Για μένα το καλοκαίρι ξεκινάει όταν ανοίγουν οι πόρτες των θερινών κινηματογράφων. Όταν ζωντανεύουν οι ταράτσες, τα πάρκα, οι ακάλυπτοι χώροι των πολυκατοικιών κι όπου αλλού μπορεί να φιλοξενηθεί το λευκό πανί της μεγάλης οθόνης, προσφέροντας στη καθημερινότητά μας μία ξεχωριστή μαγεία. Η μαγεία αυτή είναι ακόμη πιο έντονη όταν στη μεγάλη οθόνη προβάλλονται ταινίες από τον παλιό καλό κινηματογράφο και συγκεκριμένα από την περίοδο της Nouvelle Vague. Πόσο μάλλον όταν η ταινία είναι δημιούργημα του πρωτοπόρου σ' αυτό το κινηματογραφικό κίνημα Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και για να γίνω πιο σαφής, όταν προβάλλεται η τρίτη κατά σειρά ταινία του, το "Vivre sa vie" με την αξεπέραστη γοητεία της Άννα Καρίνα.
Η ιστορία αναφέρεται σε μία νεαρή κοπέλα την Νανά, η οποία εγκαταλείπει τον σύντροφό της και το παιδί τους για να ακολουθήσει το όνειρο της και να γίνει σταρ του θεάτρου αλλά και του σινεμά. Όμως για να το πετύχει αυτό, γίνεται βορά στους άλλους θυσιάζοντας κομμάτια του εαυτού της και της ελευθερίας της, φτάνοντας στο σημείο να προσφέρει και την ίδια της τη ζωή. Παρόλο που η Νανά θεωρεί πως η ψυχή της θα μείνει ανεπηρέαστη στην επιλογή που κάνει για να επιβιώσει και να διεκδικήσει την ελευθερία της, στην πορεία θα διαπιστώσει πως όλα είναι φθαρτά και μη αναστρέψιμα. Δυστυχώς αυτό το συνειδητοποιεί πια αργά, σε μια κατάσταση που δεν έχει γυρισμό.
Η ταινία χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια, τα οποία δείχνουν βήμα προς βήμα την οικονομική παρακμή και την εκπόρνευση της πρωταγωνίστριας. Παρόλο που τα κεφάλαια συσχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τους προσφέρει διαφορετικό εκφραστικό ύφος, προβληματισμό αλλά και τρόπο κινηματογράφησης. Μέσα σ' αυτά τα κεφάλαια παρακολουθούμε την Νανά να κάνει στην καθημερινότητά της διάφορες πρόβες όχι επειδή επιδιώκει να βρει το σωστό τονισμό ενός θεατρικού μονόλογου αλλά διότι πιστεύει πως γίνεται πιο κατανοητός αυτός που προφέρει πεντακαθαρά αυτά που θέλει να πει σε άλλους ανθρώπους.
Παράλληλα, η ηρωίδα αρχίζει να φιλοσοφήσει το νόημα της ζωής μέσα από συζητήσεις με διάφορους θαμώνες, μέσα από εσωτερικούς μονόλογους σε μοναχικές περιπλανήσεις στο Παρίσι ή χορεύοντας παιχνιδιάρικα γύρω από ένα μπιλιάρδο. Το αποκορύφωμα αυτών των εσωτερικών αναζητήσεων εκδηλώνεται στη συζήτηση που αναπτύσσει με τον υπαρξιστή Μπράις Παρέν, όπου πραγματοποιείται μια ανάλυση της επικοινωνίας, του έρωτα και της αγάπης.
Στη συζήτηση αυτή, η Νανά αναρωτιέται αν είναι ανάγκη οι άνθρωποι να μιλούν μεταξύ τους. Ένας εύστοχος προβληματισμός που ξεπηδάει μέσα από μία κοινωνία που φλυαρεί αλλά δεν λέει απολύτως τίποτα. Ο φιλόσοφος με την άκρως ευγενική φυσιογνωμία του, της εξηγεί τους λόγους που θεωρεί πως οι λέξεις έχουν αξία, καθώς μ' αυτές εκφράζονται τα συναισθήματα κι η αγάπη. Με τις λέξεις γράφεται η ιστορία. Με τις λέξεις συνδεόμαστε με το παρελθόν και προσπαθούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον.
Η ηρωίδα της ιστορίας, με το όνομα Νανά να προέρχεται σίγουρα από το διάσημο βιβλίο του Εμίλ Ζολά, παραμένει καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας μία αινιγματική προσωπικότητα. Δε μαθαίνουμε τίποτα για το παρελθόν της, τους ανθρώπους της και τα όνειρά της. Μοιραζόμαστε μόνο τις παροντικές της σκέψεις. Οι μπρεχτικοί διάλογοι που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, αναπτύσσουν τους προβληματισμούς του δημιουργού για το νόημα της ζωής αλλά και τον ρόλο του καθενός μας στην κοινωνία. Βρήκα εξαιρετική τη συζήτηση της Νανά με μία φίλη της όπου της εξηγεί το πόσο υπεύθυνος οφείλει να είναι κανείς με τις πράξεις του και τη ζωή του. Με απλές κι ορθές αποφάσεις ορίζει ο καθένας την πορεία του σ' αυτή τη ζωή.
Ο δημιουργός μέσα από τη συγκεκριμένη ταινία, συνδυάζει με μεγάλη μαεστρία τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ, παρουσιάζοντας έναν κόσμο προσωπικής σκέψης που μέσα από τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη και τις συνεχείς αναφορές και παραπομπές, παίζει ένα διαρκές κρυφτό με τον θεατή. Παράλληλα "αφήνει" τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν και να δράσουν ελεύθερα, δίνοντας τους μ' αυτόν τον τρόπο μια απίστευτη αυθεντικότητα στα πρόσωπα που υποδύονται.
Η Άννα Καρίνα για μία ακόμη ταινία είναι ένα όνειρο. μέσα από την ερμηνεία της, την παιχνιδιάρικη συμπεριφορά της, το γοητευτικό της βλέμμα, τη μυστηριώδης προσωπικότητά της και την εκπληκτική της φωνή. Ένας άγγελος που έτυχε να γεννηθεί στη Δανία και να αναδειχθεί στη Γαλλία, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του για πάντα τόσο στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο όσο και στις καρδιές μας. Ερμηνευτικά ήταν εκπληκτική, με εντυπωσιακό το πέρασμα του βλέμματός της από την αγωνία στην μελαγχολία κι από τη διάθεση για ζωή στην απάθεια λίγο πριν το τραγικό φινάλε. Επίσης στάθηκε συγκλονιστική συνομιλήτρια με τον φιλόσοφο στο καφέ αλλά κι απίστευτα αξιαγάπητη με το αθώο και ζωηρότατο χορό της με συνοδεία τη μουσική του τζουκ-μποξ.
Το "Ζούσε τη ζωή της" είναι μια από τις πιο γοητευτικές ταινίες του Γκοντάρ που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να γοητεύει με τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνειά της. Για μένα όμως είναι η αποθέωση της λατρεμένης Άννα Καρίνα. Είναι η αρχή μιας νοσταλγικής εποχής που κυριάρχησε το πιο όμορφο μελαγχολικό βλέμμα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου