Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Ο δυστυχής είμαι δούλος Έλλην



του Θανάση Βασιλείου

Θυμάμαι τον Μακρυγιάννη: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι». Όχι ότι ο Μακρυγιάννης δεν είχε βάλει την κουτάλα του στο βάζο με το μέλι, αλλά έστω, παραδέχομαι το μέτρο και την ακρίβεια της κουβέντας του.
Ακούω τις ειδήσεις, παρακολουθώ τις συζητήσεις στη Βουλή, τις τηλεοπτικές κόντρες. Τούτη την πατρίδα, δεν την έχουν όλοι. Την έχουν μερικοί, παίγνιο, φέουδο, δοβλέτι, αποικία χρέους. Μερικοί, στη δημόσια σφαίρα, ζουν από την κρίση και μερικοί άλλοι—η περίφημη πλειοψηφία, τύραννος και τυραννούμενος μαζί— βασανίζονται παραδειγματικά.
Και κάθε μέρα, μετά τους τίτλους τέλους των δελτίων και ενημερωτικών εκπομπών, όλοι είναι ευχαριστημένοι: οι οικοδεσπότες γιατί έβγαλαν άξια τον μισθό τους, και οι προσκεκλημένοι γιατί δικαιολόγησαν πράγματα που δεν δικαιολογούνται σε ένα ατελείωτο blame game, έναν πετροπόλεμο ευθυνών ο οποίος διαχέεται από την κορυφή προς τα κάτω: «τον τάπωσα», «τους τα είπα», «τα έχωσα» κ.λπ. μέχρι να φτάσουμε στα άκρως πολιτικά θέματα «της γραβάτας» και του «too good to be true».
Η Ελλάδα δεν είναι μία∙ είναι πολλές Ελλάδες –καλές και κακές. Και η Ευρώπη, ομοίως, είναι πολλές Ευρώπες. Οι κουβέντες, είναι αποσπασματικές και ατελείς. Ποτέ δεν θα πιάσουν την πραγματικότητα παρά μόνον ένα μέρος της. Οι συνειδήσεις είναι πιο δύσκολες και πιο αδιαφανείς. Και τα βιώματα, αυτό που λέμε καθημερινότητα, είναι ό,τι ξέρουμε.
Είναι αυτό που θα πρέπει να αλλάξει —και είναι το πιο δύσκολο. Να αλλάξει η δική μας στάση. Μερικοί δεν μπορούν να αλλάξουν γιατί δεν θέλουν. άλλοι, γιατί απλώς είναι ανήμποροι. Στους τελευταίους δεν μπορείς να λες ότι «δεν φταίω εγώ που σου κόψανε τη σύνταξη»∙ ούτε μπορείς να λες στον ζητιάνο «σα δε ντρέπεσαι να κάνεις ανέντιμη ζητιανιά, αφού είσαι εις θέση να εργαστείς», γιατί ο επαίτης μπορεί να σου πει ότι, απλά, δεν βρίσκει κάπου να εργαστεί.
Η απόσταση από το «ζητάω χρήμα και όχι συμβουλές» έως την έμμονη κατάσταση μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης που λάτρεψε το χρέος και που από δημόσιο –προκειμένου να αποτινάξει τις δικές της ευθύνες— το μετατρέπει σε ιδιωτικό είναι μεγάλη και ξεπερνάει την φαντασία του απατεώνα του 1920 Ταρλς Πόντζι.
Και η λογική «σας δανείζουμε υποχρεωτικά για να μας δώσετε πίσω αυτά που μας χρωστάτε, αλλά κρατάμε το προνόμιο να κάνετε ότι θέλουμε και να αλλάζουμε τους όρους των συμφωνιών όποτε εμείς θέλουμε και να σας δίνουμε δανεικά όποτε και αν θέλουμε» απέχει πολύ από αυτά που θεωρούνται fair play και έμπρακτη αλληλεγγύη.
Και αυτό θα πρέπει να αλλάξει στο επίπεδο της πολιτικής. Και στο επίπεδο της πολιτικής, υπάρχουν οι παρατάξεις που δουλεύουν μεν για την αυτοσυντήρησή τους η οποία, όμως, έρχεται από την χειροπιαστή πραγμάτωση του summum bonum, του κοινού καλού. Έχει σημασία η κατεύθυνση, αν θέλουμε να μιλήσουμε σε επίπεδο θεωριών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων, αλλά αυτή την στιγμή έχει μεγαλύτερη σημασία η γάτα να πιάνει το ποντίκι. Και η πολιτική τάξη στην Ελλάδα θρέφει το ποντίκι, μολύνοντας την κοινωνία.
Θυμάμαι περίπου τις κουβέντες με τις οποίες ο Καμύ έκλεινε τον «Επαναστατημένο άνθρωπο»: «Το μυστικό της Ευρώπης είναι ότι πλέον δεν αγαπά τη ζωή». Αλλά αυτή η παραδοχή είναι ζοφερή, όπως και ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν μπορεί ούτε θέλει να σωθεί.
Οι σωτήρες, έχουν τελικά βγαλμένα τα μάτια τους και δεν βλέπουν. Σβήνουν τη χαρά από τα ταμπλό και ασκούνται σε απάνθρωπες τελετουργίες με κόκκινες γραμμές και ημερομηνίες λήξεως. Όμως, είναι διαφορετικός ο πολιτικός χρόνος για τη Γαλλία, τη Γερμανία, και διαφορετικός για την Ελλάδα.
Και που βρίσκεται τελικά η σωτηρία; Πού πάει το ζεστό δημοσιονομικό χρήμα; Για ποιον είναι; Με τη φωνή του εθνικού ήρωα, ποιητή και Ηπειρώτη πρόσφυγα πολέμου Κ. Δ. Κρυστάλλη:
"Όχι! Μοι απαντούν, όσοι καταδέχονται να με ακούσουν και να μοι ομιλώσι. Όχι! Δεν είναι δια σε τα χρήματα του Έθνους, είναι δια τα στόματα των ελεύθερων Ελλήνων, των υποστηρικτών των Βουλευτών, των Κομμάτων, των Καταστροφέων του Έθνους. Κι εγώ; Ο δυστυχής είμαι δούλος Έλλην, ξένος δηλαδή ενταύθα υπολογιζόμενος, και μόνος, άνευ ουδενός να με οδηγεί εις τον έναν και εις τον άλλον".
Αυτή είναι η κουβέντα: άνευ ουδενός, εις τον ένα και τον άλλον. «Εις τας χείρας του τυχόντος», όπως είχε πει και ο Παπαδιαμάντης –δηλαδή το ελλείπον δικό μας σχέδιο. Βέβαια, ούτε ο Κρυστάλλης ούτε ο Παπαδιαμάντης ζουν για να δουν ότι ο δούλος άντεξε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις.
Έκανε υπομονή, όπως έλεγε ο Καμύ, αλλά απωθώντας τες ίσως μέσα του∙ «αλλά μια και σώπαινε, συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντά του, παρά για τη συνειδητοποίηση του δικαιώματος της ελευθερίας του».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου