Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από το ειδεχθέστερο φασιστικό έγκλημα του 21ου αιώνα, το ολοκαύτωμα δεκάδων αντιφασιστών/τριών στο Κτίριο των Συνδικάτων της Οδησσού, στις 2/5/2014, από τις φασιστικές ορδές των οπαδών του «κινήματος ΕυρωΜαϊντάν» της Ουκρανίας. Οι αντιφασίστες/τριες της Οδησσού δολοφονήθηκαν επειδή διαδήλωναν εναντίον του πραξικοπήματος που είχε λάβει χώρα στην Ουκρανία λίγους μήνες πριν, μη αναγνωρίζοντας το νέο καθεστώς, το οποίο προχωρούσε στον εκφασισμό της χώρας. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συμπολίτες και οι σύντροφοι των ανθρώπων που κάηκαν ζωντανοί κατά την πυρπόληση του Κτιρίου των Συνδικάτων ή δολοφονήθηκαν αγρίως βγαίνοντας απ’ αυτό ζητούν δικαίωση. Το ουκρανικό κράτος έχει κλείσει την υπόθεση και κανένας δεν έχει τιμωρηθεί. Η συνήθως λαλίστατη, για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας, Ευρωπαϊκή Ένωση κι οι ΗΠΑ, πέρα από μια επιφανειακή καταδίκη των γεγονότων συναινούν και καλύπτουν τρία χρόνια τώρα το έγκλημα της Οδησσού.
Ως Αντιφασιστική Καμπάνια για την Ουκρανία και το Ντονμπάς αποφασίσαμε σήμερα να μεταφράσουμε τη μαρτυρία μίας εκ των επιζώντων του Κτιρίου των Συνδικάτων που περιλαμβάνεται στο βιβλίο: "I saw the death" (Είδα τον θάνατο) και μπορείτε να βρείτε στην αγγλική γλώσσα εδώ
2-5-2014 «Eίδα το θάνατο»
Μαρτυρία λεπτό προς λεπτό της μέρας μετά την οποία τίποτε δε θα ήταν ποτέ ξανά ίδιο…
Μαζί με δύο φίλους, μια φίλη μου και το σύζυγό της, πήγαμε στην πλατεία Κουλίκοβο Πόλιε περνώντας από το κέντρο. Στις 14.00 συναντηθήκαμε δίπλα στο μνημείο για τους «πεσόντες πολιτοφύλακες» στη λεωφόρο Αλεξάνδρου. Πολλοί νέοι άνθρωποι από διάφορες συλλογικότητες, μεταξύ αυτών κορίτσια, γυναίκες και ηλικιωμένοι άνθρωποι, συμμετείχαν στη συγκέντρωση. Το παρουσιαστικό τους διέφερε από άνθρωπο σε άνθρωπο: κάποιοι λίγοι από ορισμένες οργανώσεις φορούσαν αθλητικά ρούχα, είχαν τζάκετ με επένδυση, κράνη οικοδομής και ρόπαλα – αυτοί ήταν τα παιδιά της ομάδας περιφρούρησης της Οδησσού, ήταν ολιγομελείς ομάδες και είχαν παρουσία στις διαδηλώσεις. Πολλοί λίγοι φορούσαν μπαλακλάβες. Οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι με συνηθισμένα ρούχα, όπως θα κατέβαιναν σε μια οποιαδήποτε ειρηνική κινητοποίηση και φορούσαν σορτσάκια και κοντομάνικα μπλουζάκια χωρίς καμιά άλλη προστασία. Πουθενά δεν είδα όπλα. Ο σκοπός της συγκέντρωσης ήταν να κινηθούμε παράλληλα με τη διαδήλωση του «ευρωμαϊντάν» έχοντας την εκτίμηση ότι η διαδήλωση για την «ενωμένη Ουκρανία» θα μετατραπεί σε νεοναζιστική διαδήλωση με τις σημαίες του Μπαντέρα και τα νεοναζιστικά σύμβολα και συνθήματα, όπως «θάνατος στους εχθρούς», «μαχαίρια για τους moskals (ΣτΜ: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους Ρώσους αναφερόμενος στους προερχόμενους από τη Μόσχα»). Έτσι συνέβαινε στις διαδηλώσεις αυτών ανεξάρτητα απ’ το σκοπό για τον οποίο τις καλούσαν.
Η πόλη μας όμως είχε κουραστεί απ΄ το γεγονός ότι οι φασίστες, οπαδοί του Μπαντέρα (ΣτΜ: ο Στεπάν Μπαντέρα ήταν Ουκρανός συνεργάτης των Ναζί και σφαγέας της πολωνικής και εβραϊκής μειονότητας της Ουκρανίας στο Β΄ Π.Π.,) μπορούν να παρελαύνουν ανενόχλητα στην πόλη. Αυτή τη φορά είχε αποφασιστεί να μην επιτραπεί στη φασιστική διαδήλωση να περάσει από τους κεντρικούς δρόμους της Οδησσού. Ένας ιδιαίτερος στόχος των ανθρώπων μας ήταν να αποτρέψουν τη διαδήλωση απ’ το να φτάσει στην πλατεία Κουλίκοβο Πόλιε. Από μας ήταν περίπου 400-500 άνθρωποι. Σταματήσαμε και κουβεντιάσαμε λίγο μαζί τους. Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη και ειρηνική, αν και υπήρχαν φήμες ότι την προηγούμενη μέρα πολλά μέλη του «Δεξιού Τομέα» από διάφορες περιοχές της δυτικής και κεντρικής Ουκρανίας, μαχητές του Κιέβου από τις ομάδες της πλατείας «Μαϊντάν», και φανατικοί οπαδοί από το Χάρκοβο και το Ντνιεπροπετρόφσκ είχαν καταφθάσει στην πόλη. Όλοι αυτοί είχαν έλθει στην πόλη μας με το πρόσχημα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ της τοπικής «Τσερνομόρετς» και της «Μέταλουργκ», ομάδας από το Χάρκοβο. Πολλούς βέβαια τους είχαν φέρει στην Οδησσό αρκετά πριν τις 2 Μαΐου και είχαν στρατοπεδεύσει στην πόλη, ενώ τραμπούκοι από το Κίεβο από συγκεκριμένες ομάδες της πλατείας Μαϊντάν είχαν φτιάξει σημεία ελέγχου στην έξοδο – είσοδο της πόλης ήδη από τα μέσα Απρίλη, δήθεν για να προστατεύσουν την πόλη (να προστατεύσουν την Οδησσό από τους κατοίκους της; Πώς να το αντιληφθεί κανείς αυτό; Ποιος απειλούσε την Οδησσό;)
Και όμως, εγώ δεν πίστευα ότι κάτι σοβαρό θα συνέβαινε και ότι οι σκηνές που είχαμε στήσει στο Κουλίκοβο Πόλιε θα καταστρέφονταν από τους οπαδούς του Μαϊντάν. Επίσης, ξέραμε ότι οι τοπικοί οπαδοί του Μαϊντάν και φανατικοί από το Ντνιεπροπετρόφσκ είχαν ήδη επισκεφτεί άλλη μια φορά την πόλη για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και τίποτε δεν είχε γίνει εκτός απ’ το ότι μια ομάδα 6 εξ αυτών είχαν τρέξει προκλητικά μπροστά από το Κουλίκοβο Πόλιε – αυτό και μόνο. Προσωπικά, θεωρούσα ότι κι αυτή τη φορά θα ήταν κάπως έτσι. Τα δικά μας παιδιά είναι πιο παθιασμένοι, γενναίοι και δυνατοί από τους τοπικούς οπαδούς του Μαϊντάν ή τους επισκέπτες του «Δεξιού Τομέα». «Σύγκρουση – ναι, αυτό είναι πιθανό, αλλά τι άλλο μπορεί να συμβεί στην πόλη μας;» – έτσι έβλεπα τα πράγματα εκείνη τη στιγμή. Μια ομάδα γυναικών αποφάσισε να φτιάξει ένα σταθμό πρώτων βοηθειών σε περίπτωση μικρής έκτασης επεισοδίων. Επειδή οι συγκρούσεις δεν ήταν προγραμματισμένες από πριν, τα διάφορα που ήταν αναγκαία για τις πρώτες βοήθειες αναζητήθηκαν επί τόπου. Μου ζήτησαν να αγοράσω γάντια και έτρεξα σε φαρμακείο. Όταν βρέθηκα δίπλα στην οδό Ζουκόφσκα, είδα έναν μεσήλικα μέσα σε ένα τζιπ με φιμέ τζάμια που πήγαινε αργά και τραβούσε βίντεο με το κινητό του τον κόσμο μας. Τώρα, σκέφτομαι ότι δεν ήταν τυχαίο. Τότε, αν και το συγκράτησα δε με άγχωσε σαν γεγονός. Το ανέφερε μάλιστα σε κάποιες γυναίκες, αλλά καμιά δεν έδωσε σημασία. Γύρισα, και συνεχίσαμε να στεκόμαστε ήσυχα στη λεωφόρο του Αλεξάνδρου, όταν κάποιος κόσμος ξαφνικά έτρεξε στη γωνία της λεωφόρου και της οδού Ζουκόφσκα (από την οδό Πρεομπραζένσκι – πρώην οδό Κόκκινου Στρατού). Δεν καταλάβαμε τι γινόταν, αλλά μας είπαν ότι έπεσε ένας πυροβολισμός. Όλοι άρχισαν να τρέχουν. Ένας απ’ αυτούς που πυροβόλησαν το έσκασε και ο άλλος δεν κατάφερε να διαφύγει και συνελήφθη από την αστυνομία.
Εδώ είμαστε λοιπόν – ο πρώτος πυροβολισμός ενάντια στα παιδιά μας! Αυτή ήταν η πρώτη πρόκληση αυτή την τραγική ημέρα της 2ας Μαΐου, και δεν προήλθε από τους διαδηλωτές του Κουλίκοβο Πόλιε αλλά από τους διαδηλωτές του «ευρωμαϊντάν». Αλλά ακόμη και μετά από αυτό το γεγονός, δε θα έλεγε κανείς ότι κυριάρχησε μια ατμόσφαιρα επιθετικότητας στις γραμμές μας, αν και ήταν εμφανής μια νευρικότητα. Ο σύζυγος της φίλης μου είδε ότι τότε πολλοί φορέσανε κόκκινα περιβραχιόνια. Όταν πλησιάσαμε, κατάλαβα ότι επρόκειτο για μια κόκκινη ταινία. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο κόκκινος επίδεσμος δεν ήταν σημάδι κάποιων επίδοξων προβοκατόρων. Όλοι όσοι θέλανε να μπορούν να αλληλοαναγνωριστούν σε περίπτωση που κάτι απρόβλεπτο συμβεί, φορούσαν το κόκκινο περιβραχιόνιο. Όπως μου εξήγησαν αργότερα τέτοιες κόκκινες και κίτρινες ταινίες χρησιμοποιούνται συνήθως από τους παίχτες του αθλήματος «airsoft». Ο σύζυγος της φίλης μου, μου έδωσε, αλλά σκέφτηκα ότι καλύτερα να το δέσουν γύρω από το χέρι τους οι άντρες. Θέλω να πω ότι πολλοί άντρες φορούσαν τα κόκκινα περιβραχιόνια, ενώ οι περισσότερες γυναίκες την πορτοκαλί – μαύρη κορδέλα του Αϊ – Γιώργη. Τότε, είδαμε όσους φορούσαν τα κόκκινα περιβραχιόνια να συγκροτούνται σε γραμμές. Καταλάβαμε ότι ήταν ήδη 14.00, που σήμαινε ότι είχαμε ήδη αργήσει γιατί στις 14.00 έπρεπε να είμαστε ήδη στην πλατεία Κουλίκοβο Πόλιε. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να πάω και ούτε ο σύζυγος της φίλης μου. Όμως, στις 14.00 ήταν το επόμενο ραντεβού της ομάδας πρώτων βοηθειών. Και δε γινόταν να το χάσουμε.
Τότε, φτάσαμε στο κέντρο, όπου το πρώτο μέρος των τραγικών γεγονότων της 2ας Μαΐου ξεκίνησε. Κατά τη διάρκεια τους, τραυματίστηκαν πολλοί και σκοτώθηκαν 13 άνθρωποι (ο επίσημος αριθμός είναι πολύ μικρότερος, 4 άνθρωποι). Με τα διαθέσιμα στοιχεία, προκύπτει ότι ανάμεσα στους 13 νεκρούς ήταν 9 υπερασπιστές του Κουλίκοβο Πόλιε, ένας αστυνομικός, ένας πυροσβέστης και δύο από τους «ευρωμαϊντάν» (αυτοί ισχυρίζονται ότι είχαν 4 νεκρούς, αλλά τα επίσημα στοιχεία μιλάνε για δύο και δε νομίζω να το έκρυβαν αν ήταν παραπάνω οι νεκροί). Όπως καταλάβαμε αργότερα, ήταν συγκεντρωμένοι όχι λιγότεροι από 3 χιλιάδες οπαδοί του Μαϊντάν, μέλη του «Δεξιού Τομέα», φανατικοί χούλιγκανς κ.α. στο κέντρο της πόλης και από μας μόνο 400- 500. Οι δυνάμεις, ήταν προφανώς άνισες, αλλά οι δικοί μας ήταν ντόπιοι κάτοικοι της Οδησσού – οι απόγονοι αυτών που είχαν απελευθερώσει την Οδησσό και όλο τον κόσμο από τους εισβολείς Ναζί!
Διαρκώς όλοι δέχονταν ανήσυχα τηλεφωνήματα. Κι όμως, όλοι αποφάσισαν να παραμείνουν στο Κουλίκοβο Πόλιε και, προφανώς, κανείς δε μπορούσε να πιστέψει ότι κάτι τραγικό μπορεί να συμβεί στην Οδησσό. Όλοι σκέφτονταν ότι το χειρότερο που μπορεί να γίνει είναι μια σύγκρουση με πέτρες ή έστω μάχες σώμα με σώμα. Οι περισσότεροι σκέφτονταν ότι τα τηλεφωνήματα ήταν υπερβολικά σχετικά με τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αν και υπήρχαν και αυτοί που θεωρούσαν ότι κάτι κακό πράγμτατι μπορεί να συμβεί. Γύρω στις 16.45 (έγραφα ένα sms, γι’ αυτό και γνωρίζω την ώρα), ένας φίλος μου – ο ποιητής Viktor Gunn με πλησίασε και είπε: «Μόνο εσένα γνωρίζω εδώ. Εάν μου συμβεί κάτι … καταλαβαίνεις τι εννοώ … γράψε στην πολυαγαπημένη μου σύζυγο, γιατί ξέρω ότι είναι πολύ ανήσυχη», μου έδωσε το όνομα της και μου είπε που να τη βρώ. Με εξέπληξαν οι σκέψεις του, αλλά ξαναλέω δεν πίστευα ότι κάτι τόσο φρικτό μπορούσε να συμβεί. Και μετά απ’ όσα τελικά συνέβησαν, προσπάθησα να τον βρω ανάμεσα στους επιζώντες, που συγκεντρώθηκαν στο Κουλίκοβο Πόλιε, αλλά δυστυχώς, ήταν ανάμεσα στους νεκρούς. Αιωνία η μνήμη του!
Εκείνη τη στιγμή, ήταν τριγύρω μου κυρίως άντρες πάνω από 45 χρονών και γυναίκες, πολλές από τις οποίες ήταν πάνω από 50 χρονών. Θυμάμαι ακόμη και μια μητέρα με δυο παιδιά στο Κουλίκοβο Πόλιε. Ξεχώρισα τον περιφερειακό σύμβουλο της Οδησσού Vyacheslav Marin, που ήταν επίσης ακτιβιστής του Κουλίκοβο Πόλιε. Αν και δε θεωρούσε τον εαυτό του αρχηγό, ο κόσμος τον σέβονταν πολύ, καθώς ήταν καλοσυνάτος, χαμογελαστός και πάντα έτοιμος να ακούσει και να εκφράσει τη γνώμη του ή την οπτική του για τα προβλήματα. Τα απογεύματα ήταν σχεδόν κάθε μέρα στο Κουλίκοβο Πόλιε. Ήταν μαζί μας και εκείνη τη μέρα. Χαιρετηθήκαμε και ήμουν χαρούμενη που τον είδα ήρεμο να χαμογελάει. Κάποια στιγμή, όταν αυξήθηκαν πολύ και τα τηλεφωνήματα με τις προειδοποιήσεις άρχισε μια ανησυχία. Θυμάμαι τον Vyacheslav Markin να προτρέπει τις γυναίκες να φύγουν από το Κουλίκοβο Πόλιε και πολλοί τον υποστήριζαν, αλλά οι γυναίκες αρνήθηκαν ρητά. Εκείνη τη στιγμή ήταν περισσότερες οι γυναίκες στο χώρο και όλοι μαζί οι συγκεντρωμένοι σ’ αυτό το σημείο ήταν 200 – 250 άνθρωποι. Άκουσα μια γυναίκα να λέει: «Όχι, δε θα πάμε πουθενά! Πόσοι άντρες θα μείνουν εδώ δηλαδή; Όχι δε φεύγουμε! Δεν πάμε πουθενά!» Είδα και τον Rotsislav Barda, τον άκουσα να μιλάει ανήσυχος στο τηλέφωνο και να λέει: «Είναι περισσότεροι από1.500» Μετά τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο. Ο Artem Davidchenko ήταν εκεί και μάλωνε για το τι πρέπει να κάνουμε: να μείνουμε εκεί να υπερασπιστούμε την πλατεία και τις σκηνές που είχαμε στήσει ή να πάμε να βοηθήσουμε στο κέντρο; Εκείνη τη στιγμή, όλοι διαφωνούσαν με όλους. Ο Artem είπε να περιμένουμε ένα τηλεφώνημα από το κέντρο και μετά να αποφασίσουμε. Ένα παιδί από τη «λαϊκή πολιτοφυλακή» της Οδησσού τον πλησίασε και μίλησαν – απ’ ότι κατάλαβα, μόλις είχε έρθει από το κέντρο. Μετά, έτρεξα στο φαρμακείο και δεν ξέρω τι έγινε.
Όταν επέστρεψα, συνάντησα τον Vyacheslav πάλι, χαμογελάσαμε και μου είπε να πάμε στις πρώτες βοήθειες. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Ήταν ένας άνθρωπος με αληθινά ευγενική καρδιά. Οι άνθρωποι περιφέρονταν και έψαχναν να εξοπλιστούν όπως μπορούσαν για να είναι έτοιμοι για τη σύγκρουση. Έσπαγαν τα πόδια από καρέκλες, έπαιρναν ξύλα, ό,τι μπορούσαν από τις σκηνές και τριγύρω για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Τότε είδα μια μεσήλικα γυναίκα με ένα μπαστούνι στο χέρι έτοιμη για την άμυνα μας. Αυτή η εικόνα με άγγιξε, γιατί αυτή η γυναίκα ήταν αυθεντική έκφραση της επιθυμίας να υπερασπιστούμε μέχρι τέλους το Κουλίκοβο Πόλιε ακόμη και με μπαστούνια. Αποφασίστηκε να φτιάξουμε οδοφράγματα γύρω από τις σκηνές, αλλά είχαμε λίγα αντικείμενα για τα οδοφράγματα και μπορούσαν εύκολα να τα σπάσουν. Τραυματισμένοι άνθρωποι άρχισαν να καταφθάνουν από το κέντρο, με πρόχειρα δεμένους επιδέσμους, οι περισσότεροι με ανοιγμένα κεφάλια και χτυπημένα πρόσωπα. Τους παρείχαμε τις πρώτες βοήθειες, μαθαίνοντας στην πράξη το πρώτο μας μάθημα, να σταματήσει το αίμα, να καθαρίσουμε τις πληγές και να δέσουμε ξανά τον επίδεσμο. Οι τραυματισμένοι άνθρωποι, κατέφθαναν από διάφορες κατευθύνσεις από το κέντρο της πόλης, με σκοπό να συμβάλλουν στην υπεράσπιση του Κουλίκοβο Πόλιε, των σκηνών που είχαμε στήσει. Για μας το Κουλίκοβο Πόλιε ήταν σύμβολο αντίστασης στους Ναζί!
Ζητήθηκε από τις νοσοκόμες να πάμε με φάρμακα στον προαύλιο χώρο του Κτιρίου των Συνδικάτων. Κάποιοι πρότειναν να πάμε στις εκκλησίες και να ζητήσουμε να χτυπήσουν τις καμπάνες για να σημάνουν συναγερμό. Τότε, ο φίλος μου, ένας άλλος ακτιβιστής του Κουλίκοβο Πόλιε κι εγώ τρέξαμε στην οδό Πούσκιν στην εκκλησία και τους το ζητήσαμε, εξηγώντας τους ότι θέλαμε να είναι κάλεσμα στους κατοίκους της Οδησσού για να προσέλθουν στην υπεράσπιση του Κουλίκοβο Πόλιε. Αρνήθηκαν επικαλούμενοι την απουσία του υπευθύνου και το ότι η εκκλησία ήταν κλειστή. Τρέξαμε σε άλλη εκκλησία που ήταν επίσης κλειστή γιατί η ώρα ήταν ήδη 18.00, προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε αλλά μάταια και γυρίσαμε στο Κουλίκοβο Πόλιε χωρίς να έχουμε καταφέρει κάτι. Μόλις επιστρέψαμε συναντήσαμε έναν 70χρονο. Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση, μόλις είχε γυρίσει από το κέντρο της πόλης, όπου είχε λάβει χώρα μια άνιση αιματηρή μάχη. Το κεφάλι του ήταν ματωμένο και οι πληγές ξεχώριζαν από τον επίδεσμο που του είχαν βάλει στα γρήγορα. Κι όμως ήρθε για να υπερασπιστεί το Κουλίκοβο Πόλιε. Όλος ο κόσμος πλέον έφτιαχνε ένα νέο οδόφραγμα στο προαύλιο του Κτιρίου των Συνδικάτων. Αρχίσαμε να βοηθάμε. Οι ούτως ή άλλως ολιγάριθμοι αστυνομικοί και ένα περιπολικό είχαν εξαφανιστεί. Προφανώς, είχαν φύγει. Έπειτα βγήκε μια ανακοίνωση: οι γυναίκες με τα φάρμακα να μπούνε στο κτίριο και να πάνε στο δεύτερο όροφο. Δεν είδα πως άνοιξε η πόρτα του κτιρίου αλλά όταν μπήκα μέσα, είδα ότι τα τζάμια είχαν σπάσει, και συμπέρανα ότι σπάσαμε την πόρτα και κανείς δεν μας την άνοιξε από μέσα. Πήγαμε στο δεύτερο όροφο, δεξιά, και αφήσαμε τα φάρμακα πάνω στα τραπέζια που βρίσκονταν στο διάδρομο. Τα άλλα κορίτσια είχαν ήδη σύρει τα τραπέζια από το δωμάτιο που ήταν ακριβώς μπροστά στη σκάλα. Θέλω να τονίσω ότι τίποτε άλλο εκτός από τα τραπέζια δεν μετακινήθηκε έξω. Το φως στο διάδρομο ήταν ανοικτό και στο πάτωμα κατά μήκος του τοίχου είχαμε φέρει από τις σκηνές στρώματα, που προορίζονταν για τους τραυματίες. Υπήρχε μια γυναίκα γιατρός μαζί μας που μας μάθαινε τεχνικές πρώτων βοηθειών. Μετά ήρθε κι ένας άντρας γιατρός, είπε ότι τον κάλεσαν στο Κουλίκοβο Πόλιε και ήρθε αμέσως. Είπε ότι αν υπήρχε ανάγκη μπορούσε να χειρουργήσει. Αποφασίσαμε να μοιράσουμε αρμοδιότητες όταν θα άρχιζαν να έρχονται οι τραυματίες και προσπαθήσαμε να συγκεντρωθούμε στην κατάσταση που είχαμε μπροστά μας. Θυμάμαι ένα παιδί 13-14 ετών μαζί μας στο δεύτερο όροφο, ήταν πολύ ενεργός και τους βοηθούσε όλους να ετοιμαστούν για τη μάχη της υπεράσπισης. Προσπαθούσαν μαζί με το γιατρό να μεταφέρουν τις πρώτες βοήθειες σε ένα δωμάτιο, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτε. Μετά τους έχασα. Ήμουν τόσο χαρούμενη όταν στα βίντεο που έβλεπα αργότερα εντόπισα αυτό το παιδί να βγαίνει ζωντανό από το φλεγόμενο Κτίριο των Συνδικάτων. Προσπαθήσαμε να βρούμε αντλίες πυρόσβεσης στο δεύτερο όροφο. Υπήρχε βρύση αλλά χωρίς λάστιχο. Και δεν υπήρχε νερό στη βρύση. Συνήθως, το νερό παρέχεται από άλλη πηγή.
Η περίφραξη του Κτιρίου των Συνδικάτων βαμμένη στα χρώματα του Δεξιού Τομέα, με το σύνθημα «Η Ουκρανία πάνω απ’ όλα» κατά το χιτλερικό «Η Γερμανία πάνω απ’ όλα»
Μια νέα βόμβα μολότοφ ρίχτηκε ξαφνικά στο μερικώς σπασμένο παράθυρο του δευτέρου ορόφου όπου βρισκόμασταν. Έπεσε 30cm μακρυά μου – γύρισα προς το παράθυρο αλλά ξανάφυγα μακριά, απελπιστικά τρομαγμένη. Όλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά από το πάτωμα, καθώς και τα στρώματα δεν ήταν καθόλου μακριά από εκεί. Όλοι μαζί καταφέραμε γρήγορα και σβήσαμε τη φωτιά. Και το κάναμε με κουρέλια και με τα χέρια μας. Ξαφνικά, ένας μαύρος καπνός ήρθε από το την κεντρική είσοδο και τα φώτα αμέσως έσβησαν. Ήμουν πολύ τρομαγμένη από το σκοτάδι που ξαφνικά κατέκλυσε τα πάντα και ακόμη περισσότερο από το μαύρο, έντονο καπνό. Ήδη ακούγαμε το πλήθος που πολιορκούσε το κτίριο να ζητωκραυγάζει μαινόμενο στους δρόμους. Μας είπαν, εμάς τις γυναίκες, που ήμασταν στο δεύτερο όροφο, να πάρουμε τα φάρμακα και να τρέξουμε στους πιο πάνω ορόφους. Ο διάδρομος χωρίς φώτα είχε βυθιστεί στο σκοτάδι του μαύρου καπνού. Ρίξαμε τα φάρμακα μέσα στις τσάντες. Ο καπνός ήταν ήδη παντού. Μια κοπέλα άρχισε να δίνει στους ανθρώπους τριγύρω πάνες προσαρμοσμένες ως επιδέσμους και θυμάμαι να βγάζω μια γάζα από το πορτοφόλι μου και να την τραβάω ως το πρόσωπό μου. Τότε άκουσα μια άλλη γυναικεία φωνή να μας λέει να βρέξουμε τις πάνες και τους επιδέσμους, σε ένα μπολ με νερό δίπλα στη γυναίκα. Την πλησιάσαμε και βρέξαμε τα μέσα της άμυνάς μας, χάρη σε αυτές τις γυναίκες (ή ίσως κορίτισια, καθώς δε μπορούσα να καταλάβω την ηλικία τους μέσα στο σκοτάδι). Αργότερα, άκουσα πολλούς ανθρώπους να λένε πόσο χρήσιμες ήταν αυτές οι βρεγμένες πάνες.
Έχοντας συγκεντρώσει τα φάρμακα στις τσάντες, προσπαθήσαμε να ανέβουμε από τις σκάλες – εκεί υπήρχε ένα παράθυρο. Πήγαμε κοντά στο παράθυρο της σκάλας. Ήταν ορθάνοικτο. Κάποιος πάλι φώναξε «Μην πλησιάζετε – πυροβολάνε στα παράθυρα». Το παράθυρο αυτό ήταν πραγματικά μεγάλο, έφτανε το ύψος ενός ανθρώπου και αν κάποιος περνούσε φαινόταν από παντού ολόκληρος. Είχαμε ήδη ακούσει ότι οι φασίστες του Μαιντάν ήταν στον προαύλιο χώρο και πυροβολούσαν προς τα παράθυρα, όπου έβλεπαν την παραμικρή κίνηση. Δίστασα για λίγο, αλλά μετά είδα αυτόν το μαύρο πυκνό καπνό να ανεβαίνει και τον κόσμο επίσης. Αποφάσισα να τρέξω προς τα πάνω. «Ας γίνει ότι είναι να γίνει» – σκέφτηκα. Πολλοί ακολούθησαν. Στον τρίτο όροφο είχε επίσης μαύρο καπνό και τρέξαμε στον τέταρτο, όπου είδαμε ένα γραφείο δίπλα στις σκάλες και τρέξαμε εκεί μέσα. Ήταν ήδη μέσα κόσμος. Το παράθυρο είχε σπάσει και καθαρός αέρας έμπαινε στο δωμάτιο. Σε δέκα λεπτά κι άλλος κόσμος είχε μπει μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Είμασταν 6 γυναίκες και 6-8 άνδρες μέσα στο γραφείο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κάποιοι έπαιρναν ανεπιτυχώς τηλέφωνο την αστυνομία και την πυροσβεστική. Υπήρχαν 3 νοσοκόμες από την ομάδα μας σε αυτό το δωμάτιο, και καταφέραμε να βάλουμε επίδεσμο σε δυο τραυματίες. Μια κοπέλα είπε ότι έφεραν μέσα ένα παιδί και του έκανε μια ένεση αναισθησίας. Προσπάθησα να βγάλω το κεφάλι μου στο διάδρομο, αλλά τινάχτηκα πίσω κλείνοντας την πόρτα. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος μαύρο καπνό και ήταν αποπνικτικά. Αρκούσαν λίγα δευτερόλεπτα για να το καταλάβεις. Τα παιδιά έβαλαν και μια ντουλάπα μπροστά στην πόρτα για μεγαλύτερη σιγουριά. Οι ανεπιτυχείς κλήσεις σε αστυνομία, νοσοκομεία και πυροσβεστική συνεχίζονταν…
Περάσαμε πολύ χρόνο στο δωμάτιο του τετάρτου ορόφου και εκείνη τη στιγμή που έφτανε το σούρουπο κάθε λετπό ήταν οδυνηρό. Πρώτα είδαμε με τρόμο τι γινόταν κάτω έξω από το κτίριο, όπου το πλήθος οργισμένο τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο, πανηγύριζε, φώναζε συνθήματα για το Μπαντέρα κ.α. «Θάνατος στους εχθρούς», «Ενιαία Ουκρανία», «Κρεμάλα στους Mοskals» κ.α. Αυτό το χαρούμενο πλήθος των αγρίων κουνούσε τη σημαία της Ουκρανίας όταν οι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί μέσα στο κτίριο και συνέχιζαν να ρίχνουν βόμβες μολότοφ και να πυροβολάνε προς τα παράθυρα. Αλλά τότε δεν ξέραμε και δε μπορούσαμε να δούμε τι έκαναν σε όσους κατάφερναν να βγούνε από το κτίριο ή πηδούσαν από τα παράθυρα, πως δηλαδή χτυπούσαν μέχρι θανάτου αγόρια και άντρες, πώς χτυπούσαν ακόμη και τις γυναίκες…
Όλοι προσπαθούσαν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, μιλούσαν με συγγενείς, γνωστούς, φίλους, ζητώντας τους βοήθεια, έκαναν κλήσεις στην πυροσβεστική, την αστυνομία κτλ. Μαύρος καπνός διακρίνονταν στο απέναντι παράθυρο, που δεν ήταν σπασμένο. Ένα παιδί με καλυμμένα χαρακτηριστικά και κράνος προσπαθούσε να σπάσει το παράθυρο με ένα ρόπαλο. Αρχίσαμε να του φωνάζουμε ότι εάν το παράθυρο είχε σπάσει, θα είχαμε πνιγεί από τον καπνό, και αμέσως σταμάτησε. Ηρέμησε, αλλά μετά από λίγο, φανερά σε κατάσταση νευρικού κλονισμού, προσπάθησε ξανά να σπάσει το άλλο μισό του παραθύρου, του φωνάξαμε ξανά και ξαναηρέμησε. Θέλω να τονίσω ιδιαίτερα ότι όσο ήμαστε σε αυτό το δωμάτιο, ούτε σπάσαμε κάτι, ούτε καταστρέψαμε, ούτε αναποδογυρίσαμε τίποτε. Αντίθετα, προσπαθήσαμε να κινούμαστε προσεκτικά για να μη σπάσουμε τίποτε από το γραφείο. Δεν πήραμε τίποτε από το ψυγείο, που ήταν στο δωμάτιο, δεν το ανοίξαμε καν. Ειλικρινά, δεν είμασταν εκεί για κανέναν τέτοιο σκοπό. Τρέξαμε σε αυτό το γραφείο για να επιβιώσουμε, τίποτε περισσότερο. Τα γράφω αυτά, γιατί αργότερα οι οπαδοί του Μαϊντάν και του Μπαντέρα και οι τραμπούκοι τους ισχυρίστηκαν ότι καταστρέψαμε τα πάντα, ότι πίναμε αλκοόλ και ότι τρώγαμε γλυκά – αυτά είναι ανοησίες!
Τρεις γυναίκες προσεύχονταν. Τις άκουσα να διαβάζουν το «Πάτερ ημών». Μετά κάποιος είδε μια γυναίκα ανάσκελα στο περβάζι του 5ου ορόφου έξω σε αυτό το φρικτό καπνό. Ίσως βγήκε για να αναπνεύσει και ίσως να ήταν οντως πιο εύκολο να αναπνεύσει εκεί απ’ ότι στο γραφείο του 5ου ορόφου. Ήμαστε πολύ ανήσυχοι γι’ αυτή. Πραγματικά μπορούσε εύκολα να πέσει και να σκοτωθεί ή να πεθάνει από ασφυξία… αλλά δυστυχώς δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε.
Τρέχαμε γύρω από το γραφείο και δεν ξέραμε, δεν είχαμε ιδέα τι να κάνουμε. Προσπαθήσαμε να φωνάξουμε σε αυτούς στο δρόμο με την ελπίδα ότι θα μας ακούσουν: «Σώστε μας, καιγόμαστε», και «Βοήθεια!». Ήταν φρικτό να βλέπεις το οργισμένο πλήθος κάτω και να συνειδητοποιείς ότι εμείς, οι κάτοικοι της Οδησσού, καιγόμασταν ζωντανοί και μας σκοτώνανε. Ποιοί; Οι περισσότεροι δεν είχαν καμιά σχέση με την Οδησσό. Αυτό εξόργιζε και προκαλούσε αποτροπιασμό. Και η αστυνομία μας καθόταν παραδίπλα και παρατηρούσε όλα όσα γίνονταν. Κάποιος όλη την ώρα υπενθύμιζε να μη στεκόμαστε ακριβώς μπροστά στο παράθυρο, όπου μπορούσαν να πυροβολήσουν. Και εμείς, στην ίδια μας την πόλη, έπρεπε να πηγαίνουμε έρποντας μέχρι το παράθυρο για να ανασάνουμε καθαρό αέρα. Λίγος καπνός είχε περάσει από την πόρτα, αλλά, ευτυχώς, είχαμε το σωτήριο παράθυρο. Μετά ακούσαμε σειρήνες από το πυροσβεστικό όχημα που πλησίαζε και ήμαστε πολύ χαρούμενοι, αλλά πέρασε πολλή ώρα μέχρις ότου να επιτρέψουν στο όχημα να πλησιάσει στο κτίριο. Τελικά, είδαμε τη σκάλα να ανεβαίνει μέχρι τον 5ο όροφο, και τη γυναίκα να κατεβαίνει από το περβάζι. Και ήμαστε χαρούμενοι γι’ αυτή. Μετά από λίγο κάποιος άνοιξε την πόρτα έχοντας την εντύπωση ότι ο καπνός είχε φύγει. Και πράγματι, ο διάδρομος δεν είχε πλέον τόσο καπνό και ήταν σχετικά καθαρός. Κάποιος άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο και φώναξε: «Αυτοί είναι του Μαιντάν». Και μετά: «Όχι, περίμενε, είναι δικοί μας, να τους αφήσουμε να μπούνε». Μετά όταν είδαν αυτούς που έκαναν το θόρυβο, ουρλιάξαν ξανά: «Κλείστε την πόρτα, είναι του Μαϊντάν». Τα παιδιά μας αμέσως έκλεισαν την πόρτα και τράβηξαν τη ντουλάπα, αλλά οι οπαδοί του Μπαντέρα ήταν κοντά και άρχισαν να σφυροκοπάνε την πόρτα. Τα αγόρια μετακίνησαν γραφεία, το ψυγείο και ό,τι μπορούσε να κρατήσει την πόρτα κλειστή. Όλοι κρατούσαν την πόρτα. Εμείς οι γυναίκες αρχίσαμε να φωνάζουμε για βοήθεια έξω από το παράθυρο. Αλήθεια, σε ποιόν απευθύναμε την έκκλησή μας; Στο πλήθος, που χαίρονταν να πετάει κοκτέιλ μολότοφ, να ρίχνει κάθε σφαίρα, να χτυπάει κάθε κάτοικο της Οδησσού που έπεφτε από το παράθυρο, αυτοί που φώναζαν «Καείτε, ρώσικα ψημένα κεμπάπ»; Ήταν αφέλεια να τους απευθυνόμαστε, αλλά φωνάζαμε.
Κάποια στιγμή αυτά τα τέρατα κατάφεραν και άνοιξαν την πόρτα. Αλλά τα παιδιά μας κρατούσαν το φραγμό από ντουλάπια, ντουλάπα και γραφεία. Και οι οπαδοί του Μαϊντάν ούρλιαζαν με έναν απάνθρωπο οργισμένο τρόπο. Ένα κενό δημιουργήθηκε ανάμεσα στην κορυφή του ντουλαπιού και το άνοιγμα της πόρτας. Άρχισαν να ψεκάζουν ένα αέριο μέσα στο δωμάτιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά τα παιδιά κρατούσαν. Εμεις καθόμασταν δίπλα στο παράθυρο. Οι άντρες άρχισαν να φωνάζουν: «Έχει και γυναίκες εδώ». Κι εμείς επιβεβαιώσαμε τις εκκλήσεις τους, αλλά αυτό δεν τους σταμάτησε. Συνέχισαν να ψεκάζουν αέρια στο δωμάτιο ευελπιστώντας ότι θα παραλύσουμε. Αυτές οι στιγμές ήταν φρικτές, αλλά τα παιδιά μας δεν εγκατέλειψαν. Κάποια στιγμή κατάφεραν να μετακινήσουν το φραγμό και ένα μικρό κενό εμφανίστηκε στην πόρτα. Και ξαφνικά ένα όπλο καρφώθηκε σε αυτό το κενό στην κατεύθυνση του παραθύρου. Στη γωνία δίπλα στο παράθυρο καθόντουσαν κάποιες γυναίκες. Τινάχτηκα μακριά από το παράθυρο προς το φραγμό και τράβηξα μια νοσοκόμα μαζί μου. Μια σφαίρα εκσφενδονίστηκε. Μια άλλη γυναίκα μου είπε αργότερα ότι πυροβόλησαν κάποιον. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτός ήταν ένας δεύτερος πυροβολισμός. Και μετά, τα παιδιά μας κατάφεραν να μετακινήσουν πάλι το φραγμό προς την πόρτα. Άρχισαν πάλι να μας ψεκάζουν. Τότε, ένα κομμάτι γυαλιού, μεσαίου μεγέθους πετάχτηκε προς εμάς που ήμαστε πίσω από το φραγμό. Εγώ ήμουν πίσω από τα παιδιά. Προσπάθησα να καλύψω το κεφάλι, αλλά ένα θραύσμα μπήκε στη σόλα του παπουτσιού, ούτε εγώ ξέρω πως. Τα κατάφερα όμως και το έβγαλα άμεσα και προς έκλπηξή μου κατάφερα να μην κοπώ. Οι δικοί μας συνέχισαν να το παλεύουν για λίγη ώρα αλλά οι δυνάμεις ήταν άνισες. Τα παιδιά είχαν εξαντληθεί και είχαν εισπνεύσει τα αέρια που ψεκάζανε σε μεγάλες ποσότητες. Πιστεύω ότι αντέξαμε περίπου μισή ώρα, ίσως 40 λεπτά την επίθεση των φασιστών οπαδών του Μπαντέρα. Ήταν φρίκη. Και μετά φωνάξαμε: «Παραδινόμαστε» και απελευθερώσαμε το φραγμό. Αμέσως, έτρεξαν μέσα για να μας ταπεινώσουν και ο πρώτος απ ‘ αυτούς, λες και γνώριζε που ήταν ο διακόπτης, άνοιξε το φως (το φως στο υπόλοιπο κτίριο είχε προφανώς ανάψει ήδη πιο πριν). Ουρλιαζαν σαν τρελοί «Γονατίστε όλοι! Στα γόνατα!» (Δε μπορώ να θυμηθώ τη γλώσσα στην οποία ουρλιάζαν. Πριν τις 2 Μαίου, αντίθετα με τώρα, δεν έδινα σημασία στη γλώσσα. Τώρα για μένα η Ουκρανική γλώσσα είναι η γλώσσα των δολοφόνων των φίλων και συντρόφων μου, η γλώσσα των βασανιστών, των βιαστών …)
Ήταν ένα ενήλικας άντρας με πράσινη στολή παραλλαγής και κράνος και τα μάτια του ήταν τρελαμένα. Στην αρχή προσπάθησα οκλαδόν να καλύψω το κεφάλι μου για να το προστατέψω. Αλλά μετά είδα τις κοπέλες κουλουριασμένες στη γωνία του παραθύρου και έτρεξα σε αυτές για να είμαστε μαζί. Αυτοί που μπήκαν μετά απ’ αυτόν τον τρελαμένο οπαδό του Μπαντέρα ρίχτηκαν στους δικούς μας και άρχισαν να τους χτυπάνε. Μετά μπήκε μέσα ένας άλλος απ’ αυτούς του Μαϊντάν, με άλλα ρούχα απ’ τους άλλους και φώναξε να μη χτυπήσουν γυναίκες, αλλά ο πρώτος τρελαμένος φώναξε «Όοοοχι», με αγριότητα που κάλυπτε την πρώτη φωνή, με λύσσα στα μάτια, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να του τρέξουν τα σάλια έχοντας διαισθανθεί την επικείμενη σφαγή του θηράματος. Αλλά αυτός που είπε να μη χτυπήσουν γυναίκες επέμενε. Μου φάνηκε ότι ήταν απ’ αυτούς του τοπικούς οπαδούς του Μαϊντάν που εκείνη τη στιγμή καταλάβαιναν τις φρικαλεότητες που διέπρατταν οι δικοί τους, ή ίσως απλά η ανθρωπιά επέστρεφε και αποφάσισαν να σώσουν όποιον μπορούσαν να σώσουν, εμάς τις γυναίκες δηλαδή.
Ένας άντρας με ένα πρόχειρο επίδεσμο στο κεφάλι και με το αίμα να στάζει ανάμεσα στους επιδέσμους καθόταν δίπλα μου στα αριστερά δίπλα στο παράθυρο – όπως έμαθα αργότερα από τις νοσοκόμες της ομάδας μας, ήταν ένας άνθρωπος που αυτοαποκαλούνταν «Λένιν». Κατά τη διάρκεια της άμυνας του γραφίου «μας», εγώ μαζί με ένα ακόμη κορίτσι, προσπαθήσαμε να του δέσουμε πιο καλά τον επίδεσμο, αλλά ρητά αρνήθηκε λέγοντας μας ότι δεν ήταν η ώρα για τον επίδεσμο. Ακόμη δε γνωρίζω αν κατάφερε να επιβιώσει. Ένας άλλος του Μαϊντάν – νέος, καμουφλαρισμένος με μπαλακλάβα και κράνος μας πλησίασε. Ρώτησε: «Ποια είναι η νοσοκόμα; Τι συνέβη σ’ αυτόν;» Απαντήσαμε ότι ήταν σπασμένο το κεφάλι του. Αυτός τον κοίταξε, μετά κοίταξε το παράθυρο. Για κάποιο λόγο, μου φάνηκε ότι ήθελε να τον πετάξει από το παράθυρο. Μου απέσπασε την προσοχή ένας θόρυβος στα δεξιά μου. Κοίταξα τριγύρω, και είδα τα τέρατα να χτυπάνε τους ανθρώπους μας κοντά στον τοίχο. Μία από τις νοσοκόμες προσπάθησε να μεσολαβήσει γι’ αυτούς, αλλά αυτός που είπε να μη χτυπάνε γυναικες, την τράβηξε πίσω και της είπε «Κάτσε κάτω». Μετά από λίγο, κάποιοι του Μαϊντάν που δεν ήταν το ίδιο τρελαμένοι και ήταν ενάντια στο να χτυπάνε γυναίκες έτρεξαν. Στην αρχή, ο πρώτος πήρε μία από τις νοσοκόμες έξω και οι υπόλοιποι μας πήραν έξω. Βγήκα από το δωμάτιο μαζί με μια άλλη κοπέλα, και μετά κάποιος ήρθε και μου είπε «Κράτα το χέρι μου. Μην ανησυχείς. Θα σε πάω έξω. Εγώ είμαι από την Οδησσό». Τη στιγμή αυτή, σταμάτησα να σκέφτομαι το ο,τιδηποτε, και δε θυμάμαι πως ακριβώς με έβγαλε από το κτίριο. Το μόνο που θυμάμαι είναι να μου λέει: «Εγώ έιμαι από την Οδησσό, εγώ είμαι από την Οδησσό». Και κάτι κηρύγματα: «Γιατί είσαι με αυτούς». Του είπα μόνο: «Εμείς είμαστε για την Οδησσό». Προχώρησα χωρίς να βλέπω τίποτε και κανέναν ή ίσως χωρίς να θέλω να βλέπω. Τώρα αισθάνομαι άσχημα γι’ αυτό γιατί θα μπορούσα να έχω δει και να θυμάμαι κάτι σημαντικό. Ήμουν σιωπηλή γιατί καταλάβαινα ότι αν έλεγα ότι σκεφτόμουν θα με χτυπούσαν. Βγήκαμε έξω στον προαύλιο χώρο. Ήταν ήδη σκοτάδι. Ένιωσα μικρά αλλά χοντρά κομμάτια γυαλί, που πλατσούριζαν στο νερό που υπήρχε στα παπούτσια μου, αλλά δεν ένιωθα πόνο ή να έχω κοπεί. Κάποια στιγμή, χτύπησε το κινητό στην τσέπη μου. Δεν το έβγαλα έξω. Και κάποιος ξαφνικά φώναξε: «Ελέγξτε το τηλέφωνό της». Αλλά αυτοί από το Μαϊντάν που με έβγαλαν έξω δεν τους απάντησαν. Ήδη στον προαύλιο χώρο είδα κάποιους από τους άνδρες που ήταν μαζί μας. Ένας από τους δικούς μας ήταν στο προαύλιο αλλά δεν τον είχαν πειράξει γιατί δεν είχαν καταλάβει ποιος ήταν. Συναντηθήκαμε και απλά κοιταχτήκαμε με συμπάθεια.
Και ξαφνικά ένας οπαδός του Μπαντέρα με καλυμμένα χαρακτηριστικά μας σταμάτησε. Δεν ήξερα τι ήθελε. Μετά αυτό το τέρας μου άρπαξε τη στολή της νοσοκόμας και ρώτησε: «Τι είναι αυτό; Αφήστε τη να τη βγάλει» αλλά κάποιος άλλος είπε: «Έλα, άσ’ τη να φύγει, είναι νοσοκόμα». Περπάτησε γύρω μου και ξαφνικά είδα μια κόκκινη επιγραφή «Μέρα της αντιφασιστικής νίκης» πίσω και μια μαύρη μπροστά που έγραφε «Είναι τιμή μας». Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να τα βγάλω και να τα κρύψω…
«Τι είναι η μέρα της νίκης; Νίκη;» (σημ: αναφέρεται στην επέτειο της 9ης Μάη 1944, όταν ανακοινώθηκε η γερμανική συνθηκολόγηση) Δεν ήταν πλέον άνθρωπος. «Βγάλτο! Καμία νίκη!”, φώναζε με μια βίαιη οργή. Με βοήθησαν να τα βγάλω, τα άρπαξε και αυτός που ήταν μαζί μου γρήγορα με έσπρωξε μπροστά. Πρόλαβα να χαιρετήσω έναν ακτιβιστή του Κουλίκοβο Πόλιε που τον αναγνώρισα και ευτυχώς ήταν ζωντανός!
Φτάσαμε τις γραμμές της αστυνομίας ή του στρατού, δε μπορώ να πω με σιγουριά. Είδα μια κοπέλα που βγήκε από το ίδιο γραφείο που ήμουν κι εγώ. Ήταν περικυκλωμένοι από οπαδούς του Μπαντέρα. Ανακάτευαν την τσάντα της, το τηλέφωνό της. Πλησιάσαμε τους νέους αστυνομικούς (ή φαντάρους). Τους κοίταξα στα μάτια. Στα μάτια τους έβλεπα σύγχυση, φόβο και τρόμο. Είχαν σχηματίσει ένα διάδρομο προς την πίσω πόρτα του κτιρίου. Αυτός που με συνόδευε από το Μαϊντάν τους είπε να ανοίξουν αλλά δεν κουνιόνταν και έσερναν τις ασπίδες τους. Τους το ξαναζήτησε, αλλά συνέχισαν να στέκονται σαν ηλίθιοι. Αυτού από το Μαϊντάν του έκανε πολύ εντύπωση η συμπεριφορά αυτών των αστυνομικών ή στρατιωτών (λένε ότι ήταν ντυμένοι σαν οπαδοί του Μπαντέρα και ότι δεν ήταν μόνον από την Οδησσό αλλά και από άλλες περιοχές της κεντρικής Ουκρανίας. Κρίνοντας από τη συμπεριφορά τους τείνω να το πιστέψω). Ίσως, θέλανε να περάσω από το «διάδρομο της ντροπής» που σχημάτιζαν οι οπαδοί του Μπαντέρα. Αλλά αυτός αποφάσισε διαφορετικά. Με πήγε από πίσω και άρχισε να σπρώχνεται ανάμεσα τους. Κατάλαβα ότι πρέπει να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια και άρχισα να στριμώχνομαι. Τελικά, καταφέραμε και ξεφύγαμε ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές αστυνομικών με τις ασπίδες. Με πήγε λίγο πιο πέρα. Ήταν πιο ήσυχα και είχε πιο λίγο κόσμο. Προφανώς, όλοι οι δικοί τους είχαν συγκεντρωθεί στην πίσω έξοδο στο «διάδρομο» που είχαν φτιάξει. Μου είπε: «Αυτό ήταν, φύγε τώρα από εδώ», και έφυγε. Περιπλανιόμουν στους δρόμους, σε ένα μικρό δημόσιο κήπο και ένα χώρο στάθμευσης. Πρώτα απ΄όλα, τηλεφωνούσα στους δύο φίλους μου με τους οποίους είχαμε κατέβει στο Κουλίκοβο Πόλιε και δεν απαντούσαν. Ήμουν απελπιστικά ανήσυχη (ευτυχώς, ήταν ζωντανοί). Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι και σε φίλους να ανακοινώσω ότι ήμουν ζωντανή. Ένιωθα ολόκληρη την καρδιά μου να πονάει, αλλά δε φοβόμουν. Ήταν όμως πολύ επώδυνο για όλους/ες εμάς που προσπάθησαν να μας κάψουν, να μας πυροβολήσουν, να μας ακρωτηριάσουν, να μας σκοτώσουν. Κάθισα σε ένα παγκάκι, έβγαλα τα γυαλιά που ήταν στα παπούτσια μου και αποφάσισα να πάω και πάλι στο Κουλίκοβο Πόλιε. Ακόμη και τα δάκρυα δε μου βγαίναν, αλλά μέσα μου έκλαιγα ολόκληρη. Αυτοί που είχαν καταλάβει το Κουλίκοβο Πόλιε πανηγύριζαν, τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, ούρλιαζαν σε έκσταση. Καθώς εγώ, έχοντας επιβιώσει από το φλεγόμενο κτίριο πήγαινα πίσω στο Κουλίκοβο Πόλιε κάνοντας ένα κύκλο, μια άλλη νοσοκόμα με πήρε τηλέφωνο. Και αυτή είχε φύγει με ασφάλεια από το κτίριο. Ήμουν πολύ χαρούμενη που ήταν ζωντανή. Συναντηθήκαμε. Ήταν σαν κάτι ή κάποιος να μη με άφηνε να φύγω από το Κουλίκοβο Πόλιε. Ήθελα να δω κάποιον άλλον, να δω κάτι… Για λίγη ώρα πηγαίναμε μαζί με την κοπέλα από την ομάδα πρώτων βοηθειών γύρω από το κτίριο. Ακόμη ήλπιζα να δω φίλους να βγαίνουν από το κτίριο, αλλά μάταια. Δεν είδαμε κανέναν από τους επιζώντες, και τελικά φύγαμε. Αν και, πιθανά, αν δεν ήταν αυτή θα συνέχιζα και άλλο να τριγυρίζω στην περιοχή. Ήμουν σαν ένα τραυματισμένο πουλί που πηγαίνει γύρω γύρω από την κατεστραμμένη φωλιά του και χωρίς τη δυνατότητα να δει ποιος είναι ζωντανός και ποιος νεκρός. Ήθελα να πάω πιο κοντά, να μπω μέσα στο πλήθος, αλλά με σταμάτησε.
Όταν φεύγαμε από το Κουλίκοβο Πόλιε, δεν ξέραμε, δεν είχαμε ιδέα ότι στην ταράτσα του Κτιρίου των Συνδικάτων υπήρχαν ακόμη 50 άνθρωποι, 54 για την ακρίβεια… Αποφασίσαμε να πάμε μέσω του κέντρου της πόλης. Στην οδό Ελλάδας (σημ: βασικό σημείο σύγκρουσης στην αρχή των επεισοδίων) μπροστά μας υπήρχε η φρικτή εικόνα του πογκρόμ, σαν ένας ανεμοστρόβιλος να είχε περάσει από εκεί. Σωροί από πέτρες, καμμένα αυτοκίνητα, σπασμένα μπουκάλια, ρόπαλα, αναποδογυρισμένοι κάδοι. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είμαστε στο κέντρο της πόλης μου, της Οδησσού. Ήδη κάποιοι ήταν εκεί και καθάριζαν (κάτι που δεν είναι καθόλου τυπικό των δημοσίων υπηρεσιών της Οδησσού). Στα γρήγορα εξαφάνιζαν τον εφιάλτη, τα σημάδια της βαρβαρότητας των οπαδών του Μαϊντάν, τα σημάδια του εγκλήματος ούτως ώστε το πρωί να μην υπάρχουν ίχνη της σφαγής, που ξεκίνησε εκεί και ολοκληρώθηκε με το κάψιμο και τις δολοφονίες των αντιφασιστών/στριων της Οδησσού στο Κτίριο των Συνδικάτων.
Οι φίλοι μου δεν ήταν σπίτι, και ήμουν πολύ ανήσυχη γι’ αυτούς.
Γύρισα σπίτι τα μεσάνυχτα – έμαθα ότι είχαν τηλεφωνήσει. Η φίλη μου και ο σύζυγός της ήταν ζωντανοί. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα στις 5 π.μ. και ξέσπασα σε κλάματα. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να ηρεμήσω.
«Δεν ξεχνάμε – Δε συγχωρούμε» λέει το πανό που κρέμασαν ακτιβιστές στο κτίριο των Συνδικάτων τον περασμένο Μάρτιο
Οι ζωές μας ποτέ δε θα είναι ίδιες μετά από αυτό!
Αλλά αν κάποιος θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μας τρομοκρατήσει – έκανε ένα μεγάλο λάθος!
Δε θα γονατίσουμε ποτέ!
Δεν πρόκειται να ξεχάσουμε κανέναν!
Τίποτε δεν ξεχνιέται!
Αιώνια τιμή στους πεσόντες!
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τους ακτιβιστές της πλατείας Κουλίκοβο και όλους τους αντιφασίστες της Οδησσού!
Πηγή: Αντιφασιστική Καμπάνια για την Ουκρανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου