Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Μια σκληρή ανάμνηση



του Λευτέρη Τσίλογλου

Ήταν η μέρα που έφτανε με τρένο απ’ τη Θεσσαλονίκη, η σορός του δολοφονηθέντος βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Την εποχή εκείνη ήμουν φοιτητής. Τα ρούχα που διέθετα ήταν ασφυκτικά περιορισμένα κι έτυχε εκείνη την ημέρα να μην έχω καθαρό πουκάμισο. Έτσι δανείστηκα από τον συγκάτοικό μου μια μπλούζα. Αυτές που τότε έλεγαν μπλούζες κολλεγίου. Ήθελα να είμαι κάπως ντυμένος γιατί το απόγευμα προς το βράδυ η νεολαία της Αριστεράς οργάνωνε στον Πειραιά μια συγκέντρωση τιμής και σεβασμού.
Η ελληνική κοινωνία ήταν από μέρες σε διέγερση, μετά την απροκάλυπτη δολοφονική επίθεση σ’ έναν εκπρόσωπο του ελληνικού κοινοβουλίου. Ανήσυχη αλλά κι αποφασισμένη, κάτω από τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων για τον εσμό των παρακρατικών οργανώσεων. Για μια ακόμα φορά φάνηκε ανάγλυφα πως δρούσαν ανενόχλητες ανά την ελληνική επικράτεια και εργάζονταν, σε αγαστή συνεργασία, με ορισμένα κέντρα της κρατικής εξουσίας και με σκοπό τη διατήρηση τους με κάθε θυσία στην εξουσία. Όμως το λαϊκό κίνημα το τελευταίο διάστημα φούντωνε και ο άνεμος της επερχόμενης αλλαγής θώπευε τις κρυφές ελπίδες μας. Νέες δραστήριες δυνάμεις έμπαιναν στο στίβο των αγώνων σπάζοντας την ατμόσφαιρα τρομοκρατίας που η δεξιά είχε επιβάλει τα προηγούμενα χρόνια στην ελληνική πολιτική ζωή.
Εμείς, νέοι με ζεστό αίμα, σίγουροι για το δίκιο των αιτημάτων μας, εκείνη την εποχή δεν περπατούσαμε. Με τη νεανική ζωντάνια, συνδυασμένη και με την δικαιολογημένη αφέλεια που σέρναμε, πετούσαμε, πνιγμένοι από την αγανάκτηση, απαιτούντες την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, υπεραισιόδοξοι ότι η νίκη πλέον μας προσεγγίζει καλπάζοντας. Συγχρόνως ήμασταν αποφασισμένοι για κάθε προσφορά και προσωπική θυσία.
Ο σταθμός του τρένου φυλαγόταν από ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας και ήταν δύσκολο να τον προσεγγίσουμε. Δε θυμάμαι ακριβώς πως, έπεσε γραμμή - από στόμα σε στόμα - να πάμε στο Πασαλιμάνι. Τι τραγικό! Είχα πάει παρέα με δυο αγαπημένους φίλους, που έφυγαν τόσο νωρίς από κοντά μας. Τον Γιάννη Μπανιά και τον Τάκη Παππά. Κι οι τρεις, εκείνη την εποχή, μέλη του οργάνου της σπουδάζουσας στη νεολαία της ΕΔΑ είχαμε και καθοδηγητικές ευθύνες. Όταν θεωρήθηκε ότι μαζεύτηκαν αρκετοί, άρχισαν τα αντικυβερνητικά συνθήματα, αλλά αμέσως καταλάβαμε ότι πέσαμε σε παγίδα. Από τους παράδρομους βγήκαν πάνοπλες οι διμοιρίες των αστυφυλάκων αποφασισμένοι να μας λιώσουν. Και το πέτυχαν. Το ξύλο που έπεσε ήταν πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο. Μέσα σε λίγο χρόνο άνοιξαν κεφάλια και το αίμα έτρεχε άφθονο.
Ενώ ετοιμαζόμασταν για στρατηγική αποχώρηση, δίπλα μου ήρθε ένα νέο παιδί με το πρόσωπο γεμάτο αίματα απ’ το ανοιγμένο κεφάλι του. Τον αγκάλιασα και κίνησα να το πάω παράμερα για λόγους προστασίας. Μάταια. Αμέσως έπεσα κι εγώ θύμα ξυλοδαρμού, με τελική κατάληξη τη σύλληψη μου. Δυο όργανα με έσυραν κυριολεκτικά κρατώντας με σφιχτά από τα χέρια προς την πλατεία Κοραή. Όταν μετά κόπων και βασάνων φτάσαμε εκεί βρέθηκα μπροστά σε μια νέα δυσάρεστη έκπληξη.
Κατά μήκος του δρόμου, μέχρι το αστυνομικό τμήμα ήταν παρατεταμένοι πάνοπλοι αστυνομικοί σε δυο σειρές, δημιουργώντας ένα στενό διάδρομο. Όχι ως τιμητική φρουρά, αλλά έχοντας ίσως και την εντολή να χτυπάνε κατά βούληση τους άτυχους που περνούσαν αναγκαστικά απ’ ανάμεσά τους. Τότε το αστυνομικό τμήμα βρισκόταν επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου (σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου) δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.
Τέτοιο ξύλο δεν είχα μέχρι τότε δοκιμάσει. Αυτό θα γινόταν μετά από λίγα χρόνια και με άλλη μέθοδο στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Όλοι οι συλληφθέντες οδηγηθήκαμε σε όροφο και στα σκαλιά ανεβαίνοντας συνεχίστηκε χωρίς διακοπή το μαρτύριο του άγριου ξυλοδαρμού από αστυφύλακες που ήταν παρατεταμένοι κατά μήκος της σκάλας. Εκεί συνάντησα φίλους και γνωστούς σε άθλια, σαν και μένα, κατάσταση. Κάποιους θυμάμαι και θα τους αναφέρω, αλλά για κάθε ενδιαφερόμενο υπάρχουν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο Μιχάλης Οικονόμου, που κρατούσε το αυτί του, με εσωτερική αιμορραγία, η γυναίκα του Πόπη Στρατή, αδελφή του φίλου Γιάννη. Ο Γιώργος Ντάσσης, αδελφός του Στράτου, και πολλοί άλλοι που ας με συγχωρήσουν που δεν θυμάμαι και δεν τους αναφέρω στη σημερινή μου αναφορά.
Μας άφησαν ελεύθερους, χωρίς να μας απαγγείλουν κατηγορίες- με ποιες άλλωστε- γύρω στις τρεις το πρωί, στραπατσαρισμένους και με έκδηλα τα σημάδια της κακοποίησης. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η καθαρή και δανεισμένη μπλούζα του συμπατριώτη μου ήταν γεμάτη με αίματα δικά μου, αλλά και του παιδιού που αποπειράθηκα να προστατεύσω. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, για ταξί με τα δεδομένα της εποχής ούτε συζήτηση.
Με μεγάλη δυσκολία και σε ώρες περπατώντας κατορθώσαμε, εγώ κι ο Γιώργος, να φτάσουμε με τα πόδια στο σπίτι του που ήταν κοντά στο σταθμό του ηλεκτρικού της Καλλιθέας. Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου. Σκεπτόμενος μετά τόσα χρόνια τα γεγονότα, μου μένει, ως ζωντανή ανάμνηση, η λύσσα των αστυνομικών οργάνων και η ένταση του ξυλοδαρμού. Ίσως ήταν ένα είδος προειδοποίησης. Το μήνυμα τρομοκράτησης που ήθελε να δώσει η αστυνομία είχε δοθεί, αλλά εμείς εκείνη την εποχή δεν χαμπαρίζαμε τίποτα και δεν ορρωδούσαμε προ ουδενός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου