Ένα μοναδικό χάρισμα που έχει η Άννα Καρίνα, είναι πως ακόμα και σε περιπτώσεις που τυγχάνει να έχει μικρό ρόλο σε μία ταινία, καταφέρνει τελικά να ξεχωρίσει από το σύνολο των υπολοίπων ηθοποιών. Τρανταχτό παράδειγμα στην παραπάνω άποψη είναι ο "Μικρός Στρατιώτης του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Η τέταρτη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη αλλά η πρώτη με την οποία ξεκινάει τον πολιτικό του διάλογο απέναντι στα γεγονότα που ταρακουνούσαν την Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη εκείνα τα χρόνια. Με τη συγκεκριμένη ταινία είχε το θάρρος να κατηγορήσει την Γαλλία για τον πόλεμο στην Αλγερία.
Η ιστορία μας ταξιδεύει στην Γενεύη, στο γαλλόφωνο τμήμα μιας χώρας που υπήρξε ουδέτερη σ' όλους τους πολέμους που διεξήχθησαν στην Ευρώπη. Ένας νεαρός Γάλλος λιποτάκτης, για να αποφύγει τον πόλεμο στην Αλγερία αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Όμως η Γαλλία δεν τον αφήνει σε ησυχία. Μία φασιστική παρακρατική οργάνωση του αναθέτει διάφορες αποστολές κατασκοπείας κι εκτελέσεων, με αντάλλαγμα την άτυπη παραμονή του στην αλπική χώρα. Ο ίδιος όμως φθείρεται κι αναζητά διάφορες διεξόδους. Μία απ' αυτές είναι να το φύγει κρυφά για Βραζιλία με σκοπό να ανοίξει εκεί μια γκαλερί. Εξάλλου η αγάπη του για την τέχνη είναι εμφανής καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Παρομοιάζει τον ουρανό με πίνακα του Paul Klee, αναζητά πίνακες του Μοντιλιάνι, προσπαθεί να καταλάβει αν τα μάτια της κοπέλας που ερωτεύτηκε έχουν το γκρι του Βελάσκεθ ή το γκρι του Ρενουάρ και συζητάει μαζί της για το αν είναι καλύτερος ο Γκωγκέν από τον Βαν Γκογκ. Τα πλοκάμια όμως των παρακρατικών, τον έχουν σφίξει γερά και τον οδηγούν σε έναν ηθικό πνιγμό καθώς τους μπαίνει η υπόνοια πως ο νεαρός μπορεί να είναι διπλός κατάσκοπος.
Η εσωτερική σύγκρουση του ήρωα θα επιδεινωθεί μετά τη γνωριμία του με την γοητευτική Βερονίκ. Την ερωτεύεται παράφορα κι αποφασίζει να αλλάξει πορεία στη ζωή του για να μπορέσει να αφοσιωθεί στην νέα του αγάπη. Η Βερονίκ όμως κρατά πολλά κρυμμένα μυστικά, τόσο για το παρελθόν της όσο και για τους λόγους της παραμονής της στην Γενεύη. Όταν του αποκαλύψει το μυστικό της, θα αρχίσει μία έντονη μάχη περί ηθικής και ιδανικών. "Η Γαλλία έχει γίνει η πιο μισητή χώρα στον πλανήτη λόγω του πολέμου με την Αλγερία" λέει ο Μπρούνο για να λάβει την εξής αποστομωτική απάντηση από την Βερονίκ "Όταν οι Γάλλοι πολεμούσαν τους Γερμανούς ήταν οι καλοί διότι είχαν ιδανικά. Στο πόλεμο με την Αλγερία όμως κυνηγάνε το δικό τους συμφέρον. Τα ιδανικά ανήκουν στους άλλους".
Για ποιον λόγο λοιπόν πολεμάμε; Για ποιον λόγο σκοτώνουμε ανθρώπους. Παράλληλα μ' αυτά τα ερωτήματα, ο Μπρούνο εκδηλώνει το θαυμασμό αλλά και τη ζήλια του για τη γενιά του ποιητή Λουί Αραγκόν. "Εκείνων το πάθος στηριζόταν στον ισπανικό εμφύλιο. Εμείς δεν έχουμε κάποιο κίνητρο για να ξεσηκωθούμε". Πάνω σ' αυτό το ερώτημα πορεύθηκε κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης μέχρι τον Μάιο του 1968. Μάλιστα με την μαοϊκή του ταινία "Η Κινέζα" (1967) αποδείχτηκε ως ο προφήτης της φοιτητικής εξέγερσης.
Σε μια περίοδο όπου υπάρχει έλλειψη κινήτρων κι εμπνεύσεων κι απώλεια ηρώων, οι άνθρωποι κλείνονται όλο και περισσότερο στον εαυτό τους. Φορούν ένα προσωπείο και μ' αυτό πορεύονται μες στην κοινωνία. Η μοναξιά κι η ανειλικρίνεια σπάνε το κοινωνικό σύνολο. Οι άνθρωποι φέρονται ατομικά κι όχι συλλογικά. Οδηγούνται σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο όπου οι επαναστάσεις δε χωράνε.
Οι αμφιβολίες που προκύπτουν θα αναγκάσουν τον πρωταγωνιστή σε μία άτακτη φυγή από τη χώρα. Όμως την τελευταία στιγμή πιάνεται όμηρος στα χέρια των Αράβων. Θα υποστεί βασανιστήρια και θα ζήσει τη φρίκη ενός ακήρυχτου πολέμου. Έχοντας ακούσει μαρτυρίες άλλων βασανισμένων ανθρώπων, θα προσπαθήσει να βρει τρόπους για να αντιμετωπίσει τους πόνους που του προκαλούν οι απαγωγείς του. Θα ρθει πολύ κοντά στην αυτοκτονία όχι από δείλια αλλά ως μια σωτήρια λύση.
Η μαρτυρική του κατάσταση τον μετατρέπει σε καφκικό ήρωα διότι ενώ απαρνιέται και προσπαθεί να αποφύγει τις αποστολές που του αναθέτουν οι Γάλλοι παρακρατικοί, τελικά πέφτει θύμα αυτών που κυνηγάει. Αντιφάσεις, αδιέξοδα, φωτογραφίες ανθρώπων που πέθαναν με φρικτό τρόπο, αόρατοι εχθροί που σε παρακολουθούν σε κάθε σου κίνηση, ύπουλοι συνεργάτες που εμφανίζονται σε κάθε δύσκολη στιγμή για να σε παρακινήσουν να τραβήξεις την σκανδάλη. Γλιτώνεις από έναν πόλεμο και με απειλές μπαίνεις σε έναν άλλον. Η σωτηρία μπορεί να ρθει μόνο με θυσία. Μόνο που σ' αυτά τα ύπουλα παιχνίδια, ποτέ δε ξέρεις ποιος είναι ο θυσιαζόμενος πάνω στο βωμό.
Ο πόνος του πρωταγωνιστή πνίγεται όμως από έναν σκληρό ρεαλισμό. Σκέφτεται πως είναι τυχερός που αυτός είναι ακόμη ζωντανός κι έχει ολόκληρη ζωή μπροστά του.
Στην πρώιμη πολιτική του ταινία, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ θέτει το ερώτημα αν ο "Μικρός Στρατιώτης" είναι θύτης ή θύμα ενός παράλογου πολέμου, γι' αυτό και δεν τον εντάσσει σε στρατόπεδο καλών ή κακών. Η ουδετερότητά του αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο από τον αριστερό χώρο, ο οποίος βρήκε την ταινία κρυφοφασιστική όσο κι από τον δεξιό καθεστώς που απαγόρευσε την προβολή της στην Γαλλία. Επίσης με έξυπνο τρόπο καλύπτει τον πόλεμο που μαίνεται στην Αλγερία. Αυτό αποδεικνύεται τελικά ως παγίδα καθώς ο σκηνοθέτης πιάνει τον θεατή απροετοίμαστο όταν αρχίζει το μεγάλο του αντιπολεμικό κατηγορώ.
Για τη σύγχυση που προκαλεί, ο σκηνοθέτης δίνει την εξής απάντηση: "Η ταινία είναι μια μαρτυρία της εποχής, λέει ο σκηνοθέτης. Έδειξα έναν άνθρωπο που βάζει στον εαυτό του πολλά ερωτήματα. Δεν έχει απαντήσεις. Το γεγονός όμως ότι θέτει ερωτήματα έστω με μπερδεμένο τρόπο, σημαίνει ότι προσπαθεί να βρει λύσεις. Η πρώτη φράση της ταινίας είναι: "Ο καιρός της δράσης πέρασε κι αρχίζει ο καιρός της σκέψης". Υπάρχει λοιπόν μια κριτική άποψη γι’ αυτά που βλέπουμε. Όσο για τη σύγχυση, έπρεπε να τη δείξω αφού ο Μικρός στρατιώτης είναι μια ταινία πάνω στη σύγχυση. Ο ήρωας βλέπει πως και ο O.A.S και το F.L.N. (αντίπαλες ιδεολογικά οργανώσεις) χρησιμοποιούν αποσπάσματα του Λένιν. Ο ίδιος είναι ένας θεωρητικός διανοούμενος, γι’ αυτό μπερδεύει τα πράγματα περισσότερο. Είναι μπερδεμένος, όχι όμως ψεύτικος. Πιστεύει ότι οι επιλογές του είναι σωστές. Εγώ δεν λέω ότι είναι σωστές η λαθεμένες, αλλά ότι είναι πιθανές. Τα γεγονότα αργότερα επιβεβαίωσαν αυτές τις απόψεις μου σε πολλά σημεία".
Στο σκηνοθετικό κομμάτι, η κινηματογραφική μαεστρία του δημιουργού αναδεικνύεται στις σκηνές όπου ο Μπρούνο κυνηγάει έναν ακαδημαϊκό για να τον σκοτώσει αλλά κάθε φορά που σημαδεύει με το όπλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλει. Έπειτα βρήκα μοντέρνα την "ανάκριση" που βιώνει η Άννα Καρίνα. Ο Μπρούνο τη φωτογραφίζει σε ένα μινιμαλιστικό διαμέρισμα κάνοντάς της καίριες ερωτήσεις ενώ στο χώρο πλανιούνται οι νότες του Γιόζεφ Χάυντν. Επίσης έχω την εντύπωση πως υπάρχουν δυο στιγμές όπου διέκρινα τον ίδιο τον σκηνοθέτη μέσα στα πλάνα της ταινίας. Η μία μάλιστα ήταν τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής πρωτοσυναντάει την Βερονίκ στο δρόμο, η οποία μιλάει με ένα περαστικό (πιθανότατα τον ίδιο τον σκηνοθέτη). Κλείνοντας, ομολογώ πως βρήκα άκρως σοκαριστικές τις σκηνές των βασανιστηρίων. Πόσες φορές ένιωσα το χέρι μου να καίγεται και άλλες πόσες που αισθάνθηκα τον εικονικό πνιγμό του ήρωα. Οι σκηνές αυτές ήταν τόσο σκληρές που σε πολλές χώρες απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας. Φυσικά σημαντικό ρόλο στην απαγόρευση αυτή έπαιξε κι ο προπαγανδιστικός της ρόλος.
Η ταινία ξεκινάει με μια φράση προερχόμενη από ένα απόφθεγμα του Γάλλου ποιητή Λουί Άραγκον, "Μάης δίχως θλίψη, Ιούνιος φονικός...". Εγώ θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το ποίημά του "Ποιμενικό" που θυμήθηκα μετά τη προβολή της, "Να ζεις χωρίς ανακωχή και να ξυπνάς αυτό που μου θυμίζει".
Ο "Μικρός Στρατιώτης" είναι ένα κοινωνικοπολιτικό δοκίμιο για την πνευματική σύγχυση των Γάλλων διανοουμένων κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία στις αρχές του ‘60, που όμως πάνω σ' αυτήν πάτησαν οι νεολαίοι κι ετοίμασαν το έδαφος για την έκρηξη του ‘68.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου