Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Επαναχαράσοντας τα σύνορα στα Βαλκάνια




του Γιώργου Στάμκου

Πρέπει να θυμόμαστε ότι η γεωγραφία είναι γεγονός και όχι μοίρα. Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τη γεωγραφία, μπορούμε όμως, και πρέπει, ν’ αλλάξουμε τη μοίρα”. Κρίστοφερ Πάτεν, πρώην Επίτροπος για τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ.
Τα δυτικά Βαλκάνια, βρισκόμενα ανάμεσα στους “γεωπολιτικούς οδοστρωτήρες” της Δύσης (ΗΠΑ και Ε.Ε.) και της Ανατολής (Ρωσία, Τουρκία, Κίνα κ.ά.), εισέρχονται εκ νέου σε μια “ζώνη αναταράξεων”, η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει τους πολιτικούς γεωγράφους να ξαναπιάσουν δουλειά επανασχεδιάζοντας τους χάρτες της περιοχής ή, από μία άλλη άποψη, να τους “οριστικοποιήσουν”.
Το γκρίζο καθεστώς, που επέβαλε το ΝΑΤΟ από τον Ιούνιο του 1999 στο Κόσοβο, δημιούργησε στους Αλβανούς αυτής της πρώην σερβικής επαρχίας την ελπίδα ότι η ανεξαρτησία, την οποία και ανακήρυξαν το 2008, θα ήταν το επόμενο και τελικό βήμα -με τις ευλογίες μάλιστα της Δύσης και ιδιαίτερα της Ουάσιγκτον. Για να εμποδίσουν μάλιστα την μελλοντική επιστροφή του Γιουγκοσλαβικού/Σερβικού Στρατού, οι Αλβανοί εξτρεμιστές προχώρησαν, αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός τον Ιούνιο του 1999, στη βίαιη εκδίωξη του σέρβικου εθνικού στοιχείου και στην καταστροφή ιστορικών και καλλιτεχνικών μνημείων του σέρβικου πολιτισμού. Χωρίς ανθρώπους και μνημεία, οι Σέρβοι δεν θα είχαν πλέον ερείσματα για να επιστρέψουν στο Κόσοβο... 
Από τους 220.000 Σέρβους και Μαυροβούνιους που ζούσαν στο Κόσοβο (κατοικημένο τότε κατά 80-85% από Αλβανούς) στις αρχές του 1999 απέμειναν λιγότεροι από τους μισούς. Οι εναπομείναντες Σέρβοι του Κοσόβου (περίπου 100.000) συνεχίζουν να έχουν υπό τον έλεγχο τους, εκτός από κάποιους μικρούς και διάσπαρτους θύλακες στο κεντρικό και ανατολικό Κόσοβο, όλο το βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής (πάνω από το 10% της συνολικής της έκτασης), συμπεριλαμβανομένου και του βορείου τομέα της στρατηγικής σημασίας πόλης Κόσοβσκα Μίτροβιτσα, όπου κατοικούν 20.000 Σέρβοι, Βοσνιάκοι (Μουσουλμάνοι) και Ρομά (Τσιγγάνοι).
Η Κόσοφσκα Μίτροβιτσα (η πόλη ονομάζεται στα αλβανικά Mitrovica ή Mitrovicë και στα Σερβικά Косовска Митровица ή Kosovska Mitrovica) αποτελεί τη χαρακτηριστική περίπτωση μιας αυστηρά διαιρεμένης/διχοτομημένης πόλης των δυτικών Βαλκανίων. Στο βορρά ζουν κυρίως Σέρβοι, ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, και στο νότο οι Αλβανοί, που είναι κυρίως μουσουλμάνοι. Ανάμεσα τους ο ποταμός Ίμπαρ, που ρέει ορμητικά, προσπαθεί να ξεπλύνει το μίσος μεταξύ τους. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο τομέων είναι ελάχιστη, καθώς οι γέφυρες ελέγχονταν αυστηρά από τους Γάλλους στρατιώτες της KFOR και τα τελευταίαχρόνια από μία ευρωπαϊκή δύναμη αστυνόμευσης, ενώ τα επεισόδια και οι αιματηρές ταραχές είναι συχνό φαινόμενο. Το Μάρτιο του 2004 οι συγκρούσεις στη διηρημένη πόλη του Κοσσυφοπεδίου, Μιτρόβιτσα κράτησαν πολλές μέρες...
Η έλλειψη ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες στο Κόσοβο, παρ’ όλη την παρότρυνση της διεθνούς κοινότητας προς αυτή την κατεύθυνση, έχει δημιουργήσει μια ρευστή ατμόσφαιρα, όπου ευδοκιμούν πολλά σενάρια για καντονοποίηση ακόμη και διαίρεση της επαρχίας. Τα σενάρια αυτά είναι παλιά και επανέρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο. Το Μάιο του 2001 ο πρώην πρωθυπουργός της Σερβίας Νεμπόισα Κόβιτς πρότεινε τη διαίρεση του Κοσόβου σε δύο τομείς (αλβανικό και σέρβικο), επειδή «ούτε οι Σέρβοι ούτε οι αλβανόφωνοι έχουν το χρονικό περιθώριο να περιμένουν την προσέγγιση με την Ευρώπη, ενώ η δημιουργία δύο τομέων θα μπορούσε να οδηγήσει στη συμφιλίωση των ιστορικών δικαιωμάτων των Σέρβων και των εθνικών δικαιωμάτων των Αλβανών».
Σύμφωνα με την πρόταση του Κόβιτς η περιοχή των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου θα προστατεύεται από τον στρατό και την αστυνομία του Βελιγραδίου, ενώ οι αλβανοκοσοβάροι, έχοντας πλέον το ανεξάρτητο κράτος τους, θα παραμείνουν υπό την προστασία της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές θα εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση ότι το Κόσοβο τους ανήκει ολοκληρωτικά και θα αποφύγουν την εμπλοκή τους σ’ έναν νέο πόλεμο από τον θα βγουν και οι δύο χαμένοι. Οι Αλβανοί ωστόσο δεν συμβιβάστηκαν με τίποτε λιγότερο από την ολοκληρωτική ανεξαρτησία, χωρίς απώλεια κανενός τμήματος του Κοσόβου. Ανακήρυξαν τελικά την ανεξαρτησία το 2008, η οποία αναγνωρίστηκε από σχεδόν 100 κράτη μέλη του ΟΗΕ, αλλά δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο όλου του Κοσόβου και ειδικά του βορειοανατολικού σερβοκρατούμενου τομέα. Μάλιστα η οικονομική κατάσταση στο Κόσοβο είναι μονίμως τόσο άθλια ώστε το χειμώνα του 2014-15 περίπου 100.000 Αλβανοκοσοβάροι (ή το 7% του πληθυσμού της χώρας) εγκατέλειψαν την πατρίδα τους μέσα σε λίγες βδομάδες, περνώντας μέσα από τη Σερβία, και ζητώντας “άσυλο” σε ευρωπαϊκές χώρες. Σχεδόν κανείς τους δεν επέστρεψε στο Κόσοβο, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου μειώθηκε από περίπου 2 εκατομμύρια. κάτοικοι το 1998 σε 1,5 εκατομμύριο σήμερα. 
Σύμφωνα με τη σέρβικη γεωπολιτική άποψη η κοιλάδα του ποταμού Ίμπαρ, που ξεκινά από το βορειοανατολικό Κόσοβο, αποτελεί τον βασικό δρόμο εισβολής προς την κεντρική Σερβία και γι’ αυτό το λόγο η διχοτομημένη πόλη Κόσοβσκα Μίτροβιτσα παίζει για τους Σέρβους το ρόλο των «Θερμοπυλών», που εμποδίζει την γεωπολιτική προώθηση προς την καρδιά της Σερβίας...
Στη γειτονική πΓΔΜ οι ένοπλες συγκρούσεις του 2001 μεταξύ Αλβανόφωνων και Σλαβομακεδόνων, που απείλησαν να βυθίσουν τη χώρα σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, οδήγησαν δύο Σλαβομακεδόνες πανεπιστημιακούς να προτείνουν ένα τολμηρό σχέδιο για την «ειρηνική επίλυση» της τότε κρίσης. Οι δύο πανεπιστημιακοί, μέλη της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων, πρότειναν μια επικίνδυνη ανταλλαγή: Οι Αλβανοί μπορούν να αποσχίσουν τα εδάφη τους στα δυτικά της χώρας, γύρω από τις πόλεις Τέτοβο, το Γκόστιβαρ και να ενωθούν με την Αλβανία. Σε αντάλλαγμα θα πρέπει η Αλβανία να παραχωρήσει στην ΠΓΔΜ την δυτική όχθη της Οχρίδας με την πόλη Πόγραδετς και την δυτική όχθη της Μεγάλης Πρέσπας, όπου κατοικεί μια σλαβομακεδονική και μια βλαχική μειονότητα. Επίσης οι Αλβανοί θα έπρεπε να εκκενώσουν την πρωτεύουσα και τις περιοχές γύρω από το Κουμάνοβο.
Ωστόσο και οι δυο πλευρές ξέχασαν ότι, εκτός από τους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς, ζουν και άνθρωποι άλλων εθνικοτήτων στην ίδια περιοχή. Εκτός από τους Τούρκους, τους Σέρβους και τους Βλάχους, στην πΓΔΜ διαβιεί και μια μεγάλη «μικρή» μειονότητα, αυτή των Ρομά (Τσιγγάνων), που υπολογίζεται σε 250.000-300.000 (!), αν και δεν υπάρχουν ακριβείς στατιστικές. Ο μεγάλος αυτός αριθμός εξηγείται από το γεγονός ότι σ’ αυτή τη χώρα συγκεντρώθηκαν οι εκδιωγμένοι Τσιγγάνοι από τις άλλες εμπόλεμες περιοχές της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Για παράδειγμα στη Βοσνία ζούσαν πριν απ' τον πόλεμο 300.000 Ρομά, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τις 15.000. Στο Κόσοβο ζούσαν πριν απ' τον πόλεμο 200.000 Ρομά, ενώ σήμερα παρέμειναν εκβιαστικά ούτε 8.000. Οι περισσότεροι Ρομά πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στη πΓΔΜ, στην πρωτεύουσα της οποίας διοικούν μια ολόκληρη γειτονιά. Όπως και στις άλλες περιοχές, δεν γίνεται και στα Σκόπια κανένας λόγος γι’ αυτούς, που θα είναι από τα πρώτα θύματα κάθε σεναρίου ανταλλαγής πληθυσμών. 
Ευτυχώς όμως ούτε οι Σλάβοι, ούτε και οι Αλβανοί υποδέχθηκαν θερμά τότε το σχέδιο ανταλλαγής εδαφών και πληθυσμών, που πρότειναν οι δύο Σλαβομακεδόνες πανεπιστημιακοί. Ο πρώην Πρόεδρος της χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως «πρόκειται για την πιο επικίνδυνη εναλλακτική λύση για τη χώρα μας, καθώς απειλείται η εδαφική της ακεραιότητα και το δικαίωμα των κατοίκων της, αλλά και των κατοίκων των γειτονικών χωρών, να ζουν εντός των συνόρων των δικών τους χωρών... Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνον με νέο Βαλκανικό Πόλεμο». 
Αλλά και οι Αλβανοί απέρριψαν την πρόταση μέσω της απάντησης του τότε πρόεδρου της Ακαδημίας Επιστημών της Αλβανίας, Ιλι Πόπα, πως οι Αλβανοί που ζουν στα Σκόπια δεν επιθυμούν την επαναχάραξη των κρατικών συνόρων, δεν επιθυμούν να δουν τη χώρα να κατακερματίζεται, αλλά επιθυμούν την ενίσχυση της ως κοινό κράτος Αλβανών και Σλάβων. «Οι Αλβανοί ζητούν να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους και δεν θέλουν την καταστροφή της χώρας στην οποία ζουν», είπε χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν όμως και πιο απαιτητικές φωνές στην Αλβανία, που όχι μόνον υποστηρίζουν την αλλαγή των συνόρων, αλλά ζητούν και τη συνολική «γεωπολιτική διευθέτηση» του αλβανικού ζητήματος στα Βαλκάνια, με τη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας. Δύο πρώην διπλωματικοί αξιωματούχοι του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών είχαν στείλει στις 20 Ιουνίου του 2001 στον τότε επικεφαλής της Ε.Ε. για Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, Χαβιέ Σολάνα, μια πολυσέλιδη επιστολή, όπου ζητούσαν διόρθωση των «ιστορικών λαθών» της Ευρώπης με αλλαγές στο γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής, έτσι ώστε να περιέλθουν κάτω από μια κοινή κρατική «στέγη», όλοι οι Αλβανοί των Βαλκανίων. Οι δύο Αλβανοί πρώην διπλωμάτες ισχυρίζονται πως «κατά μήκος των συνόρων της Δημοκρατίας της Αλβανίας υπάρχουν εδάφη κατοικούμενα μόνον από Αλβανούς... Οι γείτονες των Αλβανών είναι Αλβανοί, άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν τον ίδιο πολιτισμό και αίμα. Κατά περίπτωση, τα εδάφη όπου ζουν συνιστούν την αυθεντική Αλβανία. Ενωμένα, αυτά τα εδάφη δε θα συνιστούσαν τη Μεγάλη Αλβανία, γιατί εντός των συνόρων της δε θα υπήρχε κανένα έδαφος, καμία περιοχή, που να ανήκει σε άλλους λαούς»…
Οι Αλβανοί, που αναμφίβολα βρίσκονται στην «καρδία» του βαλκανικού προβλήματος, αποτελούν την πιο αναθεωρητική εθνική ομάδα στα Βαλκάνια, η οποία υποστηρίζει θερμά την αλλαγή των σημερινών «πλασματικών» συνόρων στην περιοχή. Και δεν είναι οι μόνοι αυτοί.
Το Μάρτιο του 2001 είχαν συναντηθεί στην Ουάσιγκτον εκπρόσωποι του Πενταγώνου, του Λευκού Οίκου, της CIA, του Φόρεϊν Όφις, μαζί με τον Λόρδο Ντ. Όουεν, τον Χ. Κίσινγκερ κ.α. για συζητήσουν προτάσεις γεωπολιτικής «ανακατασκευής» των Βαλκανίων προς την κατεύθυνση δημιουργίας εθνικά καθαρών κρατών. Η εφημερίδα του Βελιγραδίου Γκλας δημοσίευσε στις 7 Ιουνίου του 2001 έναν σχετικό χάρτη με τα «νέα Βαλκάνια». Σύμφωνα μ’ αυτόν το βόρειο Κόσοβο θα ενωθεί με τη Σερβία και το υπόλοιπο τμήμα του, μαζί με το δυτικό τμήμα της πΓΔΜ θα ενωθεί με την Αλβανία, η οποία θα μετατραπεί έτσι σε μια «Ένωση Αλβανικών Χωρών».
Το υπόλοιπο σλαβομακεδονικό τμήμα της πΓΔΜ θα αποτελούσε μια κουτσουρεμένη, αλλά εθνικά πιο ομοιογενή, «Μακεδονία» (Βόρεια Μακεδονία, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών). Η Σερβία (μαζί με το βόρειο Κόσοβο) και το Μαυροβούνιο (μαζί με την επίμαχη χερσόνησο Πρέβλακα), θα ενωθούν με τη Σέρβικη Δημοκρατία της Βοσνίας και θα σχηματίσουν μια «Ένωση Σερβικών Χωρών» με πληθυσμό γύρω στα 10 εκατομμύρια.
Η Ερζεγοβίνη, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Κροατοβόσνιων, θα ενωθεί με την Κροατία κι έτσι η Μουσουλμανική Βοσνία θα γίνει ένα ανεξάρτητο μεν αλλά κράτος-τσέπης! Για να «τετραγωνιστεί ο κύκλος» του βαλκανικού προβλήματος το σχέδιο περιλάμβανε και αλλαγές εκτός πρώην Γιουγκοσλαβίας: παραχώρηση της Τρανσυλβανίας, που κατοικείται από 1,5 εκατομμύριο Ούγγρους, στην Ουγγαρία και της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας, που κατοικείται από Τούρκους, στην Τουρκία. Ευτυχώς το σχέδιο αυτό για τα “Νέα Βαλκάνια”, που εκπονήθηκε την ίδια εποχή με το αμερικανικό σχέδιο για τη “Μεγάλη Μέση Ανατολή”, έμεινε μόνο στα χαρτιά και στις φαντασιώσεις των Βαλκάνιων εθνικιστών.
Έτσι τουλάχιστον νομίζαμε, ώσπου πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως Αμερική (Τραμπ) και Ρωσία (Πούτιν) συζήτησαν ανοικτά το ζήτημα της επαναχάραξης και “διορθώσεις” των συνόρων στο Κόσοβο με την ανταλλαγή εδαφών μεταξύ Σερβίας και (αλβανικού) Κοσόβου ως οριστικού τρόπου επίλυσης ενός χρόνιου προβλήματος. Ο Σέρβος πρόεδρος Αλεξάντερ Βούτσιτς, έχοντας πλέον Ερντογανικού τύπου υπερεξουσίες στο εσωτερικό της Σερβίας, φέρεται πως συζήτησε παρασκηνιακά αυτό το ενδεχόμενο με τον πρωθυπουργό του Κοσόβου Χασίμ Θάτσι -πρώην ηγέτη του UCK και “μαύρο πανί” για τους Σέρβους εθνικιστές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέρρευσαν στον Τύπο, Βούτσιτς και Θάτσι, συζήτησαν το ενδεχόμενο να ενσωματωθεί επίσημα το σερβοκρατούμενο βορειοανατολικό Κόσοβο στη Σερβία, ως αντάλλαγμα την επίσημη αναγνώριση του υπόλοιπου Κοσόβου από τη Σερβία, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις Βελιγραδίου και Πρίστινας με την Ουάσιγκτον (ΝΑΤΟ) και τις Βρυξέλλες (Ε.Ε.). Στα πλαίσια αυτής της “διευθέτησης” η συνοριακή πόλη του Πρέσεβο, στη νοτιοδυτική Σερβία, που κατοικείται κατά 95% από Αλβανούς θα ενσωματώνονταν στο Κόσοβο.
Όχι όμως και η πλειονότητα των γύρω αλβανικών χωριών της στρατηγικής σημασίας κοιλάδας του Πρέσεβο, στη νότια Σερβία, που θα παρέμεναν ως μειονοτικά χωριά στο εσωτερικό της Σερβίας, όπως θα παρέμεναν ως μειονότητα και οι περίπου 40.000 Αλβανοί του Μπουγιάνοβατς και της Μέντβετζα. Ειδικά η κοιλάδα του Πρέσεβο, που συνδέει τον ποταμό Μοράβα με τον Βαρδάρη/Αξιό, και κατεπέκταση το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη, θεωρείται από τους Σέρβους ύψιστης γεωστρατηγικής σημασίας για να εγκαταλειφθεί ή να παραχωρηθεί. Σε αντιστάθμισμα της μικρής αλβανικής μειονότητας στη νότια Σερβία, οι Σέρβοι και οι σέρβικες κοινότητες του κεντρικού και νότιου Κοσόβου, ειδικά στις περιοχές Γκρατσάνιτσα, Νόβο Μπρντο, Γκνίλανε και Στρέπτσε, θα παρέμειναν πολίτες του Κοσόβου απολαμβάνοντας πλήρως τα μειονοτικά τους δικαιώματα που θα προστατεύονταν κι από την Ε.Ε.
Ειδικό καθεστώς αυτοδιοίκησης θα είχαν και τα μεσαιωνικά σέρβικά ορθόδοξα μοναστήρια του Κοσόβου. Το όλο σενάριο εδαφικού διαχωρισμού δεν είναι τόσο απλό όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά παρουσιάζει πολυπλοκότητα “Κυπριακού” έχοντας πολλές παραμέτρους. Οι δε αντιδράσεις στο εσωτερικό και των δύο πλευρών, ειδικά μεταξύ των πιο εθνικιστών, υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες κάνοντας λόγο για “προδοσία”, ακόμη και για “αφορμή έναρξης ενός νέου πολέμου” στα Βαλκάνια. Ορισμένοι μίλησαν για μια ακόμη “πρόταση του αέρα” που ρίχτηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας μόνο και μόνο για να “καεί”.
Σε κάθε περίπτωση στο ζήτημα του Κοσόβου παρατηρείται τελευταία έντονη κινητικότητα, που οφείλεται εν μέρει και στη Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Αθήνας-Σκοπίων, ως τμήμα μιας διαδικασίας οριστικής διευθέτησης, σταθεροποίησης και ένταξης των δυτικών Βαλκανίων στο Ευρωατλαντικό σύστημα. Σημαντική “λεπτομέρεια”: Η σκοτεινή δολοφονία του μετριοπαθούς Σέρβου πολιτικού Όλιβερ Ιβάνοβιτς στις 16 Ιανουαρίου του 2018 στη βόρεια Μητροβίτσα, δεν είναι καθόλου άσχετη με τα παραπάνω. Ο Ιβάνοβιτς, Σέρβος του Κοσόβου και ηγέτης του μικρού σερβικού κόμματος SDP (Srbija, demokratija, pravda, δηλαδή Σερβία, Δημοκρατία, Δικαιοσύνη), ήταν υπέρ του διαλόγου με την Πρίστινα, κατά του εθνικισμού κι από τις δύο πλευρές, και υπέρ της ειρηνικής συμβίωσης Αλβανών και Σέρβων του Κοσόβου. Αν ζούσε και δεν είχε δολοφονηθεί, πιθανώς από σέρβικη παραστρατιωτική ομάδα, θα ήταν από τους πρώτους που θα αντιδρούσε και θα αντιστέκονταν δυναμικά σε όποιο σχέδιο διχοτόμησης του Κοσόβου και επαναχάραξης των συνόρων. Εκείνοι που επέλεξαν να τον “βγάλουν από τη μέση” σίγουρα δε θα το ήθελαν αυτό. 
Τελειώνοντας το όλο σχέδιο για την επαναχάραξη των συνόρων στα δυτικά Βαλκάνια, ξεκινώντας από το Κόσοβο, και την κατασκεύη «εθνικά καθαρών» κρατών, είναι χωρίς δεύτερη σκέψη άκρως επικίνδυνο και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον έπειτα από έναν νέο Βαλκανικό Πόλεμο. Το σχέδιο αυτό, που προβλέπει ανταλλαγές πληθυσμών και οι μοιρασιές εδαφών, δεν αποτελεί λύση. Αντίθετα καθιστά ανεξέλεγκτο το βαλκανικό πρόβλημα. Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και γενικώς η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες λύσεις για την περιοχή. Κλειδί για την ειρήνη στα σημερινά Βαλκάνια είναι ο σεβασμός απέναντι στις μειονότητες και παροχή ίσων ευκαιριών σ’ αυτές, και ταυτόχρονα ο σεβασμός των υπαρχόντων συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της περιοχής. Η λύση δεν είναι η αλλαγή των συνόρων, αλλά η αλλαγή της συμπεριφοράς των βαλκανικών λαών.

* Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, ειδικός για τα Βαλκάνια, και δημιουργός του Ζενίθ

Πηγή: tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου