του Κώστα Γαλανόπουλου
Η συζήτηση περί επιλογής του μικρότερου κακού προϋποθέτει την εξής παραδοχή: ότι υπάρχουν δύο πράγματα τα οποία είναι δυνατόν να ζυγιστούν και, ως ανισοβαρή, να βρεθεί το ελαφρύτερο. Αυτή, όμως, η παραδοχή με τη σειρά της προϋποθέτει ότι τα αντιπαραβαλλόμενα μέρη είναι της ίδιας φύσης και ότι αυτή η κοινή φύση μάς παρέχει και το μέτρο που μας επιτρέπει να σταθμίσουμε τη βαρύτητα των συνεπειών τους.
Αν δεχθούμε τα παραπάνω, τότε μπορούμε να αρνηθούμε την ίδια τη νομιμότητα της επιλογής μεταξύ των δύο, στρέφοντας την κριτική μας σε αυτήν ακριβώς την κοινή φύση η οποία καθιστά την όποια διαφοροποίηση επιμέρους και άρα μη καθοριστική. Ή, από την άλλη, σταθμίζοντας την ένταση και έκταση των συνεπειών, να επιλέξουμε το μέρος που μας φαίνεται ως εκείνο με τις ελαφρύτερες συνέπειες.
Η επιχειρηματολόγηση υπέρ της μιας ή της άλλης στάσης είναι συνεπώς νόμιμη, καθώς ο κοινός τόπος είναι ακριβώς αυτή η προϋποτιθέμενη δυνατότητα αντεπιχειρηματολογίας. Τι γίνεται, όμως, όταν το ένα από τα δύο μέρη καταργεί εξαρχής αυτή τη δυνατότητα, τοποθετούμενο εκτός του κοινού αυτού τόπου; Τότε, η όποια νομιμότητα του, αποδεκτού ή μη, διλήμματος καταρρέει.
Και αυτό είναι που συμβαίνει όταν στο ένα πιάτο της ζυγαριάς τοποθετείται ο φασισμός. Το δίλημμα, τότε, δεν αφορά την αποδοχή του ή όχι, αφορά την ίδια τη δυνατότητα του διλήμματος. Η ελεύθερη επιλογή προσδιορίζει το ένα από τα δύο σημεία του κοινού τόπου που ο φασισμός αρνείται και καταργεί. Το δεύτερο σημείο το οποίο ο φασισμός αρνείται είναι η καταστατική και προγραμματική δέσμευση στην επιδίωξη της όσο το δυνατόν πληρέστερης και καθολικότερης συνθήκης ευζωίας και ευδαιμονίας.
Από τις μοντέρνες πολιτικές ιδεολογίες είναι μόνο ο φασισμός ο οποίος αρνείται, καταστατικά, τη δέσμευση αυτή, καθώς από τη δική του ευτοπία αποκλείονται εξαρχής μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Και είναι ακριβώς μέσω αυτού του αποκλεισμού πάνω στον οποίο βασίζεται η επίτευξη της φασιστικής ευτοπίας.
Η αυτονομία του φασιστικού φαινομένου δεν σημαίνει ότι ο φασισμός αποτελεί μια παρεκτροπή ή την εξαίρεση από τον κανόνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το τερατογέννημα παραμένει τέκνο των γεννητόρων του, είναι όμως με τον δικό του τρόπο διά βίου ανάδελφο.
Η θέση ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να οδηγήσει ή αποτελεί ήδη μια μορφή φασισμού παραβλέπει όλα τα παραπάνω. Πρόκειται για μια διαφορετική μορφή αναγωγισμού, καθώς παραβλέπει ότι την εμφάνιση του φασισμού κάνουν δυνατή μια σειρά από βαρύτατα ιδεολογικά και αξιακά φορτία, τα οποία μπορούν να είναι, και εν πολλοίς είναι, αντικαπιταλιστικά και αντιαστικά.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί στρεβλωτική συνέχεια του φιλελευθερισμού, οι καταστατικές αρχές του οποίου είναι ως προς τα δύο σημεία που αναφέραμε δομικά αντιφασιστικές. Ακόμη και αν ο φιλελευθερισμός αποτυγχάνει, και θα εξακολουθεί να αποτυγχάνει, στην επίτευξη της δικής του ουτοπίας, η επικαιροποιημένη εκδοχή του σοσιαλφασισμού ως «φιλεφασισμού» και «νεοφιλεφασισμού» παραμένει εξίσου τερατώδης.
Αλλωστε, η επισήμανση των αυταρχικών και αντιδημοκρατικών συνεπειών ως προδρόμων, ή ως μορφών, του φασισμού μπορεί να στρέψει το βλέμμα και προς άλλες κατευθύνσεις. Ομως ούτε ο σταλινικός ολοκληρωτισμός είναι μορφή φασισμού, και αυτό δεν αποτελεί απλώς ζήτημα εννοιολογικής καθαρότητας.
Ο Richard Evans περιγράφει πώς το ναζιστικό καθεστώς χρειάστηκε μια μακρά περίοδο σταδιακής επιβολής της απόλυτης δικτατορίας του. Αυτό έγινε δυνατό μέσω της συστηματικής καταστολής όλων των πολιτικών και κοινωνικών δημοκρατικών θεσμών και των αντίστοιχων δικαιικών εγγυήσεων (Richard Evans, «The Third Reich in Power», Penguin, 2006).
Η αποτυχία, και απροθυμία, των αντιφασιστικών δυνάμεων να συγκροτήσουν ένα αδιάρρηκτο Λαϊκό Μέτωπο έδωσε τη δυνατότητα στο ναζιστικό κόμμα να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που το αστικό κράτος παρείχε, με στόχο όχι μόνο την κατάργησή του αλλά και την αποψίλωση του κοινού τόπου της νεωτερικότητας.
Η ταύτιση του φασισμού με τον καπιταλισμό, και τώρα με τον νεοφιλελευθερισμό, παραβλέπει ότι τα φασιστικά κινήματα κινητοποιούν μεγάλους αριθμούς πολιτών ακριβώς σε μια αντικαπιταλιστική και αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Το να αρνούμαστε αυτό το γεγονός σημαίνει ότι αρνούμαστε την αυτεξουσιότητα και συνειδητότητα αυτών των πολιτών, επαναφέροντας από την πίσω πόρτα λανθασμένες ερμηνείες του φασισμού ως πολιτικής έκφρασης μαζικού ανορθολογισμού.
Η εναντίον τους πολεμική οφείλει να αντιμετωπίζει τις διακηρυγμένες πολιτικές, ιδεολογικές και αξιακές θέσεις τους ως τέτοιες, στην ονομαστική αξία τους -και όχι να ερμηνεύει ένα μαζικό πολιτικό κίνημα μέσω δικών της ερμηνειών για τις ανομολόγητες βλέψεις ή τις κεκαλυμμένες ή «αληθινές» πολιτικές των ακροδεξιών ελίτ. Ο πόλεμος είναι, πρωτίστως, πόλεμος ιδεών και στις φασιστικές ιδέες δεν αφήνεις το παραμικρό περιθώριο επένδυσής τους με κυβερνητική εξουσία. Με το όποιο κόστος.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου