους αγρούς ακούει μία φανταστική μουσική, η μελωδία της οποίας ερμηνεύεται με υπότιτλους από κάτω.
Κάτι ακόμη που με συγκλόνισε στην ταινία ήταν η εκπληκτική ομοιότητα των εκεί καταστάσεων κι ανθρωπίνων σχέσεων με την ελληνική νοοτροπία των κλειστών κοινωνιών στα χωριά. Ένιωθα πως διάβαζα Καζατζάκη και Χατζή ή πως παρακολουθούσα το "Δέντρο που Πληγώναμε" του Δήμου Αβδελιώδη.
Το Padre Padrone είναι ένα σκληρό αριστούργημα μπρεχτικού ύφους. Δύσκολο στην ανάγνωσή του αλλά άκρως διαχρονικό στην ουσία του.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου