Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Νέο βιβλίο από τον Μίλαν Κούντερα



Σ'ένα διαμέρισμα στα περίχωρα της Πράγας, το 1972, ο Μίλαν Κούντερα - σε ανοιχτή σύγκρουση με το κομμουνιστικό καθεστώς από το '68- συναντιέται κρυφά με μια πολύ νέα, κατάχλομη κοπέλα, που ο φόβος τής ανακατώνει τα σωθικά, στέλνοντάς την στην τουαλέτα συνεχώς.

Τρεις μέρες νωρίτερα, η τελευταία είχε υποστεί μια εξουθενωτική ανάκριση γύρω από τις κινήσεις του, κι ήθελε να του μεταφέρει ό,τι είχε πει στην αστυνομία, ώστε και οι δικές του απαντήσεις σε ανάλογη περίπτωση να είναι οι ίδιες ακριβώς.
«Την ήξερα από καιρό», θυμάται ο Κούντερα. «Ηταν έξυπνη, πνευματώδης, ήξερε να ελέγχει τα συναισθήματά της, κι ήταν πάντοτε τόσο άψογα ντυμένη που το φόρεμά της, όπως και όλη της η συμπεριφορά, δεν άφηνε να διακρίνεις το παραμικρό κομματάκι της γύμνιας της. Και να που, ξαφνικά, ο φόβος, σαν ένα μεγάλο μαχαίρι, την είχε ανοίξει. Βρισκόταν μπροστά μου, χαίνουσα, σαν το σκισμένο στα δυο κορμί μικρής δαμάλας που κρέμεται απ' το τσιγκέλι του κρεοπωλείου. Ο θόρυβος του νερού που γέμιζε το καζανάκι της τουαλέτας δεν σταματούσε, κι εμένα μου ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να τη βιάσω. Ξέρω τι λέω: να τη βιάσω, όχι να της κάνω έρωτα... Ηθελα να την κυριέψω, μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, μαζί με τα σκατά της και μαζί με την ανεκλάλητη ψυχή της... Κι όσο πιο αγχωμένα ήταν τα μάτια της, τόσο πιο παράλογη, ανόητη, σκανδαλώδης, ακατανόητη και ανέφικτη γινόταν η επιθυμία μου...».
Μπέικον και Μπέκετ
Τέτοιου είδους εξομολογήσεις σπάνια βρίσκουν θέση σε δοκίμια, αλλά στην καινούρια συλλογή του Κούντερα, την «Συνάντηση» (μετ. Γ. Χάρης, εκδ. Εστία), υπάρχουν αρκετές. Κι αν παραθέτει τη συγκεκριμένη στο εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου του, είναι επειδή, ακόμα και σήμερα, όποτε κοιτάζει τις προσωπογραφίες-τρίπτυχα του Φράνσις Μπέικον, σ' εκείνη την κοπέλα πάει το μυαλό του. Λες και δεν ήταν το δικό του βλέμμα, αλλά το χέρι του ζωγράφου που, σαν βίαιο μαχαίρι, είχε πέσει στο πρόσωπό της για να εντοπίσει «το κρυφό διαμάντι» που κρυβόταν από κάτω του, και να συλλάβει έτσι την ουσία της ψυχής της.
Η ζωγραφική του Μπέικον και μάλιστα σε σύγκριση με το θεατρικό σύμπαν του Μπέκετ (καθώς και οι δυο αναμετρήθηκαν όχι με την πολιτική αλλά με τη σωματική υπόσταση του ανθρώπου) η κληρονομιά του Γιάνατσεκ ή του Μαρκές, η λήθη που επιφυλάχτηκε στον Χράμπαλ ή τον Σένμπεργκ, οι πειραματισμοί του Ξενάκη ή του Μαλαπάρτε, η ερωτική γραφή του Ροθ, το αληθοφανές στον Κάφκα ή στον Ραμπελέ, λειτουργούν εδώ σαν έναυσμα για να ξεδιπλώσει ο Κούντερα τους υπαρξιακούς κι αισθητικούς προβληματισμούς του, σαν καθρέφτες όπου αντανακλώνται πτυχές του εαυτού του, αλλά και σαν μια έμμεση απάντηση σ' εκείνους τους συμπατριώτες του που βιάστηκαν να τον λοιδωρήσουν ως χαφιέ, μ' ένα κατηγορητήριο που αποδείχτηκε αβάσιμο.
Μέσα απ' αυτή τη «Συνάντηση» στοχασμών, αναμνήσεων και καλλιτεχνικών ερώτων, ο 80χρονος συγγραφέας του «Αστείου» και των «Προδομένων διαθηκών», φροντίζει να διαλύσει παρεξηγήσεις (όπως εκείνη που ταυτίζει την Ανοιξη της Πράγας με τον Μάη του '68), να υπογραμμίσει πόσο απελευθερωτική μπορεί να είναι η εμπειρία της εξορίας, να συγκρίνει την τύχη διαφορετικών «μικρών» εθνών (συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού), να επιτεθεί στο μοντερνισμό του μάρκετινγκ και στην τηλεοπτική αποβλάκωση, αλλά και ν' αναθεματίσει τις «μαύρες λίστες» που προκύπτουν κατά καιρούς από τα μητροπολιτικά φιλολογικά σαλόνια.
Ο παρισινός Μάης, που ξεκίνησε από τους νέους κι επιδείκνυε το διεθνισμό του, «ήταν διαποτισμένος από επαναστατικό λυρισμό. Ηταν μια εύθυμη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας, που τη θεωρούσαν πληκτική, επίσημη, αρτηριοσκληρωτική», διαβάζουμε. Αντίθετα, η Ανοιξη της Πράγας, «εμπνεόταν από το μετεπαναστατικό σκεπτικισμό των ενηλίκων», εξυμνούσε την ίδια αυτή κουλτούρα που «χρόνια ασφυκτιούσε κάτω από την ιδεολογική ηλιθιότητα» και απέβλεπε στο να ξαναδώσει «σ' ένα μικρό έθνος την ιδιαιτερότητά του και την ανεξαρτησία του».
Οσες δεκαετίες κι αν περάσουν, ο Κούντερα δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ, όπως φαίνεται, εκείνο το «εξαίσιο δευτερόλεπτο» όπου μέσα «σε κλίμα ιλαρότητας», η πατρίδα του αρνήθηκε τον τρόπο ζωής που της είχε επιβάλει η Ρωσία, εφαρμόζοντας ένα σύστημα χωρίς πολύ πλούσιους ούτε πολύ φτωχούς, με δωρεάν περίθαλψη και παιδεία, χωρίς διώξεις και λογοκρισία, ένα σύστημα-θερμοκήπιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οπως δεν πρόκειται να ξεχάσει και το πόσο διαφωτιστικό είχε σταθεί για τον ίδιο, αργότερα, όταν προσπαθούσε να προσανατολιστεί σ' έναν κόσμο που «κατέβαινε την άβυσσο της δικτατορίας», το μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς γύρω από την τρομοκρατική στροφή της Γαλλικής Επανάστασης, «Οι θεοί διψούν», με το πρώτο ίσως λογοτεχνικό πορτρέτο ενός «στρατευμένου καλλιτέχνη» (του νεαρού ζωγράφου και φανατικού Ιακωβίνου, Γκαμπελέν).
«Στην αρχή του κομμουνισμού, είδα γύρω μου ουκ ολίγους στρατευμένους καλλιτέχνες!», γράφει. Ομως, ο ήρωας του Φρανς, «που έφτασε να στείλει δεκάδες άλλους στην γκιλοτίνα, σίγουρα κάποια άλλη εποχή θα ήταν ένας συμπαθητικός γείτονας, ένας καλός συνάδελφος... Πώς γίνεται ένας αναμφισβήτητα έντιμος άνθρωπος να κρύβει μέσα του ένα τέρας;». Στα μάτια του Κούντερα, ο Γκαμπελέν είναι κάποιος που «καταβροχθίστηκε από την Ιστορία». Και το επίτευγμα του γάλλου ακαδημαϊκού και νομπελίστα (που τόσο σνόμπαραν έπειτα οι σουρεαλιστικοί κύκλοι), είναι ότι τόλμησε να πλέξει «τη φρίκη του πεπρωμένου» του ήρωά του με την «ανυπόφορα κοινότοπη καθημερινότητά του», φωτίζοντας μυθιστορηματικά το «μυστήριο της καρδιάς που απολαμβάνει το θέαμα των κομμένων κεφαλιών».
Το πάθος της γνώσης
«Σ' έναν μυθιστοριογράφο», επιμένει ο Κούντερα, «το πάθος της γνώσης δεν έχει σχέση ούτε με την πολιτική ούτε με την Ιστορία». Σαν να λέει ότι το στοίχημα είναι να πει με το έργο του κάτι για την ανθρώπινη ζωή που δεν έχει ειπωθεί. «Από τη φύση της τέχνης του, ο μυθιστοριογράφος είναι απόκρυφος, αμφίσημος, είρωνας. Και προπαντός: Ετσι όπως είναι κρυμμένος πίσω από τους ήρωές του, δύσκολα μπορεί να του αποδώσει κανείς μία μόνο πεποίθηση, μία μόνο στάση». Σαν να λέει ότι και το δικό του «Αστείο», όσοι το διάβασαν ως πολιτικό και μόνο βιβλίο σίγουρα κάτι έχασαν από την ουσία του. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου