του Γιάννη Μπαλαμπανίδη
Για τη γενιά όσων όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση ήμασταν εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, τα οκτώ χρόνια της «εποχής των Μνημονίων» ήταν σχεδόν η μισή μας νεότητα. Σήμερα, που τα προγράμματα προσαρμογής έφτασαν τυπικά στο τέλος τους, αλλά οι συνέπειές τους θα μας ακολουθούν για πολύ ακόμη, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τη μεταμνημονιακή περίοδο χωρίς προηγουμένως να αναλογιστεί πώς ξοδεύτηκαν τα χρόνια αυτά.
Πώς, ας πούμε, διαμορφώθηκε μια πολιτική κουλτούρα παγιδευμένη εξαρχής σε απατηλά διλήμματα: «Η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το μνημόνιο έφερε την κρίση»; Η πρώτη απάντηση όχι σπάνια ταυτίστηκε με ένα αφήγημα συλλογικής αυτοενοχοποίησης, όπου οι ορθολογικοί «Ευρωπαίοι» καλούνται να διασώσουν έναν λαό καθηλωμένο στη βαλκάνια μοίρα του – παραβλέποντας ότι αν και η κρίση προϋπήρχε, η βίαιη προσαρμογή αποδιοργάνωσε την οικονομία και κρίσιμα πεδία πολιτικής και αποσάθρωσε τον κοινωνικό δεσμό. Η δεύτερη απάντηση επέλεξε να αγνοεί τις ενδογενείς αιτίες της κρίσης, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στους θεσμούς, στη διοίκηση, στις συλλογικές νοοτροπίες, υιοθετώντας μια ρητορική που φόρτωνε όλα τα δεινά στους επίβουλους «άλλους», με ισχυρές δόσεις συνωμοσιολογίας και πληγωμένου εθνοκεντρισμού.
Σήμερα, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υπερασπίζεται δογματικά τις «μεταρρυθμίσεις» γνωρίζοντας ότι πέρα από την απώλεια 27% του ΑΕΠ ή την εκτίναξη της ανεργίας στο 28%, η ανασύνταξη της οικονομίας πέρασε μέσα από την πλήρη αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, την αύξηση της σχετικής/απόλυτης φτώχειας, τη διεύρυνση του δείκτη ανισότητας (ΟΟΣΑ, «Economic Survey of Greece» και Παγκόσμια Τράπεζα, 2018). Αλλά και αντίστροφα, πώς είναι άραγε δυνατό να υποστηριχτεί πια ότι υπήρχε κάποιο πειστικό «ριζοσπαστικό» εναλλακτικό σχέδιο πριν ή μετά την κατάρρευση της αυταπάτης ότι μπορεί το μνημονιακό πρόγραμμα να καταργηθεί με έναν νόμο και ένα άρθρο;
Η εθνική μας κακοδαιμονία εκτυλίχθηκε στο πλαίσιο μιας Ευρώπης που παραβίασε τον ιστορικό κανόνα ότι προχωρά μέσα από τις κρίσεις της. Και εδώ, η τελευταία οκταετία μοιάζει να διέψευσε εξίσου εκείνους που προσηλώθηκαν σε έναν άκαμπτο «ευρωπαϊσμό», δυσανεξικό απέναντι σε κάθε κριτική προς την Ευρώπη που, αντί της ομοσπονδιοποίησης, επέλεξε να προχωρήσει μέσα από ένα διακυβερνητικό παζάρι μεταξύ εθνικών κρατών ευνοώντας εντέλει εθνικιστικές φυγόκεντρες τάσεις, όσο και εκείνους που διακήρυξαν ή υπαινίχθηκαν τη λυτρωτική δήθεν υπόσχεση, ότι εκτός Ευρώπης μπορεί να είναι καλύτερα, επικαλούμενοι στρατηγικές συμμαχίες με την ολιγαρχική Ρωσία ή προστρέχοντας σε έναν φαντασιακό αριστερόστροφο λαϊκισμό βενεζουελάνικου τύπου.
Ως εάν να διαμορφώνονταν κάθε φορά δύο τρόποι σκέψης που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και η πόλωσή τους επικαθόριζε την πολιτικοποίησή μας. Η διαφορά οπτικής δεν είναι αμάρτημα, άλλωστε η κάθε πλευρά είχε καλά επιχειρήματα για να υποστηρίξει τους ζωτικούς μύθους της. Η πολιτική γεννιέται μέσα στην πολλαπλότητα και τη σύγκρουση, γράφει η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, οι διαιρετικές τομές είναι αναπόσπαστο στοιχείο της. Με την προϋπόθεση όμως ότι αφήνουν τον αναγκαίο δημοκρατικό χώρο αναγνώρισης του πολιτικού αντιπάλου – ό,τι ακριβώς αναίρεσαν οι στρατοπεδικές αντιπαραθέσεις στυγνών μνημονιακών και φιλολαϊκών αντιμνημονιακών, ευρω-μεταρρυθμιστών και εθνολαϊκιστών.
Το όριο ανάμεσα στην πολιτική αντιπαλότητα και στην ταύτιση του αντιπάλου με το απόλυτο πολιτικό κακό είναι λεπτό, αλλά υπάρχει ένα αλάνθαστο κριτήριο για το πότε υπερβαίνεται: όταν ο αντίπαλος καταγγέλλεται ως αποσυνάγωγος του δημοκρατικού παιχνιδιού («χούντα» το 2010-2015, «καθεστώς» μετά το 2015) ή μειωμένης εθνικής συνείδησης και μεσάζων ξένων συμφερόντων. Υπό αυτή την έννοια, μέσα στις φαρσικές αντιστροφές ρόλων που ζήσαμε, η δήλωση λ.χ. του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2018 με αφορμή το Μακεδονικό, ότι ο υπουργός Εξωτερικών «υπερασπίζεται τα επιχειρήματα των γειτόνων μας παρά τα συμφέροντα της χώρας», είναι απολύτως συμμετρική με τη δήλωση του αρχηγού της αντιπολίτευσης το 2012, ότι Παπαδήμος, Βενιζέλος, Παπανδρέου και Σαμαράς ήταν φερέφωνα του Σόιμπλε και ως εκ τούτου «μάλλον κάποιοι Ελληνες δεν είναι και τόσο Ελληνες».
Οκτώ χρόνια υψωμένων μνημονιακών δακτύλων και αντιμνημονιακής πύρινης δημαγωγίας, σωτήρων και προδοτών του έθνους ένθεν κακείθεν, ευλογημένων συμφωνιών και μαγικών συνταγών, μιας χώρας χωρίς προσανατολισμό και μιας Ευρώπης χωρίς κατεύθυνση. Ο απολογισμός μένει να γίνει, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει να συνοψίζεται σε αυτό που λέει ο Σολωμός στη «Γυναίκα της Ζάκυθος»: «Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Ετσι πάει το έθνος». Μετά από όλα αυτά, πώς μπορεί κανείς να έχει βεβαιότητες για το δίκιο της δικής του άποψης; Στο κάτω κάτω, ό,τι και αν υπερασπίστηκε κανείς, ο τελικός απολογισμός δείχνει πως είμαστε όλοι ηττημένοι.
Είναι ένα καθήκον ιστορικής ακριβοδικίας και αυτεπίγνωσης να μην ξεχάσουμε τίποτα· όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, είναι επίσης ένα καθήκον λήθης, όπως οι Γάλλοι, για να συνεχίσουν να είναι Γάλλοι, πρέπει να ξεχνούν τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Επείγει, όμως, να αναζητήσουμε μια καινούργια πολιτικοποίηση των διχασμών μας, για να μπορέσει να ανανεωθεί η συναίνεση στην κοινή μας διαβίωση ως πολιτική κοινότητα, σαν ένα «καθημερινό δημοψήφισμα», όπως ορίζει ο Ερνέστ Ρενάν το ρεπουμπλικανικό έθνος. Χωρίς δογματισμούς και φανατισμό, με μεγαλύτερη διαλλακτικότητα, μετριοπάθεια, και μια κάποια συγκράτηση στις εκτιμήσεις μας.
*Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά»
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου